Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

30.4.21

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ Ο ύμνος της Αθηνάς ὦ μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις Σοφοκλής


Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάλη,

την παρθενιά, την προκοπή, τη γνώση, τη σοφία·στα χώματά σου τα ιερά, θεοχτισμένη Αθήνα,τέτοιο τραγούδι αιώνια ταιριάζει να γρικιέται.
Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάληκαι το δικό σου τ’ όνομα μαζί με το δικό τηςθα πλέξω στο τραγούδι μου ζευγαρωμένο, χώραπου βγήκες απ’ τα χέρια της κι είσαι του νου της λάμψη.Αέρα γαλανόφτερε και μοσχοβολισμένε,
10ω! που αγκαλιάζεις πατρικά την γην αυτήν και κάνειςολόλαμπρες τις μέρες μας κι αχνόξανθες τις νύχτες,πάρε και το τραγούδι μου και λάμπρυνε κι εκείνοκαι σκόρπισέ το σε βουνά και δάση κι ακρογιάλια.Κάμποι, απ’ την άφταρτην ελιά λευκοπρασινισμένοι,15ταπεινοί βράχοι που καιρούς θυμίζετε ακουσμένους,δεχτείτε το λαχταριστό κι ακούστε το με πόνο,κι αντιλαλείτε το σκοπό, κρατάτε μου το ίσοαπ’ τις οχτιές κι απ’ τις σπηλιές, καλόβουλες νεράιδες.

Και δώσ’ μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με,20κι άλλα τραγούδια έχω για σε, πάντα για σε τραγούδια.

Α΄

Στον αγιασμένον Όλυμπον που έχει κορφές περίσσιεςκαι την αιώνια ξαστεριά κι απείραχτη γαλήνη,ποτέ δε φανερώθηκε τέτοιο μεγάλο θάμαωσάν το θάμα που έλαμψε μπρος στων θεών τα μάτια25την ώρα που γεννήθηκεν η Αθηνά η παρθένα.Εκεί που πρωτανέβηκε στου θρόνου του τα ύψηο Δίας, καινούριος νικητής και βασιλιάς του κόσμου,Όλυμπε, μήτε τράνταξες μήτε σείστηκες τόσο.Κι εκεί που πρωτοπέταξεν ίσια ψηλά σ’ εσένα30μες στων ερώτων τα φτερά απ’ τα νερά της Κύπρουτης ομορφιάς βασίλισσα η γελαστή Αφροδίτη,εσύ δεν αναγάλλιασες και θάμπωμα δε σ’ ήβρεσαν τότε που τινάχτηκε γεμάτη, αρματωμένηη μεγαλόκαρδη θεά μέσ’ απ’ το θείο κεφάλι,35σαν την κατάλευκη αστραπή μέσ’ απ’ το μαύρο νέφος.
Παίζει γοργά στο χέρι της το δυνατό κοντάρι,γρικιέται σαν τρομαχτική βροντή το ανάκρασμά τηςαπ’ τ’ άστρα τα χαρούμενα κι ώς το θλιμμένον Άδηκαι τρέμουν γύρω τα βουνά απ’ την κορφή ώς τη ρίζα,40κι ανατριχιάζ’ η μάνα η Γη και της περνά απ’ το νου τηςπως πήρε ο Δίας απόφαση τον κόσμο να χαλάσει.
Η θάλασσ’ αντρειεύεται, φουσκώνει, ξεχειλίζει,σα να ζητά μεμιάς ψηλά στον Όλυμπο να φτάσεικι από σιμά τη νιόφερτη θεά να καμαρώσει,45και στα βαθιά, στ’ ανήσυχα, στα γαλανά της μάτιανιώθει την ίδια της ορμή πιο θεριεμένη ακόμα.Ο Ήλιος τα σταμάτησε κοντά να βασιλέψειτ’ άλογα τ’ ανυπόταχτα για να τη χαιρετήσει,και των πολέμων ο θεός ξαφνιάζεται που βλέπει50τη θεϊκή της παρθενιά πιο δυνατή από κείνον.Στην πλάση την απέραντη ποτέ του δεν ξανοίχτηο φωτισμένος Όλυμπος έτσι λαμπρός σαν τότε.

Β΄

Κι ο Άδης ο αμίλητος ζηλεύει που τη βλέπεικαι μες στα μαύρα Τάρταρα γοργά γεννοβολάει55κι από τα Τάρταρα γοργά στον κόσμο ξεπετάειτους Γίγαντες, κακά στοιχειά, τον κόσμο ν’ αφανίσουν.Νυχτώνει χώρα ολόκληρη του καθενός ο ίσκιοςκαι τα θεόρατα βουνά μοιάζουν παιδάκια εμπρός τους.Έχουν κεφάλια αμέτρητα κι εκατοστάδες χέρια,60κι όταν τα μύρια στόματα τ’ ανοίγουν και μουγκρίζουν,θαρρείς χιλιάδες δράκοντες, ταύροι, λιοντάρια, λύκοι,με μύριες κράζουνε φωνές και μια φοβέρ’ αφήνουν.Ποτέ τους δε σκορπίσανε στο νεύμα του θεού τουςμες στο βαθύν ωκεανό τέτοια φουρτούνα οι Άνεμοι,65σαν τέτοιο μαύρο σίφουνα, σαν τέτοια ανεμοζάλη.Και τα θεριά κουρνιάζουνε δειλά σαν περιστέρια,κερώνουν απ’ τον τρόμο τους και οι άδολες Νεράιδες·σα να τα πάτησε βαρύ ποδάρι αντρειωμένου,χορτάρια κι άνθη γέρνουνε ξερά· και τ’ άστρα ακόμα70μισοσβησμένα λαχταρούν σα λύχνοι δίχως λάδι.Σεισμός ξεσπάει, τα πέλαγα χωρίζονται και φεύγουν,άβυσσοι ανοίγονται, στεριές πετιούνται φλογισμένες,κι ολόκληρη η ζωή, φωτιά, νερό και γη κι αέρας,ίσαμε τότε χωριστά, σοφά συγυρισμένα75από τα χέρια των θεών στον τόπο του καθένα,πάλι ανταμώνονται μαζί και τυφλωμένα σμίγουν,πάλι το χάος άπλαστο κι απάντεχο προβάλλει!Όση λαμπράδα η Αθηνά σκορπά ψηλά στα ουράνιατόση μαυρίλα οι Γίγαντες βαθιά στη χτίση απλώνουν.80Στον Όλυμπο με μάνητα τα μάτια τους υψώνουνκαι λυσσασμένοι χύνονται να φτάσουν την κορφή του.Θαρρείς η νύχτα βάλθηκε να σβήσει την ημέρα!Τ’ άμετρα πλήθη των θεών και του Ολύμπου ακόμανιώθουν για πρώτη και στερνή φορά τον κρύο το Φόβο.85Κι όση ζωή κι αν έμεινε, βαθιά, σκιαχτά κρυμμένητο ανάσασμά της το κρατά να ιδεί τί θ’ απογίνει.Κουνιέται ο μέγας Όλυμπος σα δέντρο καρπισμένοπου για να ρίξει τον καρπό το σειούν απ’ τον κορμό του.Και σαν αυτούς που θέλουνε κάτι ψηλά να φτάσουν90και παίρνουν και σωριάζουνε πέτρες τη μια στην άλλη,έτσι κι οι Γίγαντες βουνά στα χέρια τους αδράχνουν,το ένα στο άλλο ορμητικά σωριάζουν, ανυψώνουνάσωστη σκάλα, αλύγιστη πρωτακουσμένη σκάλαν’ ανέβουνε στον Όλυμπον, οπὄχει τη Ροδόπη,95τον Πίνδο και το Πήλιο για σκαλοπάτι του έχει.Του κάκου ο Παντοδύναμος τ’ αστροπελέκια ρίχνεικαι ντύνονται οι αθάνατοι για να τους πολεμήσουνμ’ όλη τους την αρματωσιά και μ’ όλη τους τη δόξα.Σαν το χαλάζ’ οι κεραυνοί πέφτουν, ξεσπούν· κι εκείνοι100χιμάνε φοβερότεροι στων κεραυνών τη λάμψη.

Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου,φέρτε βοήθεια στους πιστούς, σώστε τη μαύρη πλάση.Κι αν πάει ο μέγας Όλυμπος, κι αν τον πατήσει ο Άδης,η ροδοδάχτυλη αυγή δε θα γλυκοχαράζει,105η μέρα δε θα χύνεται, χρυσάφι αναλιωμένο,τα δειλινά λυπητερά δε θα χαμογελούνε,η νύχτα το πολύαστρο στεφάνι της θα χάσει,δε θα ’χουμε την άνοιξη με τα χελιδονάκια,ούτε τα καλοκαίρια μας με τα ξανθά τα στάχυα.110Θα φύγει το φθινόπωρο το καρποστολισμένο,δε θα μας σμίγουν στη φωτιά τα χιόνια του χειμώνα,θα σκάσει έξαφνα η ζωή σαν κύμα στο ακρογιάλι,κι ο άνθρωπος μες στο άσωστο και πύρινο σκοτάδισαν άστρο διαβατάρικο θα κυλιστεί, θα σβήσει,115και νιάτα και γεράματα και βάσανα κι αγάπεςμ’ ένα βαθύ αναστεναγμό όλα μαζί θα πάνε…

Αλλ’ όπου ο Παντοδύναμος το θρόνο του έχει στήσειτου κάκου τρίζουνε σεισμοί και χύνονται φοβέρες.Τα διαμαντένια, ουρανικά κι απάτητα παλάτια120δεν τα πατούν κι οι Γίγαντες κι ας φτάνουν ώς τ’ αστέρια.Κι από τ’ αστέρια είν’ η κορφή του Ολύμπου πιο ψηλότερη.Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου,βοηθήστ’ εσείς τον Όλυμπο, σώστε τη μαύρη πλάση!

Γ΄

Τότε πετάχτηκες, θεά παντοτινή της νίκης!125Δεν είσ’ εσύ κακό στοιχειό, χέρια εκατό δεν έχεις,έχεις τρισεύγενη θωριά κι είσαι θεά παρθένα,κι η όψη σου είναι φοβερή στην αδικία μονάχα.Σα θάλασσα της χειμωνιάς τα μάτια σου αν σαλεύουν,κι αν η φωνή σου ακούγεται σα χαλασμός του κόσμου,130χίλιων γιγάντων δύναμη κι αν κρύβ’ η δύναμή σου,έτσι μεγάλη, δυνατή, κι ακίνητη σε κάνειη μεγαλόχαρη αρετή, μονάκριβη ομορφιά σου.Συ τους ανίκητους νικάς, τους Γίγαντες συντρίβεις.Ό,τι δεν κάνει ο κεραυνός, η λόγχη σου το κάνει,135κι οι χτύποι της ξαφνίζουνε τον παγωμένον Άδη.Χτυπάς, γκρεμίζεις, τιμωρείς, μνήματα ανοίγεις, θάφτεις.Το κάθε μνήμ’ ανθρωπινή ματιά δε σώνει νά βρεισε ποιά μεριά έχει την αρχή κι ίσαμε πού τελειώνει.Κι έχει βουνό αποπάνω του σημάδι το καθένα.140Ανοίγονται τα Τάρταρα να τους δεχτούν και πάλι,γυρνάνε πιο ασχημότεροι στου Άδη την αγκάλη.Γλίτωσεν ο Όλυμπος, χαρά! και λευτερώθη ο κόσμος,στο μέτωπό του η ξαστεριά λευκή ξανασκορπιέται,ο ουρανός περήφανος ξεφανερώνει τ’ άστρα,145η μάνα η Γη τα σπλάχνα της τ’ ανοίγει στα παιδιά της,και συγυρίζεται η ζωή, κι ένα τραγούδι ολούθεσκορπιέται: Δόξα, δόξα σοι, θεά παλικαρίσια!

Δ΄

Όμως ο μέγας Όλυμπος είναι στενός για σένα!Των ουρανών η ατέλειωτη γαλήνη σε βαραίνει,150δε σου χορταίνει την ψυχή το νέκταρ, η αμβροσία.Για σένανε άξιος Όλυμπος ο κόσμος όλος είναι,καταφρονείς την άπονη χαρά που στεφανώνειστ’ αμόλυντα ψηλώματα θεούς μακαρισμένους.Για σένα τα ωραιότερα κι απ’ όλα τα στεφάνια155είναι του κόπου ο ίδρωτας στο μέτωπο τ’ ανθρώπου.Απ’ το μεγάλον Όλυμπον πετάς και ξεμακραίνεις,διαβαίνεις πέλαγα, στεριές και δρασκελίζεις όρη.Κι όπου διαβαίνεις και περνάς της γης την όψη αλλάζεις,και δυναμώνεις τη ζωή, τον κόσμο μεγαλώνεις·160φωτίζει ο ήλιος τις ματιές κι εσύ το νου φωτίζεις.Πότε στη νίκη το οδηγάς το βήμα του λεβέντη,και πότε απείραχτη φυλάς την παρθενιά της κόρης.Σπρώχνεις τα χέρια ακούραστα στης προκοπής τα έργα,και κάνεις άξιο το κορμί και την καρδιά ημερεύεις.165Στους αντρειωμένους δείχνεσαι κι ακόμα πιο αντρειεύουν,και κίνδυνος απάντεχος όταν τους φοβερίζει,μέσα σε σύννεφο χρυσό τους κρύβεις, και γλιτώνουν.Με το βαρύ του ρόπαλο και ο Ηρακλής χτυπάει,κι εσύ του σημαδεύεις, θεά, το κάθε χτύπημά του.170Εσύ στον Άργο δύναμη φυσάς να μαστορέψειτο πλοίο το πρωτοτάξιδο που σχίζοντας το κύμακάνει στο αδούλωτο στοιχειό τον άνθρωπον αφέντη.Εσύ το νου φανέρωσες του κόσμου κυβερνήτηκι απάνου στην πλατιά στεριά και στα βαθιά πελάγη.175Και τίνος τα καμώματα τ’ αστόχαστα δεν παύεις;Και ποιόν απ’ τον παράλογο το δρόμο δεν ξεκόβεις;Στα ύψη, το ανυπόταχτο πέταγμα του Πηγάσουμε χαλινάρι ολόχρυσο κρατάς, και το ρυθμίζεις,και κάτου, απ’ τα ξανθά μαλλιά τραβάς τον Αχιλλέα180μες στων Ελλήνων το στρατό, στους κάμπους της Τρωάδαςέτοιμο μ’ άδικο σπαθί το δίκιο του να πάρει.Ντύνεις με της υπομονής το ατσάλι που βαστάειτων γυναικών τις τρυφερές καρδιές οπού αγαπούνε,σε κάθε κόρην άπειρη που τρέμει σαν πουλάκι185χαρίζεις γνώση κι αφοβιά, και κάνεις Πηνελόπηκαι τη γυναίκα, Ναυσικά και την παρθένα κάνεις!

Απ’ άκρη σε άκρη σε βουνά και κάμπους κι ακρογιάλια,στην ήμερη πατρίδα μου, στην ξακουστήν Ελλάδα,κι απ’ τα νερά και του Αξιού κι ώς του Μαλέα τα βράχια190κι απ’ το γαλάζιο Ιόνιο στο ζαφειρένιο Αιγαίοκι απ’ την καμένην Αφρική και πέρα ώς τη Σκυθία,όπου το πόδι σου πατάς και τη ματιά σου ρίχνεις,η πλάση από τα πρώτα της τα νιάτα ακόμα πλούσια,που λες δεν έχει κούραση, γεράματα δεν έχει195κι όλο γεννάει θεόμορφα παιδιά γιγαντεμένα,κάνει τους άντρες ήρωες, πεντάμορφες τις κόρες,με καλοκαίρια ολόδροσα, και ολόγλυκους χειμώνες,απλώνεται πιο λαμπερή, φαντάζει πιο μεγάλη.Και στων ανθρώπων τις καρδιές βαθιά ριζώνεις, θρέφεις200μαζί τον πόθο της δουλειάς, τον πόνο της πατρίδας·δόξα σοι, δόξ’ αθάνατη κυρά παλικαρίσια!

Ε΄

Των τραγουδιών οι αντίλαλοι κι οι βρόντοι των αρμάτωνζευγαρωμένοι ακούγονται μες στο γοργό σου διάβα.Περνάς· τα κάστρα τα ψηλά τα σιδεροχτισμένα205σωριάζονται, συντρίβονται σαν νά ητανε γυαλένια,αν έτυχε και τα ’χτισαν τα χέρια των αδίκων.Περνάς, και χώρες ταπεινές, ξαρμάτωτες, μονάχες,θεριεύουν κι είν’ ανίκητες, φτάνει το δίκιο να ’χουν·απλώνεις την ασπίδα σου και τις αποσκεπάζεις.210Κι ενώ κρατείς φαρμακερό κι αλάθευτο κοντάρι,κι ενώ προστάζεις δούλους σου το Θάνατο, το Φόβο,έχεις πιστή συντρόφισσα την πλουτοδότρα Ειρήνη,κι η Νίκη εσέν’ ακολουθά με τη Δικαιοσύνη.Περνάς, συνάζονται οι λαοί στα καρπερά χωράφια215κι οι βασιλιάδες κάθονται στη μέση σαν πατέρες,και διαλαλούνε οι κήρυκες κι ακούνε τη φωνή τουςπεζοί και καβαλάρηδες και βγαίνουν και παλεύουν,κι οι νικητές περήφανα φορούνε και τους πλέκουντίμια στεφάνια απ’ τα κλαριά της δάφνης και της λεύκης·220κι οι μεγαλόφωνοι ποιητές γεμάτοι από το φως σουστη λύρα την εφτάχορδη τη νίκη τους παινεύουν.Τα βόδια τα δουλευτικά της γης τα σπλάχνα οργώνουνκι ακολουθά κατάκοπος ο ζευγολάτης· όμωςμια θύμηση ακριβότατη τον κόπο του αλαφρώνει·225τον καρτερά η γυναίκα του στην πόρτα του σπιτιού τουνα τον ποτίσει με κρασί το βράδυ σα γυρίσει.Παρέκει γάμοι γίνονται κι αντιλαλούν φλογέρες,και παν εμπρός οι νιόνυμφοι και πίσω οι συμπεθέροι.Στ’ αμπέλια πλούσια κρέμουνται τα κόκκινα σταφύλια,230τρυγούνε οι νιοι και πλάι κι οι νιες με τα πλεχτά καλάθια,κι όταν τελειώνει ο τρυγητός, χοροί, χαρές αρχίζουν,και λυγερόφωνο παιδί πικρό τραγούδι λέει,λέει το τραγούδι το παλιό του νιου που πήρε ο Χάροςσα δροσερό τριαντάφυλλο στου Τρυγητή το κάμα.235Περνάς, κι ανθρωπινότερο τον άνθρωπο τον κάνεις,σαν αστραπή, σαν άνεμος παντού ταράζεις, λάμπεις,τ’ άστρα το φως σου ζήλεψαν κι οι αϊτοί το πέταμά σου!

Και μόνο σαν αγνάντεψες στο διάφανον αέρατη χώρα τη διθάλασση που ολομεσίς φυλάνε240από την μιαν ο Υμηττός και ο Πάρνης απ’ την άλλη,σαν αδερφή μονάκριβη δυο αντρειωμέν’ αδέρφια,και που έχει χάρες κι εμορφιές, αλλά της λείπει ακόματ’ αρμονικό σου τ’ όνομα κι η σκέπη σου κι η δόξα,τότε μονάχα στάθηκες, χαμήλωσες, κατέβης245εδώ στην μεγαλόπρεπην Ακρόπολην επάνω,καθώς τρανή βασίλισσα στο θρόνο το δικό της.Παλάτι σου είν’ ο Όλυμπος, κι η Ελλάδα είναι ναός σου,και του ναού σου ο πιο λαμπρός βωμός είν’ η Αθήνα!

ΣΤ΄

Αθήνα! χρυσοστέφανη και τιμημένη χώρα!250οι μεγαλόχαροι θεοί επάνω σου αγρυπνούνεκαι φεύγουν απ’ τον Όλυμπο για να ξεκουραστούνεστη γη σου τη βραχόσπαρτη. Γιατί εδώ πέρα βρίσκουνπως πιο πολύ με τους θεούς ο άνθρωπος ταιριάζει,γιατί εδώ πέρα η προσευχή πιο γκαρδιακή ανεβαίνει,255ακούγεται γλυκύτερη των ποιητών η λύρα,και το καθάριο το νερό και το ξανθό το μέλικαι το χιλιάκριβο ποτό που διώχνει τις φροντίδεςπροσφέρονται μ’ αγνότερη ψυχή στους αθανάτους,και τις εικόνες των θεών σκαλίζουν οι τεχνίτες260πλέον πιστά κι αληθινά στο μάρμαρον επάνωπου την κρατάει ανάλλαγη τη φωτερή του ασπράδα.Εδώ βροντά κι αστράφτει ο Δίας και τους κακούς παιδεύει,τ’ αγαπημέν’ αντρόγυνα καλοτυχίζεις, Ήρα,κι ο μεγαλότοξος θεός, ο Απόλλωνας, ο Ήλιος,265εδώ τις έμορφες πλανά μες στις σπηλιές και πλάθειαπό θνητές βασίλισσες ισόθεους βασιλιάδες.Εδώ κι ο Έρωτας φτερά διπλώνει και φωλιάζει,και δεν πεθαίνει ο μέγας Παν, και πλούσια τα σκορπάνετα στάχυα της η Δήμητρα, τα ρόδα η Αφροδίτη.270Κι ο γλυκομίλητος Ερμής άγρυπνος παραστέκεικι άξιο το κάνει το κορμί στο πάλεμα, στο δρόμο,και φτάνουν οι Ώρες πιο γοργές και οι Χάριτες πιο νέες,και μέσα στο δροσόβολο και καθαρόν αέραστήνουν ασύγκριτους χορούς του Παρνασσού οι παρθένες.275Τρέχει, μουγκρίζει ο Κηφισός, ταύρος αγριεμένος·χίλιες βρυσούλες απ’ αυτόν σαν κόρες του δροσάτεςχύνονται μες στη λαγκαδιά, σκορπίζονται στον κάμπο,χίλια λουλούδια από της γης ξεθάφτοντας τα σπλάχνα.Κι εδώ γυμνά αστεφάνωτα ποτέ δεν απομένουν280ούτε οι βωμοί, ούτε τ’ αγνά κεφάλια των παρθένων.Ανθίζουν οι τριανταφυλλιές, γελούν κι οι ανεμώνες,και είν’ οι βιολέτες άσωστες, περήφανα τα κρίνα,και ο δροσερός υάκινθος κι ο νάρκισσος κρατούνετην πρώτη ανθρωπινή ζωή μες στα χλωρά τους φύλλα,285σαλεύουν δροσοστάλαχτα και λες πως κρυφοκλαίνε.Της νύχτας οι φριχτές θεές, του ενόχου οι βασανίστρες,με τα φιδίσια τους μαλλιά, τα χάλκινα τα πόδια,εδώ έχουν δάση απάτητα και μυριοκαρπισμέναπου δεν τα δέρνει κι ο βοριάς κι ο ήλιος δεν τα καίει,290που βήμ’ ανθρωπινό ποτέ δεν τα ’χει σημαδέψει,και που λαλίτσα ανθρωπινή ποτέ της δε γρικήθη,και μόνο αθώα, φιλέρημα πικρολαλούν τ’ αηδόνια.

Εδώ τα πάντα ευγενικά θεϊκά πλασμένα πάντα!Πέρα γυαλίζ’ η θάλασσα κι είν’ απλωτή σαν κάμπος,295Κι εδώ είν’ η γη καμαρωτή σαν κυματούσα θάλασσα.Εδώ κανείς ίσκιος βαρύς δεν κάθεται στα μάτια,εδώ ψηλώματ’ άφταστα, περίσσιες πρασινάδεςδεν κρύβουν σε καμιά μεριά τη γη, δεν τη χαλούνε,απλά, σεμνά, προσεχτικά, γραφτή με το κοντύλι.300Κι ολόβαθος ο ουρανός και πλουμιστός τα βράδιαπάντα τα μάτια είναι μπροστά που τον αναζητάνεπάντα. Εμορφάδ’ αρχοντική και μυστικά χυμένηκαι δε θαμπώνεις τη ματιά, που την ψυχή φτερώνεις!Η Αρμονία, νά, της Χρυσής Παφίας η θυγατέρα!305Η Αρμονία ξανθή ξανθή γεννήθηκ’ εδώ πέρα!

Ζ΄

Στην αγιασμένη Ακρόπολη στέκεις, θεά, κι αράζεις.Τόπο σού κάνουν οι θεοί, δειλά παραμερίζουν.Όμοια την ώρα που ψηλά κι αργά στα ουράνια πλάτιαπροβάλλει ασημοπρόσωπη βασίλισσα η Σελήνη,310μεριάζουν ευλαβητικά και χάνονται τ’ αστέρια.Τόπο σου κάνουν οι θεοί, σκιαχτά παραμερίζουν,γιατί ξανοίγουν πως κρυφά, σφιχτά μια λάμψη δένειτην εμορφιά της γης αυτής με τη δική σου χάρη.Κι η Ακρόπολη και αγνώριστη, γυμνή, παρθέν’ ακόμα,315ακόμ’ αστόλιστη κι απλή με τους φτωχούς βωμούς τηςφαίνετ’ αμέτρητες φορές ψηλότερη στα μάτιααπ’ τη στιγμή που πρόβαλες απάνου στην κορφή της.Απάνου στην Ακρόπολη το ξαγναντεύουν όλοιέξαφν’ απάντεχα τρανό και φωτερό περίσσια320το μυστικό το σύννεφο που κρύβει και δεν κρύβειστο διαμαντένιο δίχτυ του τη θεϊκή θωριά σου.Κι απ’ το μεγάλο βασιλιά κι ώς το στερνό το δούλοαθέλητα μαζώνονται και κατά κείνο τρέχουν.Μια δύναμη και ανίκητη τα πόδια τους φτερώνει.325Έτσι όταν μπαίνουν στα νερά των μαγικών Σειρήνωνπου απλώνονται ολογάλανα, βαθιά αποκοιμισμένα,γλιστρούν ολόισα στο νησί τ’ αδύνατα καράβια,και δεν ακούνε το κουπί και χάνονται στην ξέρα.Εσύ δε σβήνεις τη ζωή, εσύ ζωές χαρίζεις330κι απ’ τα παραστρατίσματα τον άνθρωπο γλιτώνεις.Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων,όμως οι θεοφοβούμενες καρδιές γοργοχτυπούνεσαν κάτι μέσα τους γλυκά να κρυφοψιθυρίζειπως ήρθεν ο αγνώριστος θεός που καρτερούνε,335ο λυτρωτής, ο δίκαιος, ο αταίριαστος, ο έναςμέσα στων άλλων των θεών τα ευλογημένα πλήθηπου θ’ αγκαλιάσει αυτή τη γη και θα τη μεγαλώσειμε τ’ όνομα, τη χάρη του, και μ’ όλη του τη δόξα!Εκείνος που δεν έμαθε κανείς πώς τονε λένε,340καιροί, γενεές τονε ζητάν και τονε λαχταρούνεκι απ’ τις μητέρες τα παιδιά κληρονομιά τον παίρνουν,κι οι γέροι κλειούν τα μάτια τους με τη γλυκιά του ελπίδα…

Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων,όμως αφήνεις μια φωνή κι ακούνε τη φωνή σου.345Απ’ την πανάρχαια τη στιγμή που βγήκε από τα βάθητης αφρισμένης θάλασσας νιογέννητ’ η Αθήνα,κι αγάλια αγάλια πλάστηκε και αγάλια συγυρίστημε τα πελεκητά βουνά και τους γραμμένους κάμπους,τους κρυσταλλένιους ποταμούς, το ζωντανόν αέρα,350με των θεών την εμορφιά και με το φως του Ολύμπου,τέτοια φωνή δε μάγεψε ποτέ τους Αθηναίους!

Η΄

«Χαρά σ’ εσέ, χώρα λευκή και χώρα ευτυχισμένη!Καμιά μεριά σ’ όλη τη γη, καμιά στην οικουμένηδεν ήβρε τέτοιο φυλαχτό σαν το δικό μου μάτι.355Απ’ άλλες χώρες πέρασα γοργά γοργά τρεχάτη,και μ’ είδαν της Ελλάδας μου τ’ αγαπημένα μέρησαν άνεμο και σαν αϊτό και σύγνεφο κι αστέρι.Όμως σ’ εσέ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω,και ρίζωσε η αγάπη μου στα χώματά σου μόνο,360σαν το βαρύ Λυκαβηττό που ξαφνικά μια μέρακύλησε από τα χέρια μου και ρίζωσ’ εδώ πέρα.

Μες στη χαρούμενη ζωή που σε περικυκλώνει,μέσα σ’ αυτήν παντοτινή τη δύναμή μου κρύβω,καθώς μια μέρα στις μυρτιές θα κρύψουν τα σπαθιά τους365δυο παλικάρια αθάνατα για να σε λευτερώσουν.Στου λουλουδένιου σου Υμηττού τα δροσισμένα πλάγιατο αγνό το μέλι οι μέλισσες ακούραστα δουλεύουν,όσο που νά ’ρθει μια στιγμή το δρόμο να τις δείξωνα παν να τ’ απιθώσουνε στου Πλάτωνα τα χείλη.370Προς της Πεντέλης την κορφή τα μάτια τους γυρνώνταςτης Τέχνης το μυστήριο θα παίρνουν οι τεχνίτες.Στα μάρμαρά της κρύβεται της εμορφιάς ο κόσμος!Θα νά βγει από τα βάθη της μια μέρα ο Παρθενώναςκαθώς από τη σκοτεινιά την άπλαστη του Χάους,375θεός γίγας βγήκεν ο Έρωτας με ολόχρυσες φτερούγες.

Δικός σου είν’ ο πολύκαρπος της Ελευσίνας κάμπος,κι ο Πάρνης με τα έλατα και τ’ άγρια τα θηρία,και η άκρ’ η αφροστεφάνωτη του γαλανού Φαλήρου.Δικός σου είν’ ο λευκόφτερος κι ο γαλανός αέρας380που σου φυλάγει αμάραντη και δροσερή τη νιότη,κι ίσα σ’ εμέ γοργά το νου τού καθενός υψώνει.Δική σου είναι κι η θάλασσα που θα την αυλακώνουνμια μέρα τα καράβια σου τα κοσμοξακουσμένακαι θα σκορπούν σ’ άλλες μεριές και χώρες τ’ όνομά σου385και τρόμος θά ειναι στους εχθρούς και ζήλια στις Νεράιδες!Κι είναι δική σου ετούτ’ η γη που τα γεννάει περίσσιασύκα χλωρά, στάχυα ξανθά και κόκκινα σταφύλια.Ξέρω μεριές που εκεί οι καρποί χλωρότεροι φυτρώνουν,μα εσ’ είσαι η πλουσιότερη, γιατί καμιά δεν έχει390σαν τους δικούς σου τους καρπούς· καρποί σου οι Αθηναίοι!Σας δίνει η Δήμητρα γλυκιά του κάμπου την αγάπη,κι εγώ σάς δίνω τη βαθιάν αγάπη της πατρίδας·άσβηστη, αγνή, πρωτάκουστη αγάπη της πατρίδας·άνθος του δέντρου του ιερού που εδώ φυτρώνει πρώτα!395Γι’ αυτή μια μέρα κι ο Θησέας, λεβέντης βασιλιάς σας,θ’ αφήσει κάθε ανάπαψη και κάθε μεγαλείο,και θα διαλέξει δρόμο του το δρόμο που ίσα φέρνειπέρα στ’ αχόρταγο θεριό της μακρυσμένης Κρήτης.Γι’ αυτήν ο Κόδρος την πλατιά βασιλική χλαμύδα400θα τηνε κάμει σάβανο να πέσει να πεθάνει.Γι’ αυτήν οι Αριστογείτονες αντρειεύονται και παίρνουνενός τυράννου τη ζωή και δίνουν τη δική τους.Γι’ αυτή γεννάει σαν κεραυνούς τους στίχους του κι ο Αισχύλος,γι’ αυτήν πεθαίνει γαληνά στη φυλακή ο Σωκράτης,405κι απάνου κι ώς τον Όλυμπο φτερώνεται ο Φειδίαςκαι ξαγναντεύει τους θεούς και με το σκαλιστήριτους ξαναπλάθει ξάστερους και χρυσελεφαντένιους·γι’ αυτή θα κάμουν θαύματα και νιοι και γέροι ακόμα.Γι’ αυτήν οι νιοι θα ορκίζονται παλικαρίσιον όρκο,410κοντάρια, ασπίδες και σπαθιά ορμητικά κινώντας:Θα τα κρατώ τα όπλ’ αυτά και δε θα τα ντροπιάσωκαι μόνος και με συντροφιά κι εδώ κι όπου κι α λάχω,θα πολεμήσω ακούραστα κι αφρόντιστα θα πέσωκαι την πατρίδα μια φορά μεγάλη θα την κάμω,415και τους δικαίους θ’ αγαπώ και θα τιμώ τους νόμους,θα κατατρέχω τον κακό, θα σφάζω τον προδότη,κι ανίσως ψέματα μιλώ, κολάστε με, θεοί μου!Κι όταν με μάτι δολερό σε ξαγναντέψει ο Φτόνοςκι η ακοίμητη Διχόνοια τα δόντια της σου τρίξει,420και σα βρεθούμε στόματα κακό για σε να ειπούνεκαι στοχασμοί που ν’ αψηφούν τη φωτερή σου χάρη,χαρά σ’ εσέ, χώρα λευκή και χώρα δοξασμένη,κι ήρθεν η ώρα η φοβερή ν’ αστράψεις, να βροντήσεις,και να θαμπώσεις κάθε νου, να κλείσεις κάθε στόμα,425και τους επίβουλους θεούς να διώξεις ντροπιασμένους.Θ’ ανάψω τρέλα περισσή στα Περσικά κεφάλια,θα φέρω ασκέρια αμέτρητα κι απ’ της Ασίας τα βάθη,με τα καράβια των εχθρών θα κρύψω τους γιαλούς σου,και τότε το κοντάρι μου τρομαχτικά κινώντας430και τότε την αστραφτερήν απλώνοντας ασπίδα,θα πολεμήσω αδερφικά στο πλάι με τα παιδιά σου.Και θα περάσουν οι γενιές και θα διαβούν οι αιώνες,και στα βαθιά σου τα νερά και στα ψηλά βουνά σουθ’ αντιλαλιέται η νίκη σου, και θα γρικιέται ακόμα435ο απελπισμένος ο δαρμός, το σκούξιμο του Ξέρξη,για να το ακούν οι τύραννοι, να τρεμοκοκαλιάζουν!»

Είπες· και ξάφνου σώπασες, μα πέρα ώς πέρα ακόμακαι στα βουνά και στις καρδιές αντιλαλούν ακόματα λόγια σου προφητικά, μυστήριο ολογιομάτα.440Ποτέ τ’ ανθρώπινα τ’ αφτιά δεν είχανε γρικήσειτέτοια βροντή που μέσα της τέτοια να κλει αρμονία,και σάλπισμα που να μιλεί και να ξεφανερώνεισε βάθη αγέννητου καιρού έναν καινούριο κόσμο.

Θ΄

Είπες και ξάφνου σώπασες, και πάλι ξαναρχίζεις:445«Σου δίνω ακόμα χάρισμα πρωτάκουστο, μεγάλο,το λευκοπράσινο δεντρί που αλλού δεν ξεφυτρώνει.Σημάδι αγνό στο μέτωπο της σπλαχνικής Ειρήνης,γέρνει μπροστά του ανώφελα και τα κοντάρια του Άρη.Κανένα χέρι ανθρωπινό δεν το ’χει φυτεμένο,450και δεν το γέννησεν η Γη σαν τα βλαστάρια τ’ άλλα,απ’ την πνοή μου είναι πνοή και φως από το φως μου·χιονόβολα δεν το χτυπούν και δεν το καίνε λάβρες,και τα πελέκια τα εχθρικά δε φτάνουν να το ρίξουν.Τέσσαρα μάτια απάνου του ακοίμητα αγρυπνούνε,455τα μάτια του πονετικού Διός, και τα δικά μου.Ποιά πίστη, ποιό αναγάλλιασμα, ποιά ευτυχία, ποιά νίκηθ’ απλώνεται στη γην αυτή βαθιά θεμελιωμένη,χωρίς και να τη διαλαλούν και να τη φανερώνουντης σεμνοπρόσωπης ελιάς τα φύλλα τ’ ασημένια;460Ποιό δέντρο απάνου στους βωμούς θα καίει και θ’ ανεβάζειγλυκύτερη την ευωδιά, τη φλόγα απ’ τα σφαχτάρια,άλλο απ’ το δέντρο της ελιάς το πολυτιμημένο;Και πού θα κάνει θαύματα και η θεϊκή μου εικόνα,παρά μονάχα σκαλιστή σε ξύλο ελιάς απάνου;465Στις πόρτες των καλότυχω σπιτιώνε που γεννιούνταιτ’ αρσενικά παιδιά, χαρά στα γονικά κι ελπίδα,σαν ποιό σημάδι θα τις πει τέτοιες χαρές κι ελπίδεςάλλο απ’ την πράσινην ελιά πλεγμένη σε στεφάνι;Στα φύλλα της τα ιερά δε γγίζουν παρά μόνο470χέρια παρθένας άδολης, χέρια πιστής γυναίκας.Και σαν του φίλου τη ματιά που σας γλυκοκοιτάζεικαι το γλυκοχαμόγελο στα χείλη σας γεννάει,την καλοσύνη θα γεννά μες στην καρδιά η θωριά της.Κι εκεί που θ’ αγωνίζονται στους κάμπους της Ελλάδας475τα παλικάρια τα καλά, δόξα, όνειρό τους θα ’χουντους ύμνους τους Πινδαρικούς και της ελιάς τους κλάδους.

Κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, καταραμένα χρόνιακι αγάλια αγάλια αχάριστος ξεγελασμένος κόσμοςσε σβήσει από το λατρεμό κι από τη θύμησή του,480θα πέσεις, θα αποκοιμηθείς βαθιά, δε θα πεθάνεις.Γιατί είν’ οι θεοί αθάνατοι και Χάρο δε φοβούνται,ξεχάνονται, δε χάνονται, την πλάση πάντα ορίζουν,κι αν τους αρνιούνται οι άνθρωποι, πάντα θυμούντ’ εκείνοι.Όμοια θα νά εισαι αθάνατη κι εσύ σαν τους θεούς σου,485εσύ, ερωμένη των θεών, ω πολυαγαπημένη!Όταν της Μοίρας η βουλή που δεν ακούει κανένα,που δεν τη σταματάει κανείς, έρθει καιρός να στρέξει,και πατηθείς κι ερημωθείς και μ’ αρνηθείς κι εμένα,εγώ κι αθώρητη από σε κι από τον κόσμον όλο,490πάντα σιμά σου θ’ αγρυπνώ και θα σε παραστέκω.Τότε θε να γενείς κι εσύ σαν τα ποτάμια εκείνα,που τα ρουφάει τα καταπίνει η γη στα καταχθόνιακαι τρέχουν τα μουρμουριστά κι ολάργυρα νερά τουςκάτου απ’ τον άμμο κι απ’ τη γη κι άφαντα και κρυμμένα495ώσπου τελειώσει ο δρόμος τους και φτάσουνε σε τόποκαι βγουν ξανά στη λαγκαδιά, ξαναδειχτούν στον ήλιοκι ο ουρανός καθρεφτιστεί στο ρέμα τους και πάλι.Χαρά σε σένα, αθάνατη και δοξασμένη Αθήνα!Ωσάν την πάναγνην ελιά ποτέ που δεν τα ρίχνει500τα φύλλα τ’ ασημένια της χειμώνα καλοκαίρι,και στους ελεύτερους καιρούς και στης σκλαβιάς τα χρόνιαη φωτισμένη Ακρόπολη θα ’χει τη δόξα αιώνια!»

Ι΄

Είπες, και το κοντάρι σου βαριά χτυπάει το βράχο,κι ο βράχος σειέται, σχίζεται, και σα θεριό μουγκρίζει505κι απ’ την πλατιά τη σχισματιά που δείχνει στα πλευρά τουέτσι απαλά και σιγαλά, σαν όνειρο δικαίου,και σα ζωή χαρούμενη κι ειρηνική και πλούσιαμέσ’ από χρόνια συμφοράς και φτώχειας και πολέμων,φύτρωσε η πρωτογέννητη ελιά, δικό σου δέντρο.510Αδειάζ’ η Αυγούλα η ντροπαλή όση δροσιά κι αν έχειαπ’ το χρυσό της το σκαμνί στα φύλλα της απάνου,και οι πρωινοί κορυδαλλοί την πρωτοχαιρετάνεκαι οι ζέφυροι στα κλώνια της, και κρυφοπαιγνιδίζουν,κι η Δήμητρα τη χαίρεται και στον καρπό της μέσα515τις φωτερές αχτίδες του τις απιθώνει ο Ήλιος.

Αλλ’ ω του Ολύμπου δύναμη και ω γλώσσα της σοφίαςπου δείχνεσαι με θάματα, που δε μιλείς με λόγια!Η πρωτογέννητ’ η ελιά γοργά γοργά ξαπλώνεικορμό, κλωνιά, φύλλα, καρπούς, κι υψώνεται, θεριεύει·520περνάει τα πεύκα του βουνού, τα έλατα περνάει,και τις τρανές βελανιδιές και τα ψηλά πλατάνια.Κι οι φοινικιές οι αμέτρητες, τα ολόρθα κυπαρίσσιαφαίνονται σα χαμόκλαδα και χάνονται μπροστά της.Η πρωτογέννητ’ η ελιά φουντώνει, μεγαλώνει,525και νά! σκεπάζει μονομιάς κι ολούθενε αγκαλιάζειο ίσκιος της, πλατύς, παχύς, ολόκληρο το βράχο·και στον πλατύ και στον παχύ τον ίσκιον αποκάτουξανοίγουν την Ακρόπολη τα μάτια των ανθρώπωνμε μια εμορφάδα απάντεχη και μ’ αφεντιά περίσσια530πλασμένη από μαρμάρινους ναούς που λες δεν ξέρουννα πλάσουν έτσι αρμονικά τα χέρια των ανθρώπων,κι από μαρμάρινους θεούς που λάμπουν τώρα αιώνεςγεμάτοι αλήθεια ουρανική κι αλόγιαστη γαλήνη!

Την ώρα που τα θάμπωνε τα μάτια των ανθρώπων535με της πρωτόλουβης ελιάς το θεριεμένο θάμαη προφητεία της άφταστης και μακρυσμένης δόξας,την ώρα εκείνη, εσύ ω θεά σοφή, παλικαρίσια,ξεφανερώθηκες κι εσύ στα θαμπωμένα μάτια.Και με τρανόν αλαλαγμό, φωνή χαράς και νίκης,540σαν τη φωνή που σκόρπισες την ώρα που γεννήθης,στον ουρανόν υψώθηκες κι αστραφτερή αφανίστης.Κι όταν η μέρα πέρασε και γύρισε το βράδυφάνηκε σα χιλιάστερο στον ουρανό ποτάμιο Γαλαξίας ολόλευκος, του διάβα σου σημάδι.

ΙΑ΄

545Κι απ’ τη στιγμή που υψώθηκες κι αστραφτερή αφανίστηςώς τη στιγμή που ολόλευκος πρόβαλε ο Γαλαξίας,η πλάση από την άφραστην εικόνα σου γεμάτη,η πλάση, και άνθρωποι και θεοί και πλάσματα και πλάστες,τ’ αστέρια τα τετράψηλα κι οι χαμηλές βιολέτες,550άνεμοι, θάλασσες, στεριές, βουνά, ποτάμια, λόγγοι,ό,τι έχει χρώμα και ζωή και μίλημα και σχήμα,φυσήματα, μουρμουρητά, δροσούλες, μοσκοβόλια,ταιριάζουνε τ’ αταίριαστα και τ’ άσμιχτ’ αποσμίγουν,κι έτσι, Θεά, σε υμνολογούν, έτσι σε τραγουδούνε:

555«Σαν τί τραγούδι να βρεθεί που να ταιριάζει εσένα;στο ολόλευκό σου φόρεμα που το ’χουν υφασμένοτα χέρια τα σοφότερα και τα δικά σου χέριαφαίνεται χρυσοκεντιστός ο ουρανός με τ’ άστρα.Οι δίπλες του ταράζονται στο κάθε κίνημά σου560σαν κύματα που τα φιλούν του φεγγαριού οι αχτίνες,και τρέμοντας λαμποκοπούν από το φίλημά τους.Στης περικεφαλαίας σου τον ίσκιον αποκάτουχωρούν και σκέπη βρίσκουνε χιλιάδες παλικάρια.Στον ίσκιο σου χαρούμενα μερεύουν τα λιοντάρια.565Το μέτωπό σου ασκέπαστο ξανοίγετ’ αποπέρασαν τ’ άστρο του Ωρίωνα, πρώτο στ’ αστέρια τ’ άλλα.Απάνου στης ασπίδας σου τ’ απάρθενο χρυσάφισου σκάλισε τους Γίγαντες ένας θεός τεχνίτηςτην ώρα που τον Όλυμπο χιμάν και φοβερίζουν,570κι έτσι εκεί πάνου μια ζωή τη χάρισε και η Τέχνηπαντοτινή στη λύσσα τους και στη δική σου νίκη!Στη μέση από τ’ αμόλυντο και τ’ άγγιχτό σου στήθοςπου διασκορπίζει μυστική μοσχοβολιά από κρίνα,κι ασάλευτο, καμαρωτό τεντώνει, ξεχωρίζει,575το στοιχειωμένο δείχνεται κεφάλι της Γοργόνας.Αλίμονο στους πονηρούς! Το βλέπουν, μαρμαρώνουν.Έτσι ό,τι γγίξει ο κεραυνός το κάνει μαύρη στάχτη,και της αλήθειας η πνοή το ψέμ’ αποστομώνει.Γύρω στα πόδια σου γλιστρούν και σου φιλούν τα χέρια580όρνια άλλου κόσμου και πουλιά και φίδια μαγεμένα,—και τω’ φιδιών τα στόματα λαλούνε σαν αηδόνια—και κρέμοντ’ όλα υπάκοα μονάχ’ απ’ τη ματιά σου.Κι ο Φόβος κι ο Κατατρεμός και η Δύναμη και η Νίκηλάμπουν, μαυρίζουν, καρφωμένα στέκονται σιμά του.585Τριγύρω σου λιγοθυμά τ’ αγέρι φοβισμένο.Το στόμα σου κι όποιος το ιδεί, και δίχως να τ’ ανοίξεις,νιώθει πως λόγια γνωστικά, λόγια σοφά θα βγάλει.Κι ενώ εισαι σαν την άδολη του βράχου εσύ ανεμώνη,ένας σου λόγος τους λαούς γεννάει και μεγαλώνει.590Μέρα σκορπούν τα μάτια σου τα γαλανά στη μέρα.Δόξα σοι, δόξα σοι, θεά παρθένα και Μητέρα!ΠΗΓΗ: https://www.greek-language.gr/digi

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021 ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

Κωστής Παλαμάς

ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου, χαρίσματα θεϊκά, ολανοιγμένα νιώθω δυο μάτια μυστικά.

🍋🍎

Δεν τα φωτίζει ο ήλιος που λάμπει για τη γη και παίρνουν φως απ’ άλλη πιο καθαρή πηγή.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου, που πάθη ταπεινά δεν έχουν τόπο, νιώθω δυο μάτια φωτεινά.

🍋🍎

Και βλέπω τα κρυμμένα, τ’ αθώρητα θωρώ, τον άνθρωπο, την πλάση, τ’ αστέρια, τον καιρό.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου κι εκεί που δεν μπορείς ποτέ σου νά μπεις —νιώθω δυο μάτια ολημερίς.

🍋🍎

Χειροπιαστά ξανοίγω τα πλάσματα του νου κι απάνου μου σκυμμένους αγγέλους τ’ ουρανού.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου τα μαύρα —μη σκιαχτείς! —ολανοιγμένα νιώθω δυο μάτια ολονυχτίς.

🍋🍎

Και χώρα ξαντικρίζω μ’ ασύγκριτη ομορφιά μακριά απ’ την τρικυμία κι από τη συγνεφιά.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου τα μυστηριακά ολανοιγμένα νιώθω δυο μάτια αρμονικά.

🍋🍎

Κι όλο μ’ εκείνα βλέπω μια λύρα μαγική… Οϊμέ! τα δάχτυλά μου δε φτάνουν ώς εκεί.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου, που πάθη ταπεινά δεν έχουν τόπο, βρίσκω δυο μάτια φωτεινά.

🍋🍎

Και βλέπω αγάλια αγάλια μπροστά μου να περνά ο κόσμος των ονείρων με τα χρυσά φτερά.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου δυο μάτια μυστικά τα νιώθω ολανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.

🍋🍎

Διαβάζω στο βιβλίο της φύσης το τρανό κάθε σβηστό ψηφίο και νόημα σκοτεινό.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου, στα βάθη τα ιερά, ολανοιγμένα νιώθω δυο μάτια λαμπερά.

🍋🍎

Τα περασμένα εμπρός μου διαβαίνουνε ξανά, και δέχοντ’ άλλο σχήμα και φως τα τωρινά.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου τ’ αμόλυντα, γλυκά γλυκά ανοιγμένα νιώθω δυο μάτια μυστικά.

🍋🍎

Και δείχνεται το μέλλον ακόμα το κρυφτό στα μάτια της ψυχής μου σαν αστραπή κι αυτό.

🍋🍎

Εκεί που η σκύλα η Έγνοια δεν πάει, δεν αλυχτά, μες στην ψυχή μου κρύβω δυο μάτια ολανοιχτά.

🍋🍎

Μια μέρα τ’ άλλα μάτια, που είναι από γη πλαστά, θα λιώσουν μες στο μνήμα με το κορμί κλειστά.

🍋🍎

Στα βάθη της ψυχής μου που πάθη κοσμικά δεν έχουν τόπο, νιώθω δυο μάτια μυστικά.

🍋🍎

Αυτά δε θα κλειστούνε ποτέ, δε θα χαθούν, ελεύθερα μια μέρα γοργά θα φτερωθούν.

🍋🍎

Τα μάτια της ψυχής μου, τα μάτια τα θεϊκά που μέσα μου ανοιγμένα τα νιώθω μυστικά,

🍋🍎

ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια, στον έβδομο ουρανό θα τ’ ανταμώσουν πάλι το Φως το αληθινό!

🍋🍎

Σε χαιρετώ με σεβασμό κ.ο.μ.

Επίκουρος ο Γοργογυραίος 🎨


Κωστής Παλαμάς.
Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι
🍎🍋🍎🍋
Όλα γυμνά τριγύρω μας, όλα γυμνά εδώ πέρα, κάμποι, βουνά, ακροούρανα, ακράταγ’ είναι η μέρα. Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτατα ολόβαθα παλάτια·το φως χορτάστε, μάτια, κιθάρες, το ρυθμό.
🍎🍋
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα λεκιάσματα τα δέντρα, κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο, εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα. Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο, εδώ χαράζει ακόμα στης νύχτας τ’ αχνό στόμα χαμόγελο ξανθό.
🍎🍋
Εδώ τα πάντα ξέστηθα κι αδιάντροπα λυσσάνε· αστέρι είν’ ο ξερόβραχος, και το κορμί φωτιά ’ναι. Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα, μαργαριτάρια, ασήμια, μοιράζει η θεία σου γύμνια, τρισεύγενη Αττική!
🍎🍋
Εδώ ο λεβέντης μάγεμα , η σάρκα αποθεώθη, οι παρθενιές, Αρτέμιδες, Ερμήδες είναι οι πόθοι. Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη, θάμα στα υγρόζωα κήτη, πετιέται κι η Αφροδίτη και χύνεται παντού.
🍎🍋
—Παράτησε το φόρεμα, και με τη γύμνια ντύσου, Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα, ναός είναι το κορμί σου. Μαγνήτεψε τα χέρια μου, της σάρκας κεχριμπάρι, τ’ ολύμπιο το νεχτάρι της γύμνιας δώσ’ να πιω.
🍎🍋
Σκίσε τον πέπλο, πέταξε τον άμοιαστο χιτώνα και με τη φύση ταίριασε την πλαστική σου εικόνα. Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε τα χέρια στην καρδιά σου· πορφύρα τα μαλλιά σου,μακρόσυρτη στολή.
🍎🍋
Και γίνε ατάραχο άγαλμα, και το κορμί σου ας πάρει της τέχνης την εντέλεια που λάμπει στο λιθάρι· και παίξε και παράστησε με της ιδέας τη γύμνια τα λυγερά τ’ αγρίμια, τα φίδια, τα πουλιά.
🍎🍋
Και παίξε και παράστησε τα ηδονικά, τα ωραία, λαγάρισε τη γύμνια σου και κάμε την ιδέα. Τα στρογγυλά, τα ολόισα, χνούδια, γραμμές, καμπύλες, ω θείες ανατριχίλες, χορεύτε ένα χορό.
🍎🍋
Μέτωπο, μάτια, κύματα μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες, κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες, πόδια που αλυσοδένετε, βρύσες του χάιδιου, ω χέρια, του πόθου περιστέρια, γεράκια του χαμού!
🍎🍋
Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα λογάκια, ω στόμα, ω στόμα, σαν το κερί της μέλισσας,σαν του ροδιού το χρώμα. Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα, του Απρίλη θυμιατήρια, ζηλεύουν τα ποτήρια του κόρφου σου.— Ω! να πιω,
🍎🍋
να πιω στα ροδοχάραγα, στα ορθά, στα σμαλτωμένα, το γάλα που ονειρεύτηκα της ευτυχίας· εσένα. Εγώ είμαι ιεροφάντης σου, βωμοί τα γόνατά σου, στην πύρινη αγκαλιά σου θεοί θαματουργούν.
🍎🍋
Μακριά μας όσα αταίριαστα, ντυμένα και κρυμμένα,τα μισερά και τ’ άσκημα και ακάθαρτα και ξένα. Ορθά όλα· ξέσκεπα, άδολα, γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια. Γύμνια είναι κι η αλήθεια,και γύμνια κι η ομορφιά.
🍎🍋
—Στη γύμνια την ηλιόκαλη της αθηναίισσας μέρας κι ανίσως και φαντάξει σου κάτι άντυτο σαν τέρας, κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο και δίχως ίσκιου χάρη, αδούλευτο λιθάρι, ξεραγκιανό κορμί,
🍎🍋
κάτι γυμνό και ξέσκεπο στα ολανοιγμένα πλάτια, που ζωντανό θα το ’δειχναν μόνο δυο φλόγες μάτια, κάτι που από τους σάτυρους κρατιέται, και είν’ αγρίμι, και είν’ η φωνή του ασήμι,—μη φύγεις· είμ’ εγώ, ο Σάτυρος. Και ρίζωσασαν την ελιά εδώ πέρα, λιγώνω τους αγέρηδες με τη βαθιά φλογέρα. Και παίζω και παντρεύονται, λατρεύονται, λατρεύουν, και παίζω και χορεύουν, ανθρώποι, ζα, στοιχειά.
🍎🍋
ΠΗΓΉ https://www.greek-language.gr/
Καλή Ανάσταση και καλή πνευματική ανάταση.

27.4.21

Προμηθέας – Χριστός: Οι πάσχοντες «θεοί». Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 

α. «τόνδε προς πέτραις/ υψηλοκρήμνοις τον λεωργόν οχμάσαι/ αδαμαντίνων δεσμών εν αρρήκτοις πέδαις» (Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», στ. 4-6, τον πανούργο τούτον να τον καρφώσεις εκεί πάνω στα βράχια τ’ αψηλόγκρεμνα, δεμένον μ’ ατσάλινα δεσμά που να μη σπάνε).

β. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας» (Από τα πάθη του Χριστού, Μ. Πέμπτη και Παρασκευή).

Στη μυθολογία και στη θρησκεία πολλών λαών ανευρίσκεται η εικόνα του «πάσχοντα ανθρώπου» ή και Θεού. Οι άνθρωποι αρέσκονται να πιστεύουν πως κάποιος άνθρωπος ή θεός τους προστατεύει ή και τους σώζει. Τα πάθη τους δεν επιβεβαιώνουν μόνο το μέγεθος της θυσίας και της προσφοράς τους αλλά και την εγγενή αδυναμία των ανθρώπων να υπερβούν το φόβο και την αγωνία που απορρέουν από τη συνειδητοποίηση της περατότητάς τους (θνητά όντα).

«Θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον»(απελευθέρωσα τους θνητούς απο το φόβο του θανάτου) (Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης»)// «Θανάτω θάνατον πατήσας… ο σταυρόν υπομείνας και τον θάνατον καταργήσας», (Υμνολογία του Μ. Σαββάτου).

Τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Χριστός προβάλλουν εμφαντικά ότι απομάκρυναν τον άνθρωπο (απελευθέρωσαν;) από το φόβο του θανάτου. Όχι βέβαια ότι ανέτρεψαν τους φυσικούς νόμους, αλλά ότι έδωσαν στο ανθρώπινο γένος τη δυνατότητα να υπερβαίνει το διαρκή φόβο της θνητότητάς του. Το θεμελιακό αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν το έσβησαν με την «αθανασία», αλλά με τα κατάλληλα δώρα που δεν είναι άλλα από τη γνώση – αποδοχή της αντικειμενικής πραγματικότητας και την αυτογνωσία. Ο άνθρωπος μόνον όταν γνωρίζει και αποδέχεται την αλήθεια μπορεί να την διαχειριστεί επ’ ωφελεία του.

Ωστόσο η ταύτιση της «προσφοράς» προς τον άνθρωπο συνοδεύτηκε από το φρικτό μαρτύριο του Προμηθέα κι από τον σταυρικό «θάνατο» του Χριστού. Αυτό το παράλληλο πάθος καταδεικνύει την διαχρονική ανάγκη του θνητού ανθρώπου να πιστεύει πως η σωτηρία του είναι προϊόν κάποιου «πάσχοντος θεού». Τέτοια στοιχεία θρησκευτικού συγκρητισμού μπορούμε να βρούμε πολλά στα αρχαία και εκκλησιαστικά κείμενα. Ανεξάρτητα από το εάν τα ευρήματα αυτά παραβιάζουν τους κανόνες του ορθολογισμού (ως πυρηνικού στοιχείου του ευρωπαϊκού διαφωτισμού), είναι σημαντικό για τον άνθρωπο να γνωρίζει τις αντιλήψεις που προηγήθηκαν για τη «θυσία» - πάθη των θεών του.

Μεσσιανικές προσδοκίες

Οι μεσσιανικές προσδοκίες πλάθουν ιστορίες που αφηγούνται τον ηρωισμό ανδρών, ημίθεων ή και θεών που υποφέρουν πολλά για χάρη των ανθρώπων. Οι πρωταγωνιστές τέτοιων πράξεων που αγγίζουν τα όρια της αυτοθυσίας χαρακτηρίζονται από μια απέραντη αγάπη για τους ανθρώπους και πασχίζουν για τη σωτηρία τους ή και την πρόοδό τους. Συγκρούονται με δυνάμεις υπέρτερες ή και αντιμάχονται την κακότητα κάποιων ανθρώπων που απεργάζονται την πτώση και τη δουλεία των συνανθρώπων τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται η ψυχολογία των ανθρώπων να περιμένουν κάποιο μεσσία για να τους απαλλάξει από τις ενοχές, τις φοβίες και τα λάθη τους και να τους βοηθήσει να νιώσουν σίγουροι για τον εαυτό τους και το μέλλον τους. Γι’ αυτό και δυσκολεύονται σε μια ύστερη φάση να ξεχωρίσουν το μυθικό στοιχείο από το πραγματικό και το ορθολογικό. Η πίστη θεριεύει και συνδράμει καταλυτικά στη βίωση ενός αισθήματος ασφάλειας που απελευθερώνει τη θέληση για επιβίωση και δημιουργία. Νιώθει προστατευμένος από μια δύναμη στον αγώνα του να αντέξει τα δεινά που απορρέουν από τις πολυποίκιλες αναγκαιότητες (βιολογικές, κοινωνικές…).

Τα πάθη του Προμηθέα και του Χριστού

Ιδανικοί ενσαρκωτές όλων των παραπάνω εικόνων και σκέψεων δύο εμβληματικά πρόσωπα που τα πάθη και η εκούσια θυσία τους σημάδεψαν την πνευματική και ηθική πορεία του ανθρώπου και του κόσμου. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ και ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ένας ημίθεος – Τιτάνας κι ένας «Θεός». Πολλά είναι τα στοιχεία που τους ενώνουν όπως πολλά είναι κι αυτά που τους διαφοροποιούν. Το βασικό κοινό σημείο και των δυο είναι ότι συνενώνουν το θεϊκό και το ανθρώπινο στοιχείο: Ίσως, όμως, το στοιχείο που τους κατέστησε σύμβολο παγκόσμιο και πανανθρώπινο είναι τα πάθη τους για χάρη του ανθρώπου.

Ο Προμηθέας καρφωμένος στον Καύκασο, ο Χριστός σταυρωμένος στο Γολγοθά. Ο συμβολισμός είναι φανερός. Είναι η καρφωμένη και σταυρωμένη ανθρωπότητα, που πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της που άλλοι χάλκευσαν γι’ αυτήν ή και η «ίδια» με τα λάθη και την απρονοησία της. Προμηθέας και Χριστός πληρώνουν το τίμημα της αγάπης – προσφοράς τους στον αιώνιο άνθρωπο. Ο Προμηθέας εξομολογητικά δηλώνει: «Θνητοίς γαρ γέρα/ πορών ανάγκαις ταίσδ’ ενέζευγμαι τάλας˙», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης»,107…) - (Για τα δώρα/ που έδωσα στους ανθρώπους, μπήκα ο δόλιος/ σε τέτοια βάσανα).

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει το Χριστό ως «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Α,29) και «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Γ, 16-17). Η αγάπη, λοιπόν, προς τον κόσμο και η σωτηρία αυτού συνιστούν τη βασική αιτία των παθών του Χριστού.

Και οι δυο, Προμηθέας και Χριστός, υφίστανται τα πάνδεινα, χωρίς παράπονα, γογγυσμό ή μίσος για τους διώκτες: «οράτε δεσμώτην με δύσποτμον Θεόν/….δια την λίαν φιλότητα βροτών» (Κοιτάχτε με δεσμώτη το βαριόμοιρο θεό,/… γιατί τους ανθρώπους αγάπησα τόσο, Αισχύλος, «Προμηθέας Δεσμώτης»στ 119-120,123) διακηρύσσει ο Προμηθέας, κι ας ένιωθε κάπως προδομένος από τους ανθρώπους και τους άλλους τιτάνες.

Η προδοσία

Το παράπονο του Προμηθέα αποδίδει με γλαφυρότητα ο Κ. Βάρναλης στο «φως που καίει» (Ο Μονόλογος του Μώμου): 

«Τους έσωσα κ’ εγώ μια φορά και πρόκοψα!… Έκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα. Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα. Τους ανέβασα ψηλά, ίσαμε τους θεούς. Κι αφτοί με προδώσανε».

Ανάλογη και η προδοσία του Χριστού από το μαθητή του Ιούδα «Και έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας…ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων˙ ον αν φιλήσω, αυτός εστί, κρατήσατε αυτόν….», (Ματθαίος, ΚΣΤ 47-49). Την προδοσία του Ιούδα ακολούθησε η προδοσία και η εγκατάλειψη από τον όχλο «οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες˙ σταυρωθήτω», (Ματθαίος, ΚΖ 24) και «οι δε εκραύγασαν˙άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», (Ιωάννης, Ιθ 16).

Προμηθέας και Χριστός βάδισαν προς το Πάθος με συνείδηση, γνωρίζοντας τα πάντα κι γι’ αυτό δε λυγίζουν: «Ευ ‘γω ταύτα πάντ’ ηπιστάμην,/ εκών άκων ήμαρτον, ουκ αρνήσομαι˙/ θνητοίς αρήγων αυτός ηυρόμην πόνους», (Αισχύλος «Προμηθέας Δεσμώτης» 277-79, «Πολύ καλά τα γνώριζα όλα αυτά˙/ Το ‘θελα κι έφταιξα, ναι, δεν τ’ αρνιέμαι,/ και βρήκα συμφορές θνητούς βοηθώντας»).

Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός προοικονόμησε το τέλος του και προϊδέασε τους μαθητές του γι’ αυτό: «Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι… και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι», (Μάρκος, Η 32).  Ωστόσο, παντού διέβλεπε, ακόμη και στους μαθητές του, πως ο όχλος δεν είχε πειστεί για την ταυτότητα και το έργο – διδασκαλία του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», (Μάρκος, Η28).

Το μεγαλείο και των δυο «πασχόντων» συνίσταται στο γεγονός ότι γνώριζαν το τέλος το οποίο αντιμετώπισαν ως μια αναγκαιότητα: «πάντα προυξεπίσταμαι/ σκεθρώς τα μέλλοντα, ουδέ μοι ποταίνιον,/ πήμ’ ουδέν ήξει. Την πεπρωμένην δε χρη/ αίσαν φέρειν ως ράτσα, γιγνώσκονθ’ ότι/ το της ανάγκης έστ’ αδήριτον σθένος», (Καλά τα ξέρω όλα… Πρέπει την τύχη τη μοιρόγραφτη ο καθένας… να βαστάζει, μια και το ξέρει πόσο ανίκητη είναι της Ανάγκης η δύναμη», Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», 101-105).

Ο Χριστός έδειξε την αδυναμία του μόνον λίγο πριν εκπνεύσει λέγοντας το: «ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί; Τούτ’ έστ’, Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;» (Ματθαίος, ΚΖ47). Ο ανθρώπινος θάνατος του Χριστού επισημαίνεται κι από τον υμνογράφο του Επιταφίου θρήνου: «Ως βροτός μεν θνήσκεις εκουσίως, Σωτήρ, ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών».

Ο συμβολισμός

Γενικότερα, περιδιαβαίνοντες το μύθο του Προμηθέα (Ησίοδος, Αισχύλος, Βάρναλης) μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε αυτόν το σύμβολο του αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε εκείνες τις δυνάμεις που τον κρατούν δέσμιο. Ο Προμηθέας εκπροσωπεί την Ηθική Ελευθερία και τη βαθιά επιθυμία του ανθρώπου για πρόοδο σε όλα τα επίπεδα (Υλικό, Πνευματικό…). Η πορεία, βέβαια, προς τη γνώση και την πρόοδο δεν συμβαίνει πάντα «ατιμωρητί». Ο άνθρωπος πρωταγωνιστής «πάσχει» και παθιάζεται.

Γνωρίζει, δηλαδή, πως η μετάβαση από το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της ελευθερίας» προϋποθέτει συνειδητοποίηση των ορίων των ανθρώπων αλλά και των θυσιών. Ο Προμηθέας ενσαρκώνει σε απόλυτο βαθμό αυτή τη συνειδητοποίηση. Εξάλλου η «πράξη που γεννά βάσανα» είναι παράλληλα «πράξη που γεννά ευτυχία».

Ο Χριστός στέκεται συγκαταβατικός απέναντι σε αυτούς που τον αδικούν και τους συγχωρεί «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν». Είναι η έκφραση μιας αγάπης χωρίς όρους και όρια. Μια αγάπη που τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Φρόιντ δεν αναγνωρίζουν. Σχετικά ο Προμηθέας διακηρύσσει «απλώ λόγω τους πάντας εχθαίρω θεούς,/ όσοι παθόντες ευ κακούσι μ’ εκδίκως».

Ο Βάρναλης στο «φως που καίει» παρουσιάζει τον Προμηθέα και το Χριστό να διαφωνούν σε πολλά και ο ένας να μην κατανοεί τη θυσία και τα παθήματα του άλλου. Ο Προμηθέας με τα δώρα στους ανθρώπους απέβλεπε στο λογικό του ανθρώπου (φωτιά, γλώσσα…), ενώ ο Χριστός στην αγάπη – καρδιά. Στη θέση – απάντηση του Προμηθέα «Αφτά δεν είναι λογικά πράματα!», ο Χριστός απαντά «Όσο ξανοίγεται η σκέψη, τόσο πιο στενέβουν οι καρδιές. Κι ο άνθρωπος χάνεται» (Κ. Βάρναλης, «το φως που καίει»).

Ωστόσο, το τέλος – θάνατος και των δυο συνοδεύουν τρομερά φυσικά γεγονότα «χθων σεσάλευται./ βρυχία δ’ ηχώ παραμυκάται/ βροντής», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης» 1095) και «…και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν..», (Ιωάννης, ΚΖ 52).

Πιο ανθρώπινος και πιο επιθετικός ο Προμηθέας υπερασπιζόμενος τα δίκαια του αιώνια «πάσχοντος» ανθρώπου ομολογεί με ένα ανθρώπινα δραματικό τρόπο: 

«ω μητρός εμής σέβας, ω πάντων/ αιθήρ κοινόν

φάος ειλίσσων,/ εσοράς ως έκδικα πάσχω»

(κοιτάξτε πόσο άδικα πάσχω).

 

14.4.21

Αντιγόνη vs Κρέων: Πολιτικές αναφορές. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Ήδ’ εστίν η σώζουσα και ταύτης έπι/ πλέοντες ορθής

τους φίλους ποιούμεθα»1

(Κρέων)

Κάθε φορά που οι αμφισβητίες της κρατικής εξουσίας αρνούνται να πειθαρχήσουν και στο δίκαιο που απορρέει από αυτήν οι θεωρητικοί της πολιτικής συμπεριφοράς καταφεύγουν στις απαρχές αυτού του φαινομένου, όπως αυτό αναδείχτηκε από το φιλοσοφικό λόγο και τις συγκρούσεις των ηρώων στις τραγωδίες. Κι αυτό γιατί τόσο οι φιλόσοφοι – και ιδιαίτερα οι σοφιστές – όσο και οι τραγωδοί κατόρθωσαν να «παγιδεύσουν» τα διαχρονικά θέματα όχι μόνον της πολιτικής κοινωνίας αλλά και της ανθρώπινης ζωής.

Όσο κι αν η δημοκρατία απέκτησε στις μέρες μας παγκόσμιες διαστάσεις και όλοι ομνύουν στο όνομά της, εντούτοις δεν απουσιάζουν και οι ενστάσεις ή και οι διαφωνίες για το κύρος της εξουσίας και για τις προϋποθέσεις απονομιμοποίησής της και πολιτικής ανυπακοής. Σε κάθε εποχή υφέρπει μία πάλη ανάμεσα στο παλιό (συντηρητικό) και στο νέο (προοδευτικό).

Η κατάχρηση της εξουσίας, η αλαζονεία του ανθρώπου και η σύγκρουση ανάμεσα στη βία του κράτους και στην ελεύθερη βούληση του πολίτη – ως στοιχείου αυτοπροσδιορισμού – είναι το κληροδότημα των αρχαίων τραγωδιών. Κληροδότημα που καθορίζει και σήμερα τους αξιολογικούς και ερμηνευτικούς μας κώδικες για θέματα που ταλανίζουν τις σύγχρονες πολιτικές κοινωνίες. Ένα από τα θέματα είναι και το κριτήριο με το οποίο αποτιμάται η ανθρώπινη πράξη. Δηλαδή με το κριτήριο της νομιμότητας (δίκαιο της εξουσίας) ή της ηθικότητας(η ηθική ως έκφραση της θεϊκής βούλησης) πρέπει να αξιολογούνται οι ανθρώπινες πράξεις; Το χρέος προς το σύνολο – κράτος είναι αξιολογικά υπέρτερο από το χρέος προς το άτομο; Διαχρονικά ερωτήματα και διλήμματα.

 

Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή

Η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη» αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του αρχαίου λόγου και χρησιμοποιήθηκε όσο κανένα άλλο κείμενο για να καταγγελθεί από τη μία πλευρά η αυταρχικότητα της εξουσίας (Κρέων) κι από την άλλη να προβληθεί η αξία της ανυπακοής (Αντιγόνη) απέναντι στην κρατική εξουσία. Παρουσιάστηκε κι ερμηνεύτηκε η στάση της Αντιγόνης ως πράξη δημοκρατική και επαναστατική και έγινε σύμβολο αγωνιστικότητας.

Η σύγκρουση Κρέοντα και Αντιγόνης παραπέμπει στην αιώνια σύγκρουση των δύο όρων του διωνύμου Άτομο – Αυταρχικό κράτος. Το άτομο διεκδικεί το δικαίωμα της αυτονομίας και της ελεύθερης βούλησης απέναντι στη δύναμη και τη θεσμοποιημένη βία του Κράτους. Υποστηρίζεται πως η τραγωδία «Αντιγόνη» εμπερικλείει όλη την επιχειρηματολογία για το δίκαιο της «Ηθικότητας» μιας πράξης (Αντιγόνη – ταφή νεκρού) και για το δίκαιο μιας νόμιμης πράξης (Διαταγή Κρέοντα) αλλά όχι και υποχρεωτικά ηθικής.

Όλες οι παραπάνω ερμηνείες οδήγησαν σε ανεπίτρεπτες ή αυθαίρετες γενικεύσεις με αποτέλεσμα στη συνείδηση του μέσου αναγνώστη να λειτουργεί το σχήμα: Αντιγόνη, η γυναίκα ηρωίδα (η καλή) και Κρέων, ο κακός… Η ιδεολογική εκμετάλλευση πολλών τραγωδιών οδηγεί αναπόφευκτα σε ερμηνευτικές αυθαιρεσίες και ακρότητες κατατάσσοντας άλλους ήρωες των τραγωδιών στο πάνθεο των ιδεολογικά προοδευτικών – επαναστατών (Προμηθέας – Αντιγόνη) κι άλλους στο χώρο των συντηρητικών (Κρέων).

 

Ωστόσο απέναντι στην τραγωδία – είτε ως αναγνώστες είτε ως θεατές – πρέπει να στεκόμαστε με έναν υψηλού επιπέδου θεωρητικό εξοπλισμό απαλλαγμένο από ερμηνευτικές απολυτότητες και μανιχαϊσμούς. Οι τραγωδίες ήταν και παραμένουν διδάγματα ηθικής πολιτικής και βιοθεωρίας με σκοπό το φρονηματισμό των πολιτών.

 

Νομιμότητα vs  Ηθικότητα

Ειδικότερα η τραγωδία «Αντιγόνη» είναι ένα έργο τέλεια ζυγισμένο ανάμεσα σε ένα Κρέοντα που αντιπροσώπευε την ορθολογιστική σκέψη του ηγεμόνα για την αδιασάλευτη τάξη της πόλης και μια Αντιγόνη με πίστη ακλόνητη στην παραδοσιακή ηθική. Δομικό στοιχείο της τραγωδίας αλλά και αφετηριακό σημείο της δράσης είναι αναμφισβήτητα το κήρυγμα – διαταγή του Κρέοντα (Στίχ. 195-211, απαγόρευση ταφής του Πολυνείκη: «εάν δ’ αυτόν άθαπτον δέμας και εδεστόν προς οιωνών και προς κυνών αικισθέντ’ ιδείν»2). Απέναντι στο κήρυγμα αυτοπροσδιορίζονται όλοι οι ήρωες, τόσο σε ηθικό όσο και σε ιδεολογικό – πολιτικό επίπεδο. 

Οι βασικοί ήρωες, Αντιγόνη και Κρέων, συγκρούονται και οχυρώνονται με φανατισμό στις δικές τους αλήθειες – θέσεις. Ωστόσο, η κορυφαία σύγκρουση επιτελείται στους στίχους 441-523 που θεωρούνται μνημείο λόγου – επιχειρηματολογίας: «Και φημί δράσαι… λέγειν θ’ ά βούλεται». Μέσα από τη σύγκρουση αυτή αναδύονται όχι μόνο οι δύο διαφορετικοί χαρακτήρες αλλά περισσότερο η ιδεολογία των δύο πρωταγωνιστών του έργου.

Η μεν Αντιγόνη υπερασπίζεται με πάθος τους άγραφους νόμους και το εθιμικό δίκαιο. Με το ίδιο πάθος ο Κρέοντας υπερασπίζεται τους γραπτούς νόμους και το ανθρώπινο δίκαιο. Η Αντιγόνη μάχεται για τους αιώνιους ηθικούς νόμους, ενώ ο Κρέοντας για την ανθρώπινη νομιμότητα. Γενικά ο διάλογος των δύο ηρώων αισθητοποιεί τον εγκλωβισμό και των δύο σε απόλυτες θέσεις, στοιχείο που τους οδηγεί στην Ύβρη. Δεν είναι τυχαίο ότι το τέλος της τραγωδίας βρίσκει και τους δύο ηττημένους.

Η Αντιγόνη φαίνεται να κερδίζει τις εντυπώσεις και την συμπάθεια με την τόλμη της και την αποφασιστικότητά της, αν λάβουμε υπόψη και τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα. Προσωποποιεί με την στάση της την αντίσταση στην εξουσία. Από την άλλη πλευρά, όμως, και ο Κρέοντας – όσο κι αν φαίνεται σκληρός και πείσμων – εντυπωσιάζει με την καθαρότητα των θέσεών του και με την αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση του ανθρώπου, ως υποκειμένου της ιστορίας. Κάπου μάς παραπέμπει στο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» του Πρωταγόρα.

Έχουμε την αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στην Ηθικότητα και στη Νομιμότητα μιας πράξης και στο δίλημμα, αν μία πράξη νόμιμη είναι και ηθική.

 

Το δίκαιο του Ατόμου vs Το δίκαιο της Πόλης

Βέβαια, ο Σοφοκλής μέσα από τη σύγκρουση των δύο ηρώων δεν ήθελε να μοιράσει τους ρόλους του τύπου «ο καλός» και «ο κακός», γιατί αυτό θα αναιρούσε την ίδια την ποιότητα της τραγωδίας. Η Αντιγόνη υπερασπίζεται με πάθος τα δικαιώματα του νεκρού αδελφού της, ενώ ο Κρέων το δίκαιο της πόλης. Δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορήσει κάποιος τον Κρέοντα για τη σταθερή εμμονή του στο ανθρώπινο δίