Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.3.21

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 21 Μαρτίου 2021 Ημέρα Ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Τερψιχόρη.

 «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.

Στο ποίημα επιχειρούνται δύο υπερβάσεις: Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό. Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο. Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Όταν, λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο τεχνίτης: Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.

Τα αντικλείδια

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

ð Πολλές είναι οι απόπειρες των ποιητών να ορίσουν την ποίηση:
Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος (Βαλερύ).
Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου (Εμπειρίκος).
Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε (Καρυωτάκης).
ð Να προσεχθεί πως ενώ το κλειδί είναι ένα, τα αντικλείδια είναι πολλά.
Σχόλιο
Το ποίημα είναι ένας μύθος για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτεία στον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Αξίζει να προσεχθεί ότι το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος) και γίνεται έτσι το ίδιο φορέας της εμπειρίας που περιγράφει.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.co

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Υπατία.

 Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»


Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.

(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνθέτει ένα ποίημα ποιητικής στο οποίο πραγματεύεται τόσο τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και τη στάση του ποιητή απέναντι σε ό,τι αποτελεί το πρωτογενές υλικό της τέχνης του.
Η πρώτη στροφή ξεκινά με τη διαπίστωση του ποιητή πως όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολα είναι τα ποιήματα, πόσο εξαντλητικά απαιτητική είναι η σύνθεση και η δημιουργία ποίησης. Αν σηκώσεις, μας λέει ο ποιητής τις λέξεις των ποιημάτων, αν προσπαθήσει δηλαδή κάποιος να ελέγξει τα συστατικά στοιχεία του ποιήματος, θα εντοπίσει τη θλίψη που κρύβουν. Μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός ανθρώπου, που σε μια νύχτα αγωνίας τα έχει καταπονήσει σφίγγοντάς τα.
Μια παρομοίωση οικεία για κάθε άνθρωπο που έχει πονέσει κι έχει ενστικτωδώς σφίξει τα σκεπάσματα του κρεβατιού, σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση της ψυχής του.
---------------------------------------------------------

- Το βουνό ολόκληρο, αποβραδίς ήδη, στον αέρα βολόδερνε,

έτσι που τα δέντρα ησυχία δεν βρίσκαν,

ώσπου η νύχτα σιγά σιγά στην αγκαλιά της τα συνεπήρε.


Τίποτα πια δεν ακουγόταν μα ούτε και φαινόταν.

Την άλλη μέρα μονάχα προς το μεσημέρι

νέκρα απλωνόταν παντού

και αίμα από τραυματισμένο αγρίμι που πάει στη φωλιά του 

πάνω στο χιόνι.

 

-Ναι, τους είδα και έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,

όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων 

που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια·

και ήταν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,

με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους.

 

- Έβαλαν ένα κερί πάνω σε ένα τραπέζι

-μνημόσυνο ποιητού-

και μαζεύτηκαν πέντ' έξι εφτά -ποιητές κι αυτοί-

και διάβαζαν, διάβαζαν ποιήματα του χαμένου,

και ολόλυζαν και χειροκροτούσαν και δάκρυζαν 

και φώναζαν και αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,

και χειροκροτούσαν και φώναζαν και αλάλαζαν 

ξανά, ξανά, ξανά και ξανά. 

Σκύλοι που έκλαιγαν σκύλο. 
Κρυφός κυνηγός,  Κέδρος, 2010
----------------------------------------------

Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.

Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010 




ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ τρία ποιήματα. 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Ελπινίκη.

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα

ας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί
να πιούμε τη βροχή

Μια που εμείς σ’ όποια στέγη αράξουμε
σ’ όποιαν αυλή
ο άνεμος χαλνάει τον ουρανό τα δέντρα
κι η στείρα γη
μέσα σ’ εμάς βουλιάζει

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα
ας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί

να πιούμε τη βροχή


Γιώργος Σαραντάρης «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»


Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.

Ο Γιώργος Σαραντάρης θέλοντας να τονίσει τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο των ποιητών προσεγγίζει το θέμα του μέσω ενός αρνητικού ορισμού, παρουσιάζοντας έτσι, όχι ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητή, αλλά τι σημαίνει να μην είναι κάποιος ποιητής. Με την προσέγγιση αυτή η ιδιαίτερη προσφορά των ποιητών δίνεται με μεγαλύτερη έμφαση, καθώς ο αναγνώστης σε κάθε αρνητική διατύπωση αναζητά νοητά το αντίθετό της, για να σχηματίσει στη σκέψη του τον πλήρη ορισμό του ποιητή.
Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ τις σκέψεις που καταγράφει ο Σαραντάρης οι ποιητές δε νοούνται πλέον ως πνευματικοί άνθρωποι που απέχουν από τα ζητήματα της καθημερινότητας, ασχολούμενοι αποκλειστικά με το ποιητικό τους έργο. Οι ποιητές κατέχουν πια πρωταρχικό ρόλο στους αγώνες της κοινωνίας, πρωτοστατούν στον αγώνα της ζωής και μέσα από το έργο τους καθοδηγούν και τους άλλους ανθρώπους, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Οι ποιητές, ως ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της πραγματικότητας, αντιλαμβάνονται γοργά τις επερχόμενες εξελίξεις και φροντίζουν μέσω του έργου τους για την αφύπνιση των συνανθρώπων τους. Οι ποιητές δε στέκουν ως αμέτοχοι παρατηρητές, αλλά με αυξημένη αίσθηση καθήκοντος, καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα και δίνουν μιαν αδιάκοπη μάχη ενάντια σ’ εκείνους που επιχειρούν την εκμετάλλευση και την υπονόμευση των πολιτών. Πηγή. latistor.gr

ΜΙΛΩ

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν

Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει.

16.3.21

Το Πρόσωπο και το Προσωπείο στην ποίηση. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 1.  «Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους

μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία∙              

και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους

χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία», (Κ. Καβάφης)

 

                            2.   «Α ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τό ‘ξερα…

Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή

μέσα στο ψέμα»,(Μ. Αναγνωστάκης)

 

3.  «Με το ένα πρόσωπο στον καθρέπτη

και το άλλο είναι προσωπείο κενό», (Νανά Ησαΐα)

 

Κάθε προσπάθεια να οριστεί ο άνθρωπος ως πολυσύνθετη ύπαρξη αναπόφευκτα προσκρούει στην ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η έννοια του «προσώπου» ως πυρηνικού στοιχείου της ταυτότητάς του. Αν και μεθοδολογικά οι περισσότεροι συμφωνούν με την αναγκαιότητα αυτή, διαφωνούν, όμως, για το περιεχόμενο του προσώπου και τους παράγοντες που το διαμορφώνουν. Μερικοί θεωρούν πως το ανθρώπινο πρόσωπο είναι προϊόν των εσωτερικών παραγόντων (κληρονομικότητα…). Στη θέση αυτή αντιπαρατίθεται η άποψη των κοινωνιολόγων ή και ψυχολόγων που προβάλλουν εμφαντικά τον αποφασιστικό ρόλο των εξωγενών παραγόντων (κοινωνία, οικονομικές σχέσεις…) στη διαμόρφωση του ανθρώπινου προσώπου.


Ωστόσο και οι δύο πλευρές συμφωνούν πως τα κατεξοχήν στοιχεία που συνθέτουν το «πρόσωπο» ενός ανθρώπου είναι: Η μοναδικότητα, η ελευθερία, ο αυτοπροσδιορισμός, η αυτονομία, η τάση για διαρκή εξέλιξη. Ο AMaslow τονίζει το στοιχείο της αυτοπραγμάτωσης: «Το αυτο-πραγματούμενο ον». Σε τελευταία ανάλυση το ανθρώπινο πρόσωπο συνιστά μία δημιουργική ενότητα που τείνει στην αυτο-ολοκλήρωσή του. Είναι ένα στοιχείο – γεγονός «εν τω γίγνεσθαι» και όχι μία παγιωμένη κατάσταση.

Η αντιμαχία Προσώπου και Προσωπείου

Η προσέγγιση, όμως, της έννοιας του προσώπου και ο ακριβής προσδιορισμός του προϋποθέτει τη διάκρισή του από την έννοια προσωπείο (persona). Το δεύτερο συνοδεύει μόνιμα το πρώτο και συνδέεται άμεσα μαζί του και αποτυπώνει με ενάργεια τους ρόλους του ατόμου αλλά και τις συλλογικές επιταγές – απαιτήσεις της κοινωνίας από αυτό. Το δύσκολο είναι να διακρίνουμε τα όρια Προσώπου και Προσωπείου, γιατί σε πολλούς ανθρώπους – συνειδητά ή ασυνείδητα – υπάρχει μία δυναμική ταύτισης αυτών των δύο.

«Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φορά για πολύν καιρό ένα πρόσωπο για τον εαυτό του και ένα διαφορετικό για τον πολύ κόσμο, χωρίς να μπερδευτεί τελικά για το ποιο από τα δύο είναι το αληθινό».

(Nathaniel Hawthorne)

Ανάμεσα στο πρόσωπο και το προσωπείο διεξάγεται μία πάλη με θύμα την αυθεντικότητα και την ψυχική ισορροπία του ατόμου – υποκειμένου. Είναι ο αγώνας του «Είναι» και του «φαίνεσθαι». Το πρόσωπο – το «είναι» αποτυπώνει την εσωτερική διάσταση του ανθρώπου, ενώ το προσωπείο την εξωτερική, την κοινωνική. Το ιδιωτικό συμπλέκεται, συντίθεται και συγκρούεται με το κοινωνικό. Πρόκειται για μία πάλη διαρκείας, αφού ο άνθρωπος συνιστά ένα προϊόν των κοινωνικών του σχέσεων, σύμφωνα και με την μαρξιστική σχολή.

Ο άνθρωπος καθημερινά έρχεται αντιμέτωπος με δύο διαφορετικές ανάγκες. Θέλει να είναι γνήσιος και αυθεντικός και να αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον εαυτό του. Ωστόσο στην επικοινωνία του με τους άλλους προβάλλει η ανάγκη του προσωπείου για να «αρέσει». Απώτατος στόχος η κοινωνική αποδοχή. Γιατί ο άνθρωπος «Ένεκεν των άλλων» υπάρχει. Αυτή η αναντιστοιχία «Είναι» και «φαίνεσθαι», προσώπου και προσωπείου φθείρει το άτομο και το αλλοιώνει – εξουθενώνει ψυχικά.

«Κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι…

κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του»

(Κ. Καβάφης) 

Το προσωπείο ως καταφύγιο

Το προσωπείο έχει πολλές μορφές, αφού στόχος του είναι να αποκρύψει την πραγματικότητα και να αναδείξει μία άλλη – την επιδιωκόμενη και επιθυμητή για τον φορέα. Το προσωπείο – ή αλλιώς η μάσκα – μπορεί να είναι λεκτικό, ιδεολογικό, πολιτικό, ηθικό… Θύμα η αλήθεια και νικητής η προσποίηση, το ψεύδος και η υποκρισία. Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις που η συχνή χρήση του προσωπείου προκαλεί εθισμό στο υποκείμενο με αποτέλεσμα την αλλοτρίωση και τη μαζοποίησή του.

Για πολλούς, ωστόσο, το προσωπείο είναι το προσωπικό καταφύγιο, μία μορφή άμυνας και πηγή ελευθερίας. Ο απελευθερωτικός ρόλος του προσωπείου εντοπίζεται στις ευκαιρίες και στις δυνατότητες που εξασφαλίζει στο άτομο να εξωτερικεύσει εκείνα τα στοιχεία που μένουν ανεκδήλωτα λόγω των κοινωνικών «απαγορεύσεων». Πολλές φορές, δηλαδή, ο άνθρωπος εκφράζεται περισσότερο μέσα από το προσωπείο και λιγότερο από το πρόσωπο.

«Για να ‘μια ευχάριστος σε όλους,

- κι ακόμα και στον εαυτό μου –

έκρυψα πάντοτε με μάσκες

που αρέσουνε το πρόσωπό μου».

(Κ. Ουράνης)

Χαρακτηρολογικά οι άνθρωποι που αρέσκονται στο προσωπείο είναι οι συναισθηματικά ανασφαλείς, οι πνευματικά ατροφικοί, οι κοινωνικά φοβισμένοι, οι ψυχικά πένητες, οι οκνηροί και όσοι υπολείπονται σε δημιουργικότητα. Είναι οι δειλοί που αρνούνται να συμβιβαστούν με τον εαυτό τους ή να τον διορθώσουν. Είναι τα κακέκτυπα μιας κοινωνίας ή τα πιστά φωτοαντίγραφά της. Είναι αυτοί που ντρέπονται για τον εαυτό τους και αδυνατούν να δημιουργήσουν. Ο Νίτσε το είδε πιο καθαρά:

«Όσο μεγαλύτερη είναι η ουσία της πραγματικότητας και η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, τόσο αναπηδάει από τα μέσα προς τα έξω η φυσιογνωμία του. Όταν είναι μικρή η δημιουργική δύναμη, η προσωπικότητα διαπλάσσεται από τα έξω προς τα μέσα και διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της παράδοσης του ειδώλου του παρελθόντος, της κοινωνίας και της κοινής γνώμης».

