Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.3.21

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Υπατία.

 Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»


Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.

(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνθέτει ένα ποίημα ποιητικής στο οποίο πραγματεύεται τόσο τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και τη στάση του ποιητή απέναντι σε ό,τι αποτελεί το πρωτογενές υλικό της τέχνης του.
Η πρώτη στροφή ξεκινά με τη διαπίστωση του ποιητή πως όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολα είναι τα ποιήματα, πόσο εξαντλητικά απαιτητική είναι η σύνθεση και η δημιουργία ποίησης. Αν σηκώσεις, μας λέει ο ποιητής τις λέξεις των ποιημάτων, αν προσπαθήσει δηλαδή κάποιος να ελέγξει τα συστατικά στοιχεία του ποιήματος, θα εντοπίσει τη θλίψη που κρύβουν. Μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός ανθρώπου, που σε μια νύχτα αγωνίας τα έχει καταπονήσει σφίγγοντάς τα.
Μια παρομοίωση οικεία για κάθε άνθρωπο που έχει πονέσει κι έχει ενστικτωδώς σφίξει τα σκεπάσματα του κρεβατιού, σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση της ψυχής του.
---------------------------------------------------------

- Το βουνό ολόκληρο, αποβραδίς ήδη, στον αέρα βολόδερνε,

έτσι που τα δέντρα ησυχία δεν βρίσκαν,

ώσπου η νύχτα σιγά σιγά στην αγκαλιά της τα συνεπήρε.


Τίποτα πια δεν ακουγόταν μα ούτε και φαινόταν.

Την άλλη μέρα μονάχα προς το μεσημέρι

νέκρα απλωνόταν παντού

και αίμα από τραυματισμένο αγρίμι που πάει στη φωλιά του 

πάνω στο χιόνι.

 

-Ναι, τους είδα και έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,

όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων 

που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια·

και ήταν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,

με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους.

 

- Έβαλαν ένα κερί πάνω σε ένα τραπέζι

-μνημόσυνο ποιητού-

και μαζεύτηκαν πέντ' έξι εφτά -ποιητές κι αυτοί-

και διάβαζαν, διάβαζαν ποιήματα του χαμένου,

και ολόλυζαν και χειροκροτούσαν και δάκρυζαν 

και φώναζαν και αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,

και χειροκροτούσαν και φώναζαν και αλάλαζαν 

ξανά, ξανά, ξανά και ξανά. 

Σκύλοι που έκλαιγαν σκύλο. 
Κρυφός κυνηγός,  Κέδρος, 2010
----------------------------------------------

Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.

Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010 




Δεν υπάρχουν σχόλια: