Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

10.2.22

Οι σύγχρονοι «Π ο σ ε ι δ ω ν ι ά τ ε ς»: Η μελαγχολία για τη γλώσσα μας... Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 


" Π ο σ ε ι δ ω ν ι ά τ α ι "

«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται

εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι

με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.

Το μόνο που τους έμενε προγονικό

ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,

με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.

Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής

τα παλιά τους έθιμα να διηγούνται,

και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,

που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.

Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.

Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήταν Έλληνες –

Ιταλιώται ένα καιρό κι αυτοί∙

και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,

να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά

βγαλμένοι – ω συμφορά! – απ’ τον ελληνισμό»

(Κ. Καβάφης)

Περιδιαβάζοντας τα διάφορα ειδικά λεξικά με στόχο τα ακριβή αίτια της μελαγχολίας διαπίστωσα πως ένα από τα γενεσιουργά αίτιά της είναι το αίσθημα αλλαγής κάποιας κατάστασης ή και απώλειας. Μία απώλεια που μπορεί να σχετίζεται με τον θάνατο ενός προσφιλούς προσώπου ή με το χωρισμό με άτομο που αποτελούσε στήριγμα στη ζωή μας. Κάθε απώλεια συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα. Ωστόσο εκείνο που χρήζει μελέτης είναι το μέγεθος και η αξία εκείνου του προσώπου ή αντικειμένου που η απώλειά του μπορεί να μάς βυθίσει στην μελαγχολία.

Η μελαγχολία, όμως, ως απότοκο της απώλειας της εθνικής μας ταυτότητας σπανίζει ως σύμπτωμα. Είναι μία ξεχωριστή περίπτωση αυτή και αναδεικνύει όχι μόνον τον καταλυτικό ρόλο της εθνικής ταυτότητας στην εσωτερική μας ισορροπία αλλά και εκείνο το στοιχείο που κατεξοχήν συνέχει τον ιστό της εθνικής ταυτότητας. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη γλώσσα.

«Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους./ Γιατί θυμούνται που κι αυτοί ήσαν Έλληνες»

Γλώσσα και Εθνική Ταυτότητα

Η γλώσσα – λέξεις είναι το απόθεμα της συλλογικής μνήμης, το καταστάλαγμα του πολιτιστικού θησαυρού του λαού, το απόσταγμα της πείρας αιώνων και το αποταμίευμα των διαχρονικών αξιών.Πάνω στο ζωντανό κορμί της γλώσσας χαράσσονται, κωδικοποιούνται κι εγγράφονται ανεξίτηλα όλα όσα ζήσαμε ή ονειρευτήκαμε ως εθνική κοινότητα «Κάθε έθνος μιλάει με τον τρόπο που σκέπτεται και σκέφτεται με τον τρόπο που μιλάει». Οι λέξεις – έννοιες που χρησιμοποιούν τα μέλη μιας εθνικής ταυτότητας διαμορφώνουν, συνυφαίνουν αλλά και διασώζουν την μοναδικότητα και την ιδιοπροσωπία του λαού.

Σε ένα άλλο επίπεδο η γλώσσα – λέξεις συντελεί στην ομογενοποίηση των μελών μιας εθνικής κοινότητας εξασφαλίζοντας έτσι τις προϋποθέσεις για την ενοποίηση των διαφορετικών στοιχείων. Έτσι μέσα από την ομογενοποίηση και ενοποίηση σφυρηλατούνται οι κοινωνικοί δεσμοί μεταξύ των μελών – πολιτών μιας οργανωμένης κοινωνίας και έθνους. Κι αυτό γιατί η γλώσσα – λέξεις διαμορφώνει την κοσμοθεωρία ενός λαού αλλά και τον τρόπο που συλλαμβάνει και βιώνει τα μεγάλα θέματα και ερωτήματα της ζωής του.

«Δεν πιστεύουμε στη γλώσσα ως αξία, αλλά ως εργαλείο. Δεν βλέπουμε ότι η γλώσσα είναι η ύπαρξή μας, η ελευθερία, η ταυτότητά μας, ατομική και εθνική».(Γ. Μπαμπινιώτης)

Η γλωσσική αλλοτρίωση

Όλα τα παραπάνω δεν αιτιολογούν μόνον την μελαγχολία που κατατρώγει τους Ποσειδωνιάτες αλλά αναδεικνύουν και το κενό που δημιουργεί στον ψυχισμό και τη συνείδησή τους η συνειδητοποίηση της γλωσσικής λήθης. Θλίβονται οι Ποσειδωνιάτες για την γλωσσική τους αλλαξοπιστία που συνιστά και το δομικό στοιχείο της γλωσσικής αλλοτρίωσης.

«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται/ εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι»

Η απώλεια της προγονικής τους γλώσσας και ταυτότητας τούς φέρει θλίψη και ματώνει την μνήμη τους. Αυτή η επώδυνη συνειδητοποίηση τούς βυθίζει σε απόγνωση κι αναζητούν διέξοδο σε εορτές και πανηγύρεις όπου βρίσκουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με αυτό που έχασαν, τις λέξεις – τα ονόματα.

«Και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε»

Τις πληγές της γλωσσικής λήθης προσπαθούν να τις επουλώσουν με την εκφορά ελληνικών λέξεων – ονομάτων γιατί έτσι μπορούν – έστω και νοερά – να επανασυνδεθούν με εκείνα τα στοιχεία που νοηματοδοτούσαν την ζωή τους. Τους χαροποιεί το γεγονός πως κάποτε κι αυτοί ήταν Έλληνες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ατομική και εθνική τους ελευθερία και ολοκλήρωση. Εξάλλου η ελληνική καταγωγή τούς ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους, αφού τούς συνδέει με μία διαχρονική αξία, τη γλώσσα την ελληνική.

«Γιατί θυμούνται που κι αυτοί ήσαν Έλληνες»

Σε ένα άλλο ποίημά του ο Κ. Καβάφης εξιδανικεύοντας ίσως κάθε τι ελληνικό προβιβάζει την ελληνικότητα στην ανώτερη αξιακή κλίμακα. Κι αυτό γιατί τα κορυφαία πνευματικά δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων θεμελιώθηκαν σε δύο αδιαχώριστες αξίες, την Γλώσσα και την Ελευθερία.

«Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός -/ ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότηςτιμιοτέραν∙/ εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν»

(Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής)

Οι σύγχρονοι «Π ο σ ε ι δ ω ν ι ά τ α ι»

Στην εποχή του Facebook, του instagram, του messenger, του viber, των Greeklish και της παντοδυναμίας των αλγόριθμων, της τεχνητής νοημοσύνης, του metaverse και της αλόγιστης χρήσης ξενικών όρων πόσο «φιλικοί» είμαστε με την ελληνική γλώσσα; Στην εποχή που τα συνθήματα πληθαίνουν και το επιχείρημα υποχωρεί πόσο νοιαζόμαστε για τη γλώσσα και τις λέξεις μας; Στην εποχή της πανεξουσίας της εικόνας και της αποβιταμίνωσης του λόγου πόσο νιώθουμε την απώλεια του γλωσσικού μας θησαυρού; Ερωτήματα και διλήμματα που ζητούν απαντήσεις από όλους μας.

