Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.3.21

Οι μεγάλες συγκρούσεις: Ηράκλειτος vs Παρμενίδης. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Ο ήλιος, καθάπερ ο Ηράκλειτος φησί, νέος εφ’ ημέρη εστίν»1

(Ηράκλειτος)

«Ως ουκ έστιν τε και ως χρεών έστι μη είναι»2

(Παρμενίδης)

Το περιεχόμενο και η μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού καθορίστηκαν όχι τόσο από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα μεγάλα ερωτήματα (αρχή του κόσμου, το εφικτόν της γνώσης, η ύπαρξη του Θείου) αλλά από τις μεγάλες «συγκρούσεις» φιλοσόφων και επιστημόνων. Συγκρούσεις που ανέδειξαν την αγωνία του ανθρώπινου όντος να προσδιοριστεί σε σχέση με το περιβάλλον του. Οι συγκρούσεις αυτές άλλοτε εκφράστηκαν σε βίαιες κοινωνικές – πολιτικές ανακατατάξεις κι άλλοτε παρέμειναν σε καθαρά θεωρητικό – πνευματικό επίπεδο. Όσο κι αν οι πρώτες κατέχουν προνομιούχα θέση στο ενδιαφέρον των μελετητών (ιστορικών, κοινωνιολόγων…) δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος των δεύτερων, γιατί αυτές προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της πνευματικής δουλείας και του πρωτογονισμού.

 

Ειδικότερα οι «μεγάλες συγκρούσεις» αφορούν την προσπάθεια να οριστεί εκείνο το στοιχείο που συνιστά την αρχή του κόσμου αλλά και εκείνο το στοιχείο που καθορίζει τη βαθύτερη δομή και μορφή του κόσμου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) πυροδότησε όχι μόνο απλές διαμάχες αλλά και «γιγαντομαχίες» περί της ουσίας των όντων. Και όλα αυτά γιατί η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»(Ηράκλειτος). Για να επιτευχθεί, λοιπόν, η αποκωδικοποίηση των αφανών διαδρομών της βαθύτερης ουσίας του όντος και του κόσμου απαιτήθηκε ο ορθολογισμός, η διαίσθηση και η παρατήρηση.

Χρειάστηκε μια πνευματική επανάσταση, ένα πέρασμα από το «Μύθο στο Λόγο» και μια απόρριψη των κοσμογονικών μύθων που συντηρούσαν το πνευματικό σκότος και εμπόδιζαν την κριτική σκέψη. Πρωταγωνιστές των μεγάλων αυτών συγκρούσεων υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης αλλά και ο Πλάτων με τον Αριστοτέλη αποτελούν ιστορικά τα πιο εμβληματικά ζεύγη αυτών των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων που καθόρισαν καταλυτικά την επιστημονική πρόοδο και την πνευματική πορεία του ανθρώπου.

Ηράκλειτος vs Παρμενίδης

Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης έζησαν την ίδια εποχή αλλά είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι συναντήθηκαν (540 – 480 π.Χ./ 515 – 440 π.Χ.). Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι μελετητές τους κατέταξαν στα άκρα ενός δίπολου πνευματικού αγώνα. Ο «αγώνας» είχε ως αντικείμενο τον ορισμό του «είναι»του «όντος» αλλά και το ακανθώδες θέμα της αλλαγής. Ο μεν Ηράκλειτος αντιπροσωπεύει την Ιωνική σχολή που τάσσεται υπέρ της πολλαπλότητας του κόσμου, ενώ ο Παρμενίδης εκφράζει με τη σκέψη του την Ελεατική σχολή που προβάλλει ως αξίωμα την ακινησία και το μονισμό του όντος. Οι πλουραλιστές (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) πίστευαν ότι τα πάντα είναι γέννημα της κοσμικής «ροής» και της κίνησης, ενώ οι μονιστές (Παρμενίδης, Μέλισσος..) θεωρούσαν ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερότητα και ενότητα.

Ηράκλειτος: Ο φιλόσοφος της αλλαγής

«Μεταβάλλον αναπαύεται»3

Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος. Ο Ηράκλειτος εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης ενώ ο Παρμενίδης πίστευε πως η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια της σκέψης (έννοιες….).

 

  Ειδικότερα, η σκέψη του Ηράκλειτου κινήθηκε πάνω σε δυο βασικούς άξονες: Α. Στην αφανή «ενότητα» των όντων και Β. στο αέναο «γίγνεσθαι» των πάντων. Και τα δυο βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση και ισορροπούν ακολουθώντας το «λόγο» και το «μέτρο». Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα «ην αεί και εστίν και έσται» .Αντί ο Ηράκλειτος να πει πως ο κόσμος είναι αιώνιος χρησιμοποιεί και τους τρεις χρόνους του ρήματος κι έτσι μας φανερώνει τη σχέση του κόσμου με το χρόνο. Εδώ βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, αφού ο πρώτος δεν αναγνωρίζει ούτε τον Παρατατικό ούτε το Μέλλοντα. Το ον είναι αιώνιο, επειδή υπάρχει «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν», (Παρμενίδης).

  Ωστόσο, ο Εφέσιος φιλόσοφος καθιερώθηκε ως ο εκφραστής της αέναης κίνησης του κόσμου μέσα από την εμβληματική θέση «Τα πάντα ρεί, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», ή με το παράδειγμα του ποταμού «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Βέβαια το σημαντικότερο δεν ήταν η θέση περί της αιωνίου αλλαγής αλλά η επισήμανση της βασικής αιτίας που προκαλεί αυτήν. Το βασικό αίτιο για το σκοτεινό φιλόσοφο ήταν η πάλη των αντιθέτων. Ο «πόλεμος», ο «κεραυνός» και η «έρις»είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος για να αποδώσει την ενότητα των αντιθέσεων που πυροδοτούν την κίνηση και την αλλαγή. Η αλλαγή, όμως, και η κίνηση υπακούουν στο «λόγο» και στο «μέτρο» που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί κανόνες του σύμπαντος «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι  εξευρήσουσιν»4

 

Παρμενίδης: Ο φιλόσοφος της ακινησίας

«Έστι γαρ είναι μηδέν δ’ ουκ έστιν»5

Σε όλα τα παραπάνω αντιτάσσεται η φιλοσοφία του Παρμενίδη. Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτοςάχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του. Απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβλητότητα, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος. Και όλα αυτά γιατί «ως αγένητον εόν και ανώλεθρον εστιν, ούλον μουνογενές τε και ατρεμές ηδέ τέλειον. Ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν ομού παν εν, συνεχές»6. Ο Παρμενίδης αρνείται την κίνηση και την αλλαγή μέσα από ένα διλημματικό ερώτημα «Πως μπορεί ένα πράγμα να αλλάζει χωρίς να χάνει την ταυτότητά του;».  


  Μια άλλη αντίθεση που διακρίνει τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου προς εκείνη του Παρμενίδη είναι και η εμμονή του δεύτερου στην «αλήθεια» που απορρέει από τη νόηση και όχι από τις αισθήσεις και τη «δόξα». Για τον Παρμενίδη «το γαρ αυτό νοείν εστιν τε και είναι». Το «μη ον»δεν μπορείς ούτε να το γνωρίσεις, γιατί δεν είναι γνώσιμο , ούτε και να το ονομάσεις. Για τον Παρμενίδη το κενό είναι το «μηδέν», το τίποτε. Και αφού το «μηδέν ουκ έστιν», τότε και το κενό δεν μπορεί να υπάρχει.

Επιμύθιο

Με τον παραπάνω τρόπο – κάπως σχηματικά – έχει προχωρήσει η αρχαία σκέψη (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση): Από τον Ιωνικό Υλισμό και τη διαλεκτική του Ηράκλειτου στη στατική θεώρηση του Παρμενίδη. Αργότερα ο Εμπεδοκλής συνδύασε και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα/φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος). Σε κάποιο σημείο αυτής της διαπάλης (Ιώνων και Ελεατών) θα εμφανιστεί ένα άλλο ζεύγος αντιπάλων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ο ακίνητος κόσμος του Παρμενίδη αλλά ο κόσμος του Ηράκλειτου. Η σκέψη μας, όμως, και όλο το νοητικό μας οικοδόμημα, ως πνευματικών όντων, έχει Παρμενίδεια  βάθρα.

  Άρα η επιστήμη θα δικαιώσει το «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι»7 του Παρμενίδη ή  τη θέση του Ηράκλειτου «και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών»8;

 

 ***ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

­1«Ο ήλιος, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, κάθε μέρα είναι καινούργιος».

­2«Πως το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει».

­3«Στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση».