Υπάρχουν άνθρωποι που μισώντας το πρόσωπό τους, δημιούργησαν το προσωπείο τους και ταυτίστηκαν με αυτό. Οικοδόμησαν τη ζωή τους στο ψέμα, στο κίβδηλο και στο ετερογενές. Είναι θλιβερό να μην μπορείς ή να αποφεύγεις συνειδητά μία ειλικρινή επικοινωνία με το εσώτερο είναι σου. Πόσο υποφερτό είναι να αρνείσαι τον εαυτό σου υπακούοντας σε εξωγενείς πιέσεις και κοινωνικά πρότυπα ζωής;

«Πόσα προσωπεία φοράμε, κι άλλα πόσα κάτω απ’ αυτά/

στην όψη πάνω της ψυχής μας;/ …Η μάσκα η αληθινή δεν ξέρει ότι βρίσκεται πίσω απ’ την άλλη μάσκα/

αλλά κοιτάζει μέσα της, με μάτια όμοια μασκαρεμένα».

(Πεσόα)

Ας πέσουν οι μάσκες

Βέβαια το προσωπείο, τη μάσκα, την κουκούλα δεν τη φορούν μόνο οι κλέφτες, οι κακοποιοί και οι τρομοκράτες. Τη φορούν και οι φιλήσυχοι και όσοι προβάλλονται ως σωτήρες και μαχητές της αλήθειας, της προόδου, της ισότητας, της δημοκρατίας και «ευτυχίας» της ανθρωπότητας. Πολλές φορές είναι δύσκολο να υποψιαστούμε το τι κρύβεται πίσω από αυτές τις μάσκες. Τους σκοπούς και τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις τους.

 

Είναι το απεχθές πρόσωπο του «προσωπείου» που παραμορφώνει την πραγματικότητα και υπηρετεί ανήθικους και αντικοινωνικούς στόχους. Διαβρώνει όχι μόνο τα βάθρα της προσωπικής μας ελευθερίας και αυτονομίας, αλλά αποδυναμώνει και τις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Εθίζει, δηλαδή, άτομα και κοινωνία στην υποκρισία και στο ψευδεπίγραφο. Χρέος η αποκάλυψη των προσωπείων και των ανομολόγητων επιδιώξεων των φορέων τους. Οι στίχοι του ποιητή Λειβαδίτη είναι πάντα επίκαιροι:

«Εξάλλου μια σειρά από μάσκες κρέμονται/ στην τοίχο, που τις χρησιμοποιήσαμε μάσκες/ άλλοτε για ν’ αρέσουμε ή να ωφεληθούμε/ κι άλλοτε μονάχα από συνήθεια ή σαν την αυτόματη κίνηση…/ Όμως οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν…/ και τότε θα φανεί αυτό το ανύπαρκτο/ πρόσωπο που υπήρξαμε…».

 Ας πέσουν, λοιπόν, οι μάσκες… 

­  Χρήσιμα ποιήματα – ποιητές:  

1.    Κ. Καβάφης: α. Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης, β. Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, γ. Φιλέλλην.

2.    Μ. Αναγνωστάκης: Επιτύμβιον.

3.    Κ. Ουράνης: Μάσκες.

4.    Τ. Λειβαδίτης: Οι τελευταίοι.

5.    Νανά Ησαΐα: Μέρες και νύχτες χωρίς σημασία.

6.    Πεσόα.

 

 

    ****    Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 21 ΜΑΡΤΙΟΥ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Ιφιγένεια.

 Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τι ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τι λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ

Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ.

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
---------------------------------------------
Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω
Απ’ το βουνό ψηλά.
Στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
Απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους ..

ΚΑΝΤΖΑ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ημέρα Κυριακή της τυρινής