Ποσειδωνιάτες είναι όσοι δεν μιλούνδεν σκέπτονταιδεν πράττουνδεν ονειρεύονται και δεν προγραμματίζουν με εργαλείο την Ελληνική γλώσσα. Αντίθετα δεν είναι λίγοι εκείνοι που χρησιμοποιούν ξενικούς όρους για τα πιο απλά πράγματα και επαίρονται γι’ αυτό. Δεν είναι κινδυνολογία το να επισημαίνεις την προδοσία της γλώσσας μας από πολλούς Έλληνες. Η γλώσσα μας συνιστά μία αξίααυταξία κι έτσι βιώνεται και όχι με συμβουλές και πατριωτικούς λόγους.

«Όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά»

Ο ποιητής Κ. Μόντης αντισταθμίζει την πίκρα από την απουσία αναγνωστών των ποιημάτων του με το προτέρημα να γράφει ακόμη Ελληνικά. Οι χρήστες ξένων όρων νιώθουν αυτήν την παρηγοριά και την υπερηφάνεια που ακόμη μπορούν – άσχετα αν το αποφεύγουν – και μιλούν – γράφουν Ελληνικά;

Οι Ποσειδωνιάτες νιώθουν τρόμο και το θεωρούν συμφορά γιατί ενώ ήταν Έλληνες, τώρα μιλούν – γράφουν σε άλλη γλώσσα. Το θεωρούν ξεπεσμό και ντροπή.

«Και τώρα πως εξέπεσαν, πως έγιναν,/ να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά/ βγαλμένοι – ω συμφορά! – απ’ τον Ελληνισμό»

Αποτελεί ευκαιρία για όλους μας να επιλέξουμε εκείνο το δρόμο που θα μάς κάνει περήφανους για τη γλώσσα μας και να κατανοήσουμε βαθύτερα τόσο την ντροπή και την μελαγχολία των κατοίκων της Ποσειδωνίας όσο και το αίσθημα της τιμής που νιώθει ο Κ. Μόντης που ακόμη γράφει Ελληνικά.

Ας νιώσουμε κι εμείς σήμερα ως Έλληνες λίγη υπερηφάνεια για την γλώσσα μας που μόρφωσε και γαλούχησε γενιές και γενιές ανθρώπων σε όλον τον κόσμο. Μια γλώσσα που απλώθηκε παντού και τροφοδότησε με όρους – έννοιες όλες τις επιστήμες. Οδηγός μας ο παιάνας του Καβάφη για τη γλώσσας μας:

«Με τες εκτεταμένες επικράτειες,/ με την ποικίλη δράση των στοχαστικών/ προσαρμογών./ Και με την Κοινήν Ελληνική Λαλιά/ ως μέσα στην Βακτριανήν την πήγαμεν, ως τους Ινδούς».(«Στα 200π.χ.»)

 

Στα 200π.Χ. - Κ. Καβάφης

 

  *  Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον: Ο «Λόγος» και τα «λόγια».... που έχουν τη χάρη. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον «ουρανό» και τη «θάλασσα» όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό»

 

Ο Ελύτης με την παραπάνω θέση επισήμανε εκείνο το στοιχείο που συνιστά και την κορυφαία αξία της ελληνικής γλώσσας, τη διαχρονικότητά της. Όταν μία γλώσσα αντέχει στην φθορά του χρόνου κι εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να εμπλουτίζει την επικοινωνία και την σκέψη μας, αυτό σημαίνει πως τα αποθέματά της είναι πλούσια και η δυναμική της αστείρευτη.

Ωστόσο ένα άλλο στοιχείο που αισθητοποιεί την αξία και τον πλούτο της γλώσσας μας είναι και το γεγονός ότι μάς προικοδότησε με λέξεις που χρησιμοποιούνται σε πολλαπλά σημασιολογικά επίπεδα χωρίς νοηματικές επικαλύψεις. Στην ομάδα αυτών των εννοιών – λέξεων κορυφαία θέση κατέχει η λέξη λόγος.

«αεί δε αιμυλίοισι λόγοισι θέλγει»

Ο Όμηρος διαπιστώνει πως ο Οδυσσέας είναι δέσμιος των γλυκών λόγων της Καλυψούς (λόγοισι). Η ομιλία αντιπαρατίθεται με το έργον παραπέμποντας στο νεοελληνικό «τα λόγια να συνοδεύονται από πράξεις».

«λόγω μεν λέγουσιν, έργω δε ουκ αποδεικνύσι»

Ωστόσο η λέξη λόγος δεν δηλώνει μόνο την ομιλία και την γλώσσα αλλά και τη διανόηση – σκέψη. Έτσι σύμφωνα και με τον Πλάτωνα έχουμε τον «εξωτερικό λόγο» (η ομιλία) και τον «εσωτερικό λόγο» (η διανόηση). Δηλαδή τόσο η «γλωσσική έκφραση» όσο και η «λογική διανόηση» χαρακτηρίζονται με έναν κοινό όρο, τη λέξη «λόγος». Σκέψη, λοιπόν, και Λόγος δεν χωρίζονται και βαδίζουν παράλληλα σύμφωνα και με τον Saussure.

«Ουκούν διάνοια μεν και λόγος ταυτόν»

Σύμφωνα με τα παραπάνω ο ενδιάθετος λόγος είναι κίνηση της ψυχής που συμβαίνει μέσα στο νου, ενώ ο προφορικός λόγος δείχνει την ενέργειά του με τη φωνή και τη βοήθεια της γλώσσας. Γενικότερα ο προφορικός λόγος (ομιλία) είναι ο αγγελιαφόρος της σκέψης.

Η έννοια και η χρησιμότητα του λόγου ως εργαλείου επικοινωνίας και πειθούς κυριάρχησε στην Αθηναϊκή δημοκρατία «εξορίζοντας» τη βία ως μέσο πολιτικής διαπαιδαγώγησης και άσκησης της εξουσίας.

«λόγω δε πείσαι…υπό λόγου δε διδασκομένους».(Λυσίας)

Εξάλλου όπως διακήρυξε και ο Αριστοτέλης μόνον ο άνθρωπος κατέχει το χάρισμα του λόγου με την διπλή σημασία του όρου (ομιλία – σκέψη).

«Λόγον δε μόνον άνθρωπος έχει των ζώων»

Μπορεί σύμφωνα με τον Θουκυδίδη η δημοκρατία στην Αθήνα να ήταν «λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή», ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε το εργαλείο του λόγου να κυριαρχήσει στη λήψη αποφάσεων και στην άσκηση εξουσίας. Εθεωρείτο πολιτική αρετή η ικανότητα να εκφέρεις και να αποδέχεσαι τον λόγον που συνιστά και τον πυρήνα του διαλόγου.

«Λόγον διδόναι και λαμβάνειν – αποδέχεσθαι».(Ξενοφώντας)

Τη δύναμη του λόγου πρόβαλε εμφαντικά ο Γοργίας με το εμβληματικό:

«Λόγος δυνάστης μέγας εστίν»

Κι αυτό γιατί αυτός που έχει το χάρισμα του λόγου μπορεί να πείθει με επιχειρήματα αλλά και να εξουσιάζει διαστρεβλώνοντας την αλήθεια. Ωστόσο για να αποφευχθούν τυχόν εκτροπές από την εξουσιομανία των ανθρώπων οι Αθηναίοι δια στόματος Αριστοτέλη δέχτηκαν μόνον την εξουσία του λόγου.

«Ουκ εώμεν άρχειν άνθρωπον αλλά τον λόγον»

Όντας, λοιπόν, ο λόγος όχι μόνον προϋπόθεση της σωστής λειτουργίας της δημοκρατίας αλλά και ψυχαγωγίας κυριάρχησε απόλυτα στην αθηναϊκή ζωή «Επειδή λόγου δύναμις τυγχάνει ψυχαγωγία ούσα».

Ωστόσο η έννοια του λόγου κατέχει κυρίαρχη θέση και στη Φιλοσοφία είτε ως διαδικασία ανίχνευσης της αλήθειας (δισσοί λόγοι) είτε ως η ανώτατη κοσμοποιός και ρυθμιστική αρχή (Ηράκλειτος).

Ο Πρωταγόρας διαβλέποντας τη σύνθετη δομή της πραγματικότητας θεώρησε πως ο δρόμος για την αλήθεια πρέπει να ισορροπεί πάνω σε διαφορετικά επιχειρήματα – λόγους προβάλλοντας έτσι την αξία – αναγκαιότητα των δισσών λόγων.

«Δύο λόγους είναι περί παντός πράγματος αντικείμενους  αλλήλοις»

Οι σοφιστές ωθούμενοι από έναν σκεπτικισμό προς την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας οδήγησαν την μέθοδό τους στα άκρα, αφού κατηγορήθηκαν πως διαστρέφουν την πραγματικότητα.

«…και τον ήττω λόγον κρείττω ποιείν»

Η έννοια του Λόγου ως η απαρχή του κόσμου και ως η ανώτατη ρυθμιστική δύναμη κατέχει δεσπόζουσα θέση στην σκέψη του Ηράκλειτου. Ενδεικτικά παρατίθενται κάποια αποσπάσματα:

«Ηράκλειτος ουσίαν ειμαρμένης απεφαίνετο λόγον τον διά ουσίας παντός διήκοντα»

(Θεωρούσε ως ουσία της ειμαρμένης τον λόγο που διαποτίζει την ουσία του σύμπαντος)

Γι’ αυτό προτείνει με κατηγορηματικό τρόπο να ακολουθούμε πιστά τον Καθολικό/Κοσμικό/Συμπαντικό λόγο. Κι αυτό γιατί αυτός είναι κοινός για όλους, ενώ οι πολλοί ζουν σαν να έχουν δική τους φρόνηση.

«Διό δη έπεσθαι τω κοινώ∙ ξυνός γαρ ο κοινός∙ του λόγου δ’ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν»

Η γνωσιακή πορεία του Ανθρώπου ακολουθεί τη βασική διαδρομή: Ερεθίσματα (είναι) που διαβιβάζονται στον εγκέφαλο ως αισθήματα και συμβάλλουν στην κατανόησή τους (νοείν) για να εκφραστεί αυτή η διαδικασία με λέξεις – Λόγο(λέγειν).

«Χρη το λέγειν τε νοείν τε εόν έμμεναι»

Συνεχίζοντας τη σκέψη του Ηράκλειτου ο Χριστιανισμός προσδίδει στην έννοια του Λόγου θεϊκή καταγωγή – δύναμη, αφού

«Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ην προς τον θεόν και θεός ην ο λόγος».

Σύμφωνα, λοιπόν, με την παραπάνω θέση ο Λόγος συνιστά την απόλυτη κοσμοποιό δύναμη, αφού προϋπήρχε των πάντων και δημιουργεί τα πάντα «πάντα δ’ αυτού εγένετο» αφού «Ο Λόγος σαρξ εγένετο».

Σημαντική είναι και η θέση της έννοιας Λόγος στα μαθηματικά ως μία αναλογία, συμμετρική σχέση μεταξύ μεγεθών, όπως: Οι εξοπλισμοί Ελλάδας και Τουρκίας πρέπει να υπηρετούν τον λόγο 7/10.

Σημαντική, όμως, θέση κατέχει η λέξη Λόγος και στη νεοελληνική γλώσσα με πλήθος σημασιών που καταδεικνύουν το πλούσιο νοηματικό φορτίο της έννοιας. Η καταγραφή και παρουσίαση κάποιων είναι ενδεικτική και δεν στοχεύει στην πλήρη προβολή όλων των σημασιολογικών αποχρώσεων της έννοιας. Παράλληλα με τη λέξη λόγος χρησιμοποιείται και ο όρος λόγια.

Πολλές φορές παρατηρούνται ενέργειες αντικοινωνικές «άνευ αποχρώντος λόγου» (χωρίς σοβαρή αιτία). Όταν θέλουμε να δείξουμε την εγκυρότητα όσων υποστηρίζουμε χρησιμοποιούμε το «μετά λόγου γνώσεως»(με επίγνωση). Σε μια συζήτηση διεκδικούμε το δικαίωμα στο Λόγο και Αντίλογο, αν και σωστό είναι να μην μιλάμε όπου «δεν μας πέφτει λόγος»(δεν μας αφορά). Κι αυτό γιατί γίνονται πολλά λάθη «εν τη ρύμη του λόγου»(ροή) ή πολλές φορές «ήρθαν στα λόγια»(καβγάδισαν) κάποιοι.

Έντονη είναι και η παρουσία των δυο εννοιών και στις παροιμίες όπου επισημαίνεται η κατάχρηση του λόγου και η πολυλογία, όπως:

«Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι»(λακωνικότητα) ή «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»/ «από λόγια χορτάσαμε». Σε άλλη περίπτωση τονίζεται η αξία – πλούτος των θετικών λόγων – σχολίων για κάποιον «Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο» αλλά και ο κίνδυνος που απορρέει από τα λόγια γι’ αυτό «μετρημένα τα λόγια σου»αν και κάποιοι είναι πολύ ευθείς και «δεν μασάνε τα λόγια τους». Βέβαια όταν δεν πείθουμε με τα λόγια τότε ισχύει ο «συμπαντικός νόμος» της βίας «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».

Προνομιακός είναι και ο χώρος της ποίησης που «φιλοξενεί» τις έννοιες λόγος – λόγια, όπως:

«Μας φοβούνται και μάς σκοτώνουν/…φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί» (Λειβαδίτης)/ «Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι/ ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά» (Μάνος Ελευθερίου)/ «Θα βρούμε αυτά τα λόγια/ που παίρνουνε το ίδιο βάρος/ σ’ όλες τις καρδιές» (Γ. Ρίτσος)/ «Γράφω και σβήνω λέξεις που αγάπησα,/ λόγια που με πρόδωσαν. Τίποτα δεν κράτησα» (Β. Πανάγος).

Αναμφισβήτητα, όμως, την ευεργετική επίδραση των «λόγων» την απέδωσε ο Β. Κορνάρος στον «Ερωτόκριτο».

«Απ’ ό,τι κάλλη έχει/ άνθρωπος, τα λόγια ‘χουν/ τη χάρη, που κάνουσι κάθε/ καρδιά παρηγοριά να/ πάρει. Κι οπού κατέχει να/ μιλεί με γνώση και με/ τρόπο, κάνει και κλαίσιν/ και γελούν τα μάτια των ανθρώπω»


­Στη στήλη αυτή «ΓΛΩΣΣΟδρόμιον» θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας

­*Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

4.2.22

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον: «Άρχεσθαι μαθών, άρχεινεπιστήσει» Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 Ατρείδη…/ εν σοι μεν ληξω, σέο δ’ άρξομαι, ούνεκα πολλών/ λαών εσσί άναξ»

Ο Νέστορας δηλώνει στον Αγαμέμνονα πως θα αρχίσει και θα τελειώσει από αυτόν γιατί είναι ο βασιλιάς πολλών λαών. Οι αρχαίοι αλλά και οι νεότεροι συνηθίζουμε – τιμής ένεκεν – να αρχίζουμε από τον ανώτερο, χρησιμοποιώντας τις φράσεις:

«Από Διός άρξασθαι», «Από θεού άρξασθαι»

Οι Κορίνθιοι θεωρούν πως οι Αθηναίοι διαπράττουν αδικία αρχίζοντας τον πόλεμο και παραβιάζοντας τις συνθήκες.

«Αδικείτε, ω άνδρες Αθηναίοι, πολέμου άρχοντες»

Γενικά από παλιά πιστεύεται πως η ευθύνη της αδικίας βαραίνει περισσότερο εκείνον που την αρχίζει «Ήρξατο χειρών αδίκων».

«Κάθε αρχή και δύσκολη»

Ο λαός θυμόσοφα επισημαίνει πως πάντα το πιο δύσκολο βήμα μιας προσπάθειας είναι το πρώτο.

Το ρήμα άρχω (ρίζα *αρχ-) απαντάται με δύο σημασίες: Αρχίζω από κάτι (άρχομαι Διός = αρχίζω από το Δία) και κυβερνώ – εξουσιάζω (άρχω του στρατεύματος). Οι λέξεις που παράγονται από το ρήμα άρχω είναι πολλές και εμπλουτίζουν το λόγο μας: αρχήαρχαίοςαρχείοναρχικόςάρχωναρκτέοναρχαϊκόςαρχήθενα.«Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο»β.«Οι άρχοντες της χώρας μας χαρακτηρίζονται από ευαισθησία σε θέματα περιβάλλοντος»γ.«Το άγαλμα ανήκε στους αρχαϊκούς χρόνους».

Πλήθος, όμως, είναι και οι σύνθετες λέξεις με α΄ και β΄ συνθετικό λέξη που παράγεται από τη ρίζα *αρχ- του άρχωαρχαιογνωσίααρχαιοδίφηςαρχαιολογίααρχαϊσμόςαρχάριοςαρχέγονοςαρχειοφύλακαςαρχέτυποαρχηγείοαρχηγόςαρχίατροςαρχιεπίσκοποςαρχιερέαςαρχιμηνιάαρχιστράτηγοςαρχιφύλακαςέπαρχοςαναρχίαύπαρξηέναρξηεναρκτήριοςναύαρχοςα.«Ο Καβάφης υπήρξε έξοχος αρχαιογνώστης»β.«Η συντήρηση των μαρμάρων είναι έργο της αρχαιολογικής υπηρεσίας»γ.«Ο υπουργός αντέδρασε ως αρχάριος στις απαιτήσεις των συνδικαλιστών»δ.«Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται και οδηγείται ακόμη από το αρχέγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης»ε.«Στα Ομηρικά έπη βρίσκουμε πάμπολλα παραδείγματα αρχέτυπης συμπεριφοράς»στ.«Το αρχηγείο του ΝΑΤΟ μεταφέρθηκε από τη  Λάρισα σε πόλη της Τουρκίας»ζ.«Ο αρχίατρος απαγόρευσε την έξοδο του ασθενούς»η.«Στη Μητρόπολη Αθηνών θα ψαλεί θεία αρχιερατική λειτουργία»θ.«Η αναρχία ως πολιτική ιδεολογία κυριαρχεί ανάμεσα στους νέους»ι.«Η δυαρχία στην κυβέρνηση δημιουργεί λειτουργικά προβλήματα».

Γνωστές, επίσης, είναι και οι φράσεις που έχουν ως πυρήνα τη λέξη αρχή, όπως: α.«Το αυτοκίνητό μου παρουσίασε προβλήματα ευθύς εξαρχής»β.«Άντε πάλι, φτου κι από την αρχή τα ίδια και τα ίδια»γ.«Αφού φοβάσαι, θα κάνω εγώ την αρχή»δ.«Έτσι είναι τα πράγματα, κάθε αρχή και δύσκολη»ε.«Αποτελεί αξίωμα ζωής, το “η αρχή είναι το ήμισυ του παντός”»στ.«Η κυβέρνηση αποφάσισε να προβεί σε βαθιές τομές, αρχής γενομένης από το ασφαλιστικό».

Συχνή, επίσης, είναι και η χρήση (λανθασμένη κατά τεκμήριον) του «κατ’ αρχήν» και «κατ’ αρχάς». Το κατ’ αρχήν σημαίνει: Είναι θέμα αρχής – προσωπικής θέσης, βιοθεωρίας… «Κατ’ αρχήν διαφωνώ με την όλη συμπεριφορά σου προς άτομα που έχουν ανάγκη από προστασία». Το κατ’ αρχάς σημαίνει: Αρχικά… «Ο καταναλωτισμός κατ’ αρχάς είναι προϊόν και σύμπτωμα ψυχολογικού κενού του σύγχρονου ατόμου.

Σημαντική είναι η παρουσία στο νεοελληνικό λόγο της μετοχής άρχοντες που με το χρόνο ουσιαστικοποιήθηκε. Γνωστός είναι ο θεσμός των εννέα αρχόντων στην αρχαία Αθήνα: «Αύται μεν ουν οι αρχαί κληρωταί… οι δε καλούμενοι εννέα άρχοντες».

Ο Προμηθέας προαναγγέλοντας την πτώση του Δία επισημαίνει – απειλώντας πως θα μάθει τη διαφορά του άρχειν (αφέντης) και του δουλεύειν (δούλος).

Στο βαθμό που η λέξη *αρχή παρέπεμπε στην άσκηση εξουσίας υπάρχουν πολλές φράσεις που παραπέμπουν στον τρόπο που πρέπει αυτή να ασκείται: α.«Τον άρχοντα τριών δει μεμνήσθαι»β.«Άρχεσθαι μαθών άρχειν επιστήσει ή το άρχειν πρώτον μαθών άρχεσθαι»γ.«Το άρχειν ήδιστον»δ.«Χαλεπόν άρχεσθαι υπό χείρονος».

Κατεξοχήν, όμως, η φράση που αναδεικνύει το ρόλο της *αρχής= εξουσίας στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά και αποκαλύπτει ταυτόχρονα το εσώτερο εγώ του είναι η εμβληματική θέση του Βία του Πριηνέως.

«Αρχή άνδρα δείκνυσι»

 

Ωστόσο η κυριαρχία της έννοιας αρχή είναι απόλυτη σε φράσεις, όπως: Αρχήτ ης αδράνειας, της απροσδιοριστίας, της πλειοψηφίας, της δεδηλωμένης, των εθνοτήτων.

Εν αρχή ην ο Λόγος

Ίσως αυτή η φράση να είναι η πιο εμβληματική στο βαθμό που δηλώνει με τρόπο αξιωματικό την προΰπαρξη του Λόγου = Θεού.

Άμα δε τω ήρι αρχομένω…

 Οι περισσότεροι – λάτρεις ή εχθροί – του αρχαίου λόγου έχουν ταυτίσει τη μαθητική τους ζωή με την παραπάνω φράση που συνοδεύει πολλά κείμενα των αρχαίων, υποδηλώνοντας την έναρξη κάποιας εποχής.

2.2.22

Β Ι Β Λ Ι Ο Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η: «ΙΔΕΟπολις», Ηλία Γιαννακόπουλου Φιλόλογου.

Στο έργο του Ἀπομνημονεύματα ο Ξενοφών καταγράφει αναμνήσεις όσων άκουσε από τον δάσκαλό του, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες απόψεις του Σωκράτη για τη φιλία

Τοῦτο μὲν πολλῶν ἀκούω, ὡς πάντων κτημάτων κράτιστόν ἐστι φίλος σαφὴς καὶ ἀγαθός, παντὸς δὲ μᾶλλον ἐπιμέλονται οἱ πολλοὶ ἢ φίλων κτήσεως.  

Φίλες και φίλοι καλησπέρα και καλό μήνα, δεύτερη μέρα σήμερα του Φεβρουαρίου και θα μου επιτρέψετε να αφιερώσω την σημερινή ανάρτηση σε έναν υπέροχο φίλο, σοφό φιλόλογο και καταπληκτικό συγγραφέα, με καταγωγή από την ιστορική ΠΙΑΛΕΙΑ ΤΡΙΚΑΛΩΝ το όνομα αυτού ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ αυτόν τον ΥΠΕΡΟΧΟ φίλο και μοναδικό δοκιμιογράφο είχα την τύχη να τον γνωρίσω πριν 4 χρόνια, αρχικά μέσω των γραπτών του. Στην πορεία συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στο cafe retus στα Τρίκαλα και κατόπιν στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι, εκεί πρωτογνώρισα και την Μούσα του την Μοναδική ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΠΙΑΛΕΙΑΣ. Έκτοτε κάθε φορά που έρχεται ο καιρός να επισκεφθούμε την γενέτειρά μας νιώθουμε μεγάλη ανυπομονησία να συναντήσουμε τους εκλεκτούς μας φίλους. Ο Ηλίας είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει να δημοσιεύω τα γραπτά του στο ιστολόγιο της ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΓΟΡΓΟΓΥΡΙΟΥ φίλτατε Ηλία σ' ευχαριστώ πολύ για την πνευματική τροφή που μας προσφέρεις απλόχερα όλα αυτά τα χρόνια, σε ευχαριστώ και εκ μέρος όλων των φίλων που διαβάζουν τα άρθρα σου στο ιστολόγιό μας, ειλικρινά αυτό είναι μεγάλη τιμή για μας. Φίλες και φίλοι ως Τρικαλινός νιώθω υπερήφανος που στην πόλη μας υπάρχει ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος του πνεύματος, ο Ηλίας είναι ένας συγκλονιστικός ομιλητής - αφηγητής όσοι διαμένετε στην πόλη των Τρικάλων φροντίστε να παραβρεθείτε σε κάποια ομιλία του και θα καταλάβετε τι εννοώ. Το πιο κάτω κείμενο που ακολουθεί είναι από τον κύριο ΔΕΜΕΡΤΖΗ τον εκδότη της εφημερίδας «Προοδευτική Εύβοια.

Σας χαιρετώ, Επίκουρος ο Γοργογυραίος.

---------------------------------------------------------------------------------------------

Από τον εκδοτικό οίκο «Λιβάνης» κυκλοφόρησε το Μάρτιο 2019 το βιβλίο «ΙΔΕΟπολις», του φίλου συγγραφέα και συνταξιούχου καθηγητή Ηλία Γιαννακόπουλου. Οι ακόλουθες σκέψεις προέκυψαν διαβάζοντας τα κεφάλαιά του – με πολύ ενδιαφέρον πάντοτε – και κάθε φορά με την αίσθηση ότι είμαι ιδεασμένος για το αντικείμενο για το οποίο έγραψε ο Γιαννακόπουλος.

Ο τίτλος ΙΔΕΟπολις παραπέμπει «εις των ιδεών την πόλιν» από το ποίημα «Το πρώτο σκαλί» του Καβάφη (αναφέρεται στην σελ. 27 του βιβλίο του Γιαννακόπουλου).

Αντιγράφω εδώ τους σχετικούς στίχους:

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο

πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι

πολίτης εις των ιδεών την πόλι.

Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι

και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας

που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης».

Σε καιρούς όπου οι τυχοδιώκτες, όχι μονάχα τριγυρνούν στην αγορά, όχι μονάχα γελούν τους πάντες, αλλά και νομοθετούν οι ίδιοι, οι καβαφικοί αυτοί στίχοι φαντάζουν μελαγχολικά αισιόδοξοι. Ωστόσο, πρόκειται για έναν σχετικά νεανικό ποίημα του Καβάφη, που το είχε γράψει 32 χρονών, διατηρώντας, μαζί με την σωματική του ακμή, και την αισιοδοξία του (θα πεθάνει το 1933, στα 70 του, και αφού θα έχει θρηνήσει ποιητικά την χαμένη ωραιότητα, που την εποχή του «πρώτου σκαλιού» ασφαλώς διατηρούσε).

Η αισιοδοξία δεν λείπει και από τον Ηλία Γιαννακόπουλο, ο οποίος συγκέντρωσε σε τόμο με τον τίτλο «ΙΔΕΟπολις» μια σειρά πενήντα τεσσάρων δοκιμίων του, δημοσιευμένων, πριν από την έκδοσή τους σε συλλογικό τόμο, στην ιστοσελίδα «ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ». Εξαρχής, τα κείμενά του ξεχώρισαν, για μένα, μέσα στην πλούσια, ποικίλη και εκλεκτή σοδειά του «Αντικλειδιού», με την ιδιαίτερή τους δομή. Στην πραγματικότητα, δεν βρήκα άλλη δομή σαν των δικών του κειμένων. Από μακριά «τους γνέφουν»κάτι κείμενα ψυχολόγων, που θίγουν «με γενικό τρόπο» τα ζητήματα της δικής τους ειδικότητας. Υποχρεώθηκα, συνεπώς, να εξετάσω τι ήταν το ιδιαίτερο στην φόρμα αυτών των κειμένων, και η εντύπωσή μου ήταν ότι επρόκειτο για δοκίμια περασμένα μέσα από την κλασική, παραδοσιακή – και συκοφαντημένη–φόρμα της έκθεση ιδεών. Και ο Γιαννακόπουλος έχει βαθύτατα ζυμωθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο γραψίματος, λόγω προφανώς του επαγγέλματός του ως παλαιού φιλολόγου.

Έκθεση ιδεών και Δοκιμιακός Λόγος

Έτσι, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ορίσει την συγκεκριμένη φόρμα. Ως «έκθεση» νοείται η παρουσίαση ενός συνόλου στοιχείων σε μια συντεταγμένη σειρά, όπως εκθέτεις τα εκθέματα ενός μουσείου, ή μια συλλογή πινάκων, ή τις τελευταίες εκδόσεις ενός εκδοτικού οίκου. Η έκθεση νοηματοδοτεί, τρόπον τινά, τα πράγματα που εκτίθενται, έτσι ώστε το καθένα να λαμβάνει μιαν«ανάλογη» (με τον εαυτό του, αλλά και με την «σύλληψη» (concept) της έκθεσης θέση). Εδώ, στην «έκθεση ιδεών», συνεπώς, εκτίθενται «ιδέες».

Ως «έκθεση ιδεών», λοιπόν, νοείται η συντεταγμένη παράθεση των ιδεών, κατά τρόπο που να «βγάζει νόημα», καθώς οι ιδέες που εκτίθενται συσχετίζονται η μία με την άλλη, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα υπερκείμενο σχήμα από την κατάταξή τους. Το υπερκείμενο αυτό σχήμα μπορεί να υπάγεται σε υποπεριπτώσεις, όπως το πρόβλημα και η λύση του, ή θέση – αντίθεση – σύνθεση. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδέες, σαν ζωντανά όντα, στον μεταξύ τους συνδυασμό, γεννούν νέες ιδέες.

Οι Μεγάλες Συγκρούσεις

Έτσι, για παράδειγμα, ο Γιαννακόπουλος, στο κεφάλαιό του «Οι Μεγάλες Συγκρούσεις» (σελ. 56-73) οργανώνει σε ζεύγη αντιθέτων φιλοσόφους και επιστήμονες: Ηράκλειτο και Παρμενίδη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, Άνταμ Σμιθ και Καρλ Μαρξ, Αϊνστάιν και Χάιζεμπεργκ. Θέλει προσοχή εδώ το ότι μια τέτοια οργάνωση, όσο κι αν στηρίζεται στα δεδομένα για τον καθένα από τους φιλοσόφους ή επιστήμονες που οργανώνονται σε τέτοια σχήματα, είναι απλοποιητική: επιλέγει τα σημεία του κάθε φιλοσόφου ή επιστήμονα, ο οποίος μπορεί, εξεταζόμενος καθ’ εαυτόν, να δώσει μια διαφορετική εικόνα, πιο ολοκληρωμένη. Η διαφορά του να δεις ολόκληρο τον φιλόσοφο, καθ’ εαυτόν, από το να τον εκθέσεις συγκριτικά με κάποιον άλλο, όπως κάνει ο Γιαννακόπουλος, είναι ότι, με τον πρώτο τρόπο, έχεις μια πολλαπλότητα τρόπων σκέψης και ύπαρξης, λ.χ. είτε κατά τον Πλάτωνα είτε κατά τον Αριστοτέλη, ενώ με την δεύτερη εξέρχεσαι και από τους δύο και κατευθύνεσαι προς μια «καθολική» εικόνα, η οποία θα μπορούσε να είναι και πιο φτωχή από του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, του καθενός ξεχωριστά (είπαμε: η εικόνα του καθενός είναι απλοποιημένη – απλοποιείται και για τις ανάγκες της σύγκρισης, και κατά τη σύγκριση και, ακόμα περισσότερο, μετά την σύγκριση), αλλά, από την άλλη πλευρά, υποκείμενη σε λογισμό, με κατεύθυνση την ενότητα, μία ενιαία και καθολική εικόνα, απαλλαγμένη από τις ιδιαιτερότητες και αντιφάσεις των κατ’ ιδίαν φιλοσόφων και επιστημόνων – ή, τουλάχιστον, με τους τελευταίους να εμπλέκονται σ’ έναν διάλογο μεταξύ τους. Από την σκοπιά της «έκθεσης», ως είδους άμεσης φιλοσοφικής καταγωγής, το εργαλείο ονομάζεται «αφαίρεση», δηλαδή αφαιρείται ο φιλόσοφος, και κρατούνται εκείνα τα στοιχεία που επιλέγονται για τις ανάγκες της σύγκρισης και της κατάταξης. Έτσι, τα πράγματα υπάγονται στους κανόνες μιας φιλοσοφικής λογικής.

Η έκθεση είναι μια φόρμα ολιστική. Το σχήμα μιας έκθεσης είναι, από μιαν άποψη, «ολοκληρωμένο»- έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά μπορεί να αφήνει και ένα άκρο ανοιχτό – να τελείωνει με ορισμένα ζητήματα «ανοιχτά», ή με μια προτροπή για την εφαρμογή στην πράξη.

Η Έκθεση ως μαιευτική μέθοδος

Και πού βρίσκει κανείς τις ιδέες της έκθεσής του; Θυμάμαι, την δεκαετία του ’70, όταν, στο σύντομο πέρασμά μου από φροντιστήριο για τις δικές μου εισαγωγικές, ο φροντιστηριακός φιλόλογος, ο Γιώργος Σουρέλης μας δήλωνε – στο εισαγωγικό του μάθημα – αρκετά παραστατικά, δηλαδή με κίνηση και των χειρών, ότι «οι ιδέες βρίσκονται μέσα μας». Αν είναι έτσι, έχουμε μια καταγωγή του είδους από τον Ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό και, εν προκειμένω, από την Σωκρατική παράδοση της «μαιευτικής». Μόνο που, αντί για έναν Σωκράτη μαιευτήρα, την μαιευτική την κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Εμείς οι ίδιοι ξεγεννούμε τις ιδέες μας.

Κρατάμε την στενή συγγένεια της συγκεκριμένης φόρμας με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, για ορισμένες επισημάνσεις. Κατά πρώτον, η μέθοδος της αναζήτησης των ιδεών εντός δεν είναι αποκλειστική. Εννοείται ότι προηγείται από ή συνοδεύει ένα στάδιο έρευνας σε ιδέες άλλων ή σε πορίσματα της επιστήμης. Όμως, σε μια στιγμή, ο συγγραφέας μιας έκθεσης ιδεών μένει αυτός και οι ιδέες, όπως τις έχει περισυλλέξει. Μπορεί ο εκθέτης να εκθέτει δικές του ιδέες (όπως ο ζωγράφος τους πίνακές του), μπορεί και ιδέες άλλων. Αλλά το υπερκείμενο σχήμα είναι «δικό του», δηλαδή «της έκθεσης», του κειμένου του. Αυτός είναι ένας λόγος και της εχθρότητας που έχει ξεσηκώσει αυτό το είδος (ένας από τους πολλούς). Είναι σαν να σου ζητάνε να πας με τα πόδια εκεί που ο άλλος προσφέρεται να σε πάει με το αυτοκίνητο.

Δεύτερον, η έκθεση ιδεών δεν είναι ένα υποκειμενικό είδος. Είναι αντικειμενική. Αυτό, στο βάθος, υπονοεί έναν συγκεκριμένο «ρεαλισμό» των ιδεών. Δηλαδή ότι οι ιδέες είναι αυτές που είναι, αυτές που ορίζονται, αυτές που καταλαβαίνουμε, αυτές που προκύπτουν, κι έχουν κι από πίσω μιας «αντικειμενική» υπόσταση, όχι της τάξεως, αναγκαστικά του Πλατωνικού ρεαλισμού, αλλά πάντως πάνω τους πατάς σε στέρεο έδαφος – μπορείς και να χορέψεις! Αυτός είναι ένας επίσης λόγος για την εχθρότητα που συναντά το συγκεκριμένο είδος γραφής, από την πλευρά ενός «θετικισμού», ή μιας σχετικότητας, κατά την οποία αν κάτι υπάρχει, αυτό είναι τα «αντικειμενικά» δεδομένα, με άλλα λόγια ό,τι είναι «μετρήσιμο». Οι ιδέες, οι κατατάξεις τους, δεν μπορούν να μετρηθούν, γιατί έχουν να κάνουν με αξίες∙ κι αυτό το πράγμα κουλτούρες ολόκληρες το εχθρεύονται και εργάζονται για να το αποκλείσουν από τον τρόπο του σκέπτεσθαι του σημερινού ανθρώπου.

Λόγος ουμανιστικός

Θα μπορούσε να προστεθεί και κάτι πιο συγκεκριμένο: ότι η έκθεση ιδεών είναι ένα είδος λόγου ουμανιστικό, στραμμένο όχι μόνο προς την γραφή, αλλά και τα γράμματα, που έχει ενσωματώσει, κατά τρόπο περίπου αναπόσπαστο, αξίες όπως του διαφωτισμού (όχι τυχαία, το βιβλίο τελειώνει μ’ έναν ινδιάνικο μύθο για το φως, σελ. 234-238) και της δημοκρατίας (βλ. και το δοκίμιο «Σκέψη – Ελευθερία – Δημοκρατία», στις σελ. 56), και αναφορές στους αρχαίους Έλληνες (βλ. και το αφιερωμένο στην «Φιλοσοφία» κεφάλαιο, σελ. 74-97), Λατίνους και νεότερους «δόκιμους», συγγραφείς (ιδίως φιλοσόφους, λ.χ. Σαρτρ). Έτσι, δεν είναι τυχαίο το ότι, στον τίτλο του βιβλίου, οι «ιδέες» συναρτώνται προς την «πόλη», ως ΙΔΕΟπολις. Η Πολιτεία των Ιδεών συγκροτείται στην Ιδέα της Πολιτείας και η Πολιτειολογία, η οποία στηρίζεται σ’ αυτή τη μέθοδο, είναι συγκεκριμένη και διόλου ουδέτερη. Εδώ εντοπίζεται μια τρίτη ομάδα αντίθεση, ή/και αντιπάθειας προς το συγκεκριμένο είδος. Το να είναι η Πολιτεία ο ορίζοντας και ο προορισμός της γραφής, υποβάλλει ένα είδος λειτουργιστικής θεώρησης των πραγμάτων. Το «άλλως – δύνασθαι – πράττειν» μιας τέτοιας θεώρησης είναι η συγκρουσιακή, δηλαδή αυτή που βλέπει τις κοινωνικές τάξεις σε ασυμφιλίωτη σύγκρουση μεταξύ τους. Συγκριτικά, θεωρείται είδος συντηρητικού καθωσπρεπισμού, επικύρωσης της αυθεντίας – και υποκείμενο στο «σφάλμα σκέψης ενώπιον της αυθεντίας» (authoritybias), είδος ελάχιστα «επαναστατικό».

Η δική μου γνώμη είναι ότι, παρ’ όλο που η συγκεκριμένη φόρμα είναι επιλογή, αυτού του είδους η τακτοποίηση των ιδεών σε μια μορφή με νόημα και παραγωγικότητα, πάνω σε δοσμένο θέμα, με αξίωση ή/και κατεύθυνση αντικειμενικότητας και στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός καθολικού λόγου με πολιτειακό ορίζοντα, συνιστούν μια δομή βαθύτερη σε κάθε σκέψη, και εγγενή σε κάθε λόγο.

Ο Αγγλοσαξωνικός θετικισμός, ένα δόγμα της εχθρότητας σε κάθε είδους ρητορική και με την λατρεία του «μετρήσιμου», εδώ αποτελεί, συγκριτικά, μιαν άλλη επιλογή, η οποία, όσο κι αν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη και σημείο στήριξης κάθε δοκιμίου τύπου «έκθεσης ιδεών», καταντά ευνουχιστική και απάνθρωπη, όταν διεκδικεί αποκλειστικότητα, και καταλήγει πουριτανισμός, έλεγχος της σκέψης και αλλοτρίωση∙ είναι επικίνδυνος.

Προσωπικά, με ελκύει ένα είδος κειμένου όπου ο συγγραφέας εκθέτει μία ιδέα – μία δική του ιδέα – και όχι όλες τις ιδέες γύρω από ένα αντικείμενο∙ ένα πρόβλημα, το οποίο θα παρατίθεται και θα λύνεται, κατ’ ευχήν, με την βεβαιότητα ενός μαθηματικού – καλύτερα: γεωμετρικού – προβλήματος.

Μια εξ ολοκλήρου πρωτότυπη ιδέα, ακόμα κι αν είναι δομημένη με λογική σιδερένια, αλλά πάνω στη βάση: «αυτό είναι, κι αν θέλετε το δέχεστε, αν δεν θέλετε μην το δέχεστε», είναι κάτι το διαφορετικό. Μια «ξυγγραφή», όπου ο συγγραφέας αδιαφορεί πλήρως εάν και πόσοι θα τον διαβάσουν, εάν και πόσοι θα τον δεχτούν, εάν και πόσοι θα το «αγοράσουν», τρόπον τινά, ακόμα κι αν είναι κατά πάντα δομημένη σε φόρμα «έκθεσης ιδεών», εκφεύγει αυτομάτως του είδους.

Λέξεις και Σκέψη

Εν τέλει, η θεμελιώδης υπόθεση της «έκθεσης ιδεών» είναι και το προπατορικό αμάρτημα. Η θεμελιώδης αυτή υπόθεση είναι ότι ο λόγος αντικατοπτρίζει την σκέψη, και η σκέψη τα πράγματα. Το ζήτημα αναπτύσσεται από τον Γιαννακόπουλο στα τρία δοκίμια του Κεφαλαίου «Το βασίλειο των λέξεων», σελ. 28-42 του βιβλίου, που είναι τα εξής: 1. Γλώσσα και κόσμος2. Γλωσσικός διεθνισμός και γλωσσική αφυδάτωση3. Λέξεις και πολιτική εξουσία. Μέσω του λόγου, συνεπώς, κάποιος μπορεί να διερευνήσει και να τακτοποιήσει τα πράγματα – και εν τέλει τα κοινωνικά/πολιτικά πράγματα, αφού στην κοινωνία και στην πολιτική εκβάλλει, εν τέλει, ο δοκιμιακός λόγος. Συναφώς, και ο άνθρωπος ορίζεται κοινωνικά και αναλαμβάνει την κοινωνική του ευθύνη μέσω μιας λέξης (ίσως και μέσω περισσοτέρων λέξεων): του ονόματός του (αντίστοιχα: πατρωνύμου, πατρίδας, και όσων τυχόν άλλων στοιχείων κριθούν αναγκαία – βλ. δοκίμιο με αναφορά στο επεισόδιο του Οδυσσέα στο νησί των Κυκλώπων, «Ούτις, ο Κανένας: από το σκοτάδι στο φως», σελ. 90-94).

Αντίδοτο στην Χειραγώγηση

Πρέπει να ενισχύεται κάθε φορά το στοιχείο της αντικειμενικότητας. Παραίτηση από την θεμελιακή δομή της έκθεσης – που είναι η σκέψη δια του λόγου για την ρύθμιση μιας πράξης – σημαίνει παραίτηση από μια θεμελιακή ανθρώπινη ιδιότητα, όπως το περπάτημα. Και τελικά ο άνθρωπος θα έχει αναπτύξει την σχετική αναπηρία, αντί γι’ αυτόν θα σκέφτονται άλλοι. Αντίθετα, μια καθαυτό ανάπτυξη της δοκιμιακής σκέψης – ως ελεύθερης και αυτεξούσιας – αποτελεί ένα εκ προοιμίου αντίδοτο σε προβλήματα χειραγώγησης της σκέψης, την «μετα-αλήθεια» και την «προπαγάνδα» (σελ. 144-151). Στην πραγματικότητα, ένας βαθύτερος λόγος της αντιδημοφιλίας της μορφής αυτής λόγου – και σκέψης – είναι ότι θεωρείται ότι είναι εγγενώς συνδεδεμένη με αξιακές δομές μιας πιο στέρεης κοινωνικότητας, οι οποίες δεν «αποδίδουν» σε μια ατομοκεντρική κοινωνία. Η αποκήρυξη της μορφής, δηλαδή, είναι όχημα της επιλογής μιας ατομικής πορείας, προς μια ατομικά ορισμένη «επιτυχία».

Η τεχνική της μεσότητας

Ο Γιαννακόπουλος στα δοκίμιά του έχει μια μάλλον αριστοτελική δομή. Επιλέγει το θέμα του, εκθέτει τις αντίθετες απόψεις που έχουν εκτεθεί (από άλλους) πάνω στο θέμα αυτό, και αναζητά μια λύση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μεσότητα», αριστοτελικού τύπου, με τον τρόπο του, λ.χ. ανάμεσα στο θράσος και την δειλία, η μεσότητα είναι η ανδρεία. Έτσι, λ.χ. ανάμεσα στην τυραννία των «ιδεολογιών» («ιδεοληψία») και στο «άλλο άκρο», το «ιδεολογικό κενό», προκρίνεται η «ανεκτικότητα (της κάθε ιδεολογίας) προς τις άλλες ιδεολογίες» («Το τέλος των ιδεολογιών», σελ. 13-17). Η μεσότητα ανάμεσα στο «να θεωρείς ως δεδομένα κα αδιαμφισβήτητα τα σύνθετα πνευματικά φαινόμενα» (δικαιοσύνη, ελευθερία κ.τ.λ.) και στο «να θεωρείς τα πάντα ως αδιάγνωστα και απροσδιόριστα», είναι η αμφισβήτηση (μεσότητα ανάμεσα στον άκρατο δογματισμό και τον απερίσκεπτο σκεπτικισμό («Σκέψη και αμφισβήτηση», σελ. 46-49). Ο «ρεαλισμός» εντοπίζεται ως μεσότητα, ανάμεσα στην διαρκή εξέγερση (ή/και αυταπάτη) της «ελευθερίας» και στην μοιρολατρική υποταγή στην «αναγκαιότητα» (κεφάλαιο «Ελευθερία», σελ. 108-122 του βιβλίου). Και με τον σκεπτικισμό διαπλέει ο Γιαννακόπουλος τις συμπληγάδες της πολιτικής (σελ. 123-143): την πολιτική ανυπακοή (ανάμεσα στην απόλυτη νομιμοφροσύνη και την γενική ανυπακοή στον νόμο), τον Μάη του ’68 (ανάμεσα στον κομφορμισμό και την ολική άρνηση ή μηδενισμό), τον ναζισμό και τον κομμουνισμό (η ιδεολογία κρίνεται χωριστά από την εφαρμογή της στην πράξη), τον λαϊκισμό και τον φόβο.

Επιμύθιο

Σε μια κάτοψη, ο αναγνώστης του βιβλίου του Γιαννακόπουλου νοιώθει ότι βγαίνει από το βιβλίο (κάθε φορά που το ανοίγει και κοιτάει, ή ξανακοιτάει, διαβάζει ή ξαναδιαβάζει τα δοκίμιά του) έχοντας κάνει μια προκαταρκτική διερεύνηση σε μια σειρά ζητημάτων του σύγχρονου κόσμου, και έχοντας αποσπάσει έναν χάρτη του κόσμου και των ιδεών – κάπως ρευστό, όπως ρευστός είναι και ο κόσμος – και μια μεθοδολογία προσέγγισης του κόσμου, μέσω των λέξεων και της ελευθερίας της σκέψης. Έχει «δειχτεί», και ο αναγνώστης υποχρεούται να το δεχτεί, ότι η προσέγγιση του κόσμου γύρω μας και του κόσμου των ιδεών με όργανο την γλώσσα και τις λέξεις, μπορεί να απολήξει σε σχήματα ευρύτερου κύρους, δηλαδή ότι, όσο πιο ελεύθερη γίνεται η σκέψη, τόσο πιο πειστικά – και, στο μέτρο αυτό, υποχρεωτικά – τα προϊόντα της.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με ένα συμπυκνωμένο λόγο περιγράφεται ο βηματισμός του διαχρονικού ανθρώπου με νομοτελειακό προορισμό να καταστεί πολίτης στην Ιδεών την Πόλιν, την «ΙΔΕΟπολη».

«Οι ιδέες δεν είναι μόνο εργαλεία γνώσης, αλλά κτητικές οντότητες.

Οι ιδέες μάς χειραγωγούν περισσότερο από ό,τι τις χειραγωγούμε εμείς»

(Εντγκάρ Μορέν)

«Είμαστε όλοι – άνθρωποι, κοινωνίες, πολιτισμός – γεννήματα των ιδεών, από τη στιγμή που εμείς, ως δημιουργοί τους, τις χρησιμοποιούμε για να αποκωδικοποιήσουμε την πραγματικότητα. Κάθε πνευματικό μας βήμα εμπεριέχει μια ιδέα ως πλοηγό. Οι ιδέες μάς καθορίζουν, αλλά και μάς χαρακτηρίζουν.

Οι λέξεις μας, οι συγκρούσεις μας, η φιλοσοφία μας, ο πατριωτισμός μας, η ελευθερία μας, η πολιτική μας συμπεριφορά, οι μηχανισμοί χειραγώγησης, ο τρόπος που ερμηνεύουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, το μέγεθος της αγωνιστικότητάς μας, το πώς βλέπουμε τον ρόλο και τη θέση μας στη ζωή και στην κοινωνία, το πώς αντιδρούμε στα σύγχρονα φαινόμενα, το πώς ορίζουμε το χρέος των πνευματικών ανθρώπων, την ευθύνη μας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και, τέλος, το πώς χειριζόμαστε τον χρόνο είναι πλημμυρισμένα από τις ιδέες και τα παράγωγά τους.

Είμαστε όλοι πολίτες στων «Ιδεών την πόλιν», στην ΙΔΕΟ-πολη. Οι ιδεολογίες, οι ιδεοληψίες, τα ιδεολογήματα, τα ιδανικά, τα ιδεώδη και ο ιδεαλισμός  διαποτίζουν κάθε ενέργειά μας και συνθέτουν με έναν μυστηριακό τρόπο, την τοιχογραφία τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων κοινωνιών.

Χωρίς φανατισμούς, δόγματα και προκαταλήψεις τα δοκίμια του βιβλίου μπορούν να βοηθήσουν να δούμε την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας και της ζωής. Οδηγός μας η επινοητικότητα του Οδυσσέα, η «αυθάδεια»του Θερσίτη, η προσπάθεια του Σίσυφου και βέβαια το Απολλώνειο φως. Γιατί σύμφωνα και με τον Αισχύλο «φάος σκότω αντίμοιρον».

Κωστής Δεμερτζής

Εκδότης της εφημερίδας

«Προοδευτική Εύβοια