­4«Ο ήλιος δεν θα υπερβεί το μέτρο∙ διαφορετικά οι Ερινύες οι βοηθοί της δικαιοσύνης θα τον βρουν».

­5«Γιατί το Είναι υπάρχει, το μηδέν όμως δεν υπάρχει».

­6«Το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλα μαζί, ένα, συνεχές».

­7«Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει».

­8«Ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια – την σύγκρουση και την ανάγκη».

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από την Φαίδρα.

 Ν' ΑΚΟΥΣ

Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.


[ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ III]

Γιατί ἔχω μέσα μου ἕνα νεκρό πουλί κι ἐσύ τό λυπᾶσαι
Γιατί μοῦ κρατάς τά χέρια καί τά δικά σου χέρια τά ‘χω κρυμμένα στόν ὕπνο μου
Γιατί τό σῶμα σου μοιάζει μέ ὄνειρο πού ἀκολουθεῖ τις πράξεις μου ὅλη τή μέρα
Καί λίγο λίγο μοῦ ἔρχεται στή μνήμη
Γιατί μοῦ λές γιά τήν ἀγάπη
Μοῦ λές πῶς ἀποχαιρετιόνται δυό κι ἀφἠνουν τήν ἀγάπη μόνη
Σάν το μαργαριτάρι ἔξω ἀπ’ τό στρείδι του
Γιατί μοῦ λές πολλές φορές γιά τήν ἀγάπη ὅτι εἶναι σύμπτωση
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπώ

Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω καί σέ μυρίζω ὅπως ἀρνί πού ὀσφραίνεται τό χόρτο
Γιατί δέχομαι τή φωνή σου σά νά ‘ναι σπόρος
Κι ἐγώ σά νά ‘μαι φρέσκο χώμα

Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω πάντα κι ἀπέναντί μας μιά μέρα σημαδεύει τήν ἀγάπη μας
Ὅπως ἐμένα κάποτε πού με πρυροβολοῦσε ἡ νύχτα
Γιατί σέ βλέπω σάν πηλό καί θέλω νά σοῦ δώσω τό σχῆμα τῆς ἀγωνίας μου
Κι ὕστερα πάλι νά σέ ξαναπλάσω
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπῶ
Γιατί εἶσαι ἡ ἀγωνία μου

Γιατί μές στόν καιρό εἶσαι ἡ ἐλπίδα ὅπως ἡ γλύκα στοῦ καρποῦ τά βάθη
Ὅπως τά δακρυσμένα μάτια τήν ὥρα πού φεύγουμε
Γιατί εἶσαι ἡ καρδιά μου πού χτυπάει μουσικά ὅταν ἐγγίζω καί τα νύχια σου
Πού εἶναι στό δέρμα μου σά σκορπισμένα λουλούδια σέ νερό
Γιατί εἶσαι τό τραγούδι μου πού λέω τ’ ἀπογεύματα
Γι’ αὐτό σ’ αγαπῶ.

ΑΝ

Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον

Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά

Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά

Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.

ΚΑΝΤΖΑ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

21.3.21

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Ένα κορυφαίο ερωτικό ποίημα. Η επιλογή έγινε από την Φρύνη.

 ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,
Και της ομορφιάς θεά∙
Μου εφαινότουν οπώς ήμουν
Μετ’ εσένα μία νυχτιά.

Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
Περπατούσαμε μαζί,
Όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
Και τα κοίταζες εσύ.

Εγώ τ’ σο’ ’λεα: «Πέστε, αστέρια,
Είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,
Που να λάμπει από κει απάνου
Σαν τα μάτια της κυράς;

Πέστε αν είδετε ποτέ σας
Σ’ άλλη, τέτοια ωραία μαλλιά,
Τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
Τέτοια αγγελική θωριά;

[…]

Εσύ έκαμες ετότες
Γέλιο τόσο αγγελικό,
Που μου φάνηκε πως είδα
Ανοιχτό τον ουρανό.

Και παράμερα σ’ επήρα
Εισέ μια τρανταφυλλιά
Κι έπεσά σου αγάλι αγάλι
Στην ολόλευκη αγκαλιά.

Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
Όπου μο’ ’δινες γλυκά,
Εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
Από την τρανταφυλλιά.

Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,
Ως οπού ’λαμψεν η αυγή,
Που μας ηύρε και τους δυο μας
Με την όψη μας χλωμή.

Τούτο είν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου∙
Τώρα στέκεται εις εσέ,
να το κάμεις ν’ αληθέψει
και να θυμηθείς για με.

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από την Νεφέλη.

 ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΚΙΖΑ

Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει 

σε μια φωτογραφία της στιγμής 

είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη 

σ' εκείνο το τοπίο της βροχής. 

Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει

 κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής. 

Εσύ όπου να πας, σ' όποιο ταξίδι, 

σε λάθος στάση θα κατεβείς. 

Χρόνια μετά και κάτω απ' τη μαρκίζα 

σε βρήκα που 'ρθες για να μη βραχείς, 

ίδια η βροχή, τα μάτια σου τα γκρίζα μα τίποτα, 

όπως πάντα, δε θα πεις. 

Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα πού μένεις, 

πού κοιμάσαι και πώς ζεις, 

κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα 

δεν έχεις κάτι για να μου πεις.

ΠΑΡΑΠΟΝΕΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ

Στης ανάγκης τα θρανία
και στης φτώχειας το σχολειό
μάθαμε την κοινωνία
και τον πόνο τον παλιό

Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας

Το σεργιάνι μας στον κόσμο
ήταν δέκα μέτρα γης
όσο πιάνει ένα σπίτι
και ο τοίχος μιας αυλής

Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας

ΑΓΙΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Στα εννιακόσια δεκαοχτώ
από την Μικράν Ασία
μου ’στειλες κάρτες με στρατό
και με την Αγιά Σοφία.

Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό.
Μα από τότε μέχρι εδώ
σπίτι μείναμε μόνο δυο:
ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ.

Πρόσφυγα σ’ έριξαν εδώ
κι ο χάρος έξι βήματα
στα χρόνια που ’ρθα να σε δω
μέσα στα παραπήγματα.

Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό.
Μα από τότε μέχρι εδώ
σπίτι μείναμε μόνο δυο:
ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ.

ΑΛΛΟΣ ΓΙΑ ΧΙΟ ΤΡΑΒΗΞΕ

Στα καλντερίμια συζητούν
ως το πρωί γειτόνοι
μα σκοτεινιάζει ο καιρός
και στις καρδιές νυχτώνει

Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει

Σε πανηγύρι και γιορτή
απ’ την Αγιά Μαρκέλλα
σ’ αγόρασα χρυσή κλώστη
και κόκκινη κορδέλα

Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει

ΑΝ ΗΤΑΝ ΑΣΤΡΑ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΣΟΥ

Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου
και τα `χαν άλλοι ουρανοί
θα `ταν αλλιώς ο κόσμος τώρα
θα `χαν και τα πουλιά φωνή

Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου
σ’ ένα κουτί θα κλείδωνα
για να ταίζω την ψυχή μου
και τα πετροχελίδονα

Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου
και χαμηλώναν προς τη γη
θα `ταν αλλιώς ο κόσμος τώρα
θα `ταν αλλιώς και η ζωή.

ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ [ο άνεμος γέννησε τη νύχτα]

Ο άνεμος γέννησε τη νύχτα και το πέλαγος
κι έγινε θάλασσα και γνώρισε η θάλασσα το βάθος της.
Κι η νύχτα γέννησε τα δέντρα και τη χλόη
κι έγινε ουρανός και πουλιά τ’ ουρανού και πανσέληνος
κι έγινε φως και γνώρισε το φως τη λάμψη του.
Ημέρες δύο.

Ο άνεμος γέννησε την πίκρα και τη μουσική
κι έγινε δάκρυ και γέννησε το δάκρυ τα μάτια μας
κι η πίκρα γέννησε τις εποχές και τα πουλιά
και γέμισαν τα όρη άγρια ζωα, ερπετά και χρώματα
κι έγινε δρόμος και γνώρισαν οι δρόμοι τη μοίρα τους.
Ημέρες δύο.

Ο άνεμος γέννησε την πέτρα και το σίδερο.
Κι έγινε άντρας και γνώρισε ο άντρας τη δύναμή του
κι η πέτρα γέννησε τη λάσπη και το μόχθο
κι έγινε μαχαίρι και καρφιά και σύννεφο
κι έγινε γυναίκα και γνώρισε η γυναίκα τη μοναξιά της
και γέμισε η μοναξιά τον καημό και τη λύπη μου.
Ημέρες γενεές δεκατέσσερις.

ΑΥΤΟΣ Ο ΤΌΠΟΣ

Αυτός ο τόπος που μας ματώνει
κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,
με μια σημαία μάς έχει ντύσει
μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.

Ποιος είμαι κι ήρθα
χωρίς ελπίδα
με μια πατρίδα
σαν την νυχτερίδα
και κυματίζω σαν μια σημαία
μπροστά στην Κίρκη
και στον Οδυσσέα;

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.

ΚΑΝΤΖΑ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από τον Αρκά.

 Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του

Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.

Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.

Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.

Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.
Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.
Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.

Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,
ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει
καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.

Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι
βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο
πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.

Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,
τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.

Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη
μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται
ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.


Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ

Κοιμήσου... ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω
δεν ἦλθα ἐδῶ στο μνῆμά σου οὔτ᾿ ἕνα λουλουδάκι
ἀπ᾿ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.
Κοιμήσου... χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,
ποὺ ζῶντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.

Ἄφες κ᾿ ἐμένα νὰ χαρῶ, ἄφες με νὰ πιστεύσω
ὅτ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητοῦ στην εὐμορφία τοῦ κόσμου,
εἰς τὴ μεγάλη τοῦ Παντὸς ἀθάνατη ἁρμονία
εἶναι γλυκὺ κελάδισμα, εἶναι παλμὸς ἀγάπης,
ποὺ φεύγει ἐδῶθε νὰ κρυφθῇ μὲς στὴν καρδία τοῦ Πλάστου.

Κοιμήσου... οἱ χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαῦροι...
Ἀπ᾿ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ σ᾿ ἔχει ἀγκαλιασμένον,
σταλάζουνε σιγά, σιγά... καὶ πᾶσα των ῥανίδα
πνίγει χιλιάδες γενεαῖς. Στοῦ τάφου σου τὸ χῶμα
χύνει δροσούλα καὶ ζωή, ῥόδα σκορπᾷ καὶ δάφναις.

Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν... ἦλθα νὰ γονατίσω
στο μνῆμά σου καὶ νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴ καταφρονέσῃς
τὸ χάρισμά μου τὸ φτωχό... Γιὰ τὸ μνημόσυνό σου
σὤφερα νεκρολίβανο, σὤφερα κι᾿ ἁγιοκέρι.

Ἡ Ξανθούλα

«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφικὰ στοιχεῖα

Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.

Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.

Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.

Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.

Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.

ΚΑΝΤΖΑ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΙΟ ΠΑΤΕΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από την Διώνη.

 Ἡ Πατρίδα μας

«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»

«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.

Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.

Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.

Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.

Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.

Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.

Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.

Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.

Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.

Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».

«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».

Χῶμα ἑλληνικό

Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.

Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.

Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.

Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια

Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.

Ἡ μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.

Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!

Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.

Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.

Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!

ΚΑΝΤΖΑ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΣΑΒΒΑΤΟ.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από Αίθρα.

Έμαθα τώρα να ταξιδεύω 

Έμαθα να ταξιδεύω σε δύσκολες
Θάλασσες.
Να βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος
και να γεμίζω τους δρόμους.
Ν’ ανοίγω ευθείες να περάσει το φως
να σταματώ, ξαφνικά, στο Νησί σου
με τα μάτια μου στ’ άνοιχτά
και στ’απέραντα

Εκεί που η ποίηση
τινάζεται σαν απρόσμενη αστραπή
και καρφώνεται
σαν πυράκανθος
στα μαλλιά σου.

ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ

Σε περιμένω μην αργείς
κάτω στην παραλία
Της μαύρης μου παλιοζωής
να κλείσω τα βιβλία

Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη

Πάρε και τον αυγερινό
δικό σου καμαρότο
και το φεγγάρι τ’ αργυρό
για τιμονιέρη πρώτο

Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη

Κι εγώ θα φέρω Τηνιακό
μάστορα στα σκαλιά σου
για να σου κτίσει μια χρυσή
φωλιά μες τη φωλιά σου

Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη.

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΕΣ

Όλα τα μεσημέρια μας,
τα φωτεινά μας βράδια,
σαν έφυγες γεμίσανε
τα μάτια μου σκοτάδια.

Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;

Έπινες απ’ το χέρι μου
κρασί, νερό κι αγάπη,
τώρα τις νύχτες τριγυρνώ
χωρίς να κλείνω μάτι.

Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;

ΚΑΝΤΖΑ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από την Άλκηστη.

 Ἆσμα ᾀσμάτων

Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά.
Ἔχω τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι,
Τώρα ποὺ δὲ σὲ νανουρίζουν τὰ πουλιά.
Ἡ νύχτα, ἰδές, γυρνᾷ μαυροντυμένη,
Ὅλα σιωπηλὰ κοιμοῦνται γύρω,
Ἔλα, ἀκριβή μου, ὀνειροπλανεμένη,
Νὰ μὲ μεθύσεις μὲ τ᾿ ἀπόκρυφό σου μύρο.
Ἔλα τραγούδι νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι·
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά·
Τώρα ποὺ δὲ λαλοῦνε τὰ πουλιά,
Ἔλα τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι.

Στὸ κοχύλι

Μέσα στὸ κοχύλι κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά·
Τὴν ψυχή μου παραδίνω
Σ᾿ ἄυλη ἀγκαλιά.

Ὤ! δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια,
Μήτ᾿ ὁ πλάνος νοῦς,
Τ᾿ ἀθεμελίωτα παλάτια
Στοὺς ὠκεανούς!

Ρίχνω σίδερα, ἁλυσίδες
Τρίγυρες, βαρειές,
Τὶς παλιές μου τὶς φροντίδες,
Τὶς ἀπελπισιές.

Κι ὅπως ζῶ στιγμὲς τὶς ὦρες,
Ὧρες τοὺς καιρούς,
Δρέπω καὶ στὶς ἄγριες μπόρες,
Ρόδα τοὺς ἀφρούς.

Ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐμένα,
Πρώτη μου φορά,
Μὲ τοῦ γλάρου τ᾿ ἀνοιγμένα
Πέτομαι φτερά.

Καὶ βυθῶ μὲ τὸ δελφίνι
Ποὺ ἄστραψε μὲ μιᾶς,
Μὲς στὴν ἀπεραντοσύνη
Τῆς ἀλησμονιᾶς...

Στὸ κοχύλι μέσα κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά.

Αὐγερινός (παραλλαγή)

Πῶς, αὐγερινὲ τοῦ πόθου, παραδίνεσαι στὴ μέρα,
Στὴν πλημμύρα τοῦ φωτός,
Πρὶν καλὰ-καλά, διαλύσεις, δροσερὸς μὲς στὴν ἀέρα,
Τὰ πλεμάτια τῆς νυχτός!
Κι ὅμως πιὸ κι ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι γαληνεύεις τὸ σκοτάδι,
Καθὼς λάμπεις μυστικά,
Σὰν ἐλπίδα ποὺ προφταίνει κάποτε, μ᾿ ἕνα της χάδι,
Μαύρη σκέψη νὰ νικᾷ.
Ὤ! μὲ τ᾿ ὄνειρο πῶς μοιάζεις, διπλοχτυπημένε, ὡς σβύνεις
Ἔτσι ἀνάτρεμος, ἀλιά!
Προδομένος κι ἀπ᾿ τὴ νύχτα κι ἀπ᾿ τῆς μέρας, πάλι ἐκείνης,
Τὴ σκληρὴ φεγγοβολιά..

Δάκρυα καὶ θυμοί

Ζοφερὸ ἕνα γνέφος στέκει
Μὲς στὰ μάτια σου τὰ δυό,
Κλεῖ βροχή, γι᾿ ἀστροπελέκι;
Σκιάζομαι ποὺ τὰ θωρῶ.

Κι ἂν τὸ δεύτερο, ἂς μὲ κάψει
Τοῦ θυμοῦ σου ὁ κεραυνός,
Μ᾿ ἂν τὸ πρῶτο, ποιὰ θὰ κλάψει
Σὰν ἐσένανε, καὶ ποιὸς

Ὁ σκληρόκαρδος ἐκεῖνος
Ποὺ ὅ,τι κι ἂν τὸν τυραννᾷ,
Σὰν ξεσπᾷ παρόμοιος θρῆνος,
Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ξεχνᾷ;...

ΚΑΝΤΖΑ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΗΜΕΡΑ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από την Ευνομία.

Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό, 

εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει; 

Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, 

ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα; 

Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά, 

κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε; 

Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί, 

οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή. 

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει. 

Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού. 

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο....

Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι. 

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο. 

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. 

Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ». 

Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς. 

Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς! 

Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;...


 «Ο Έλλην δύο δίκαια ασκεί φιλελευθέρως: 

Ουρείν τε και συνέρχεσθαι, εις όποιο θέλει μέρος»...

ΠΗΓΗ: https://www.mixanitouxronou.gr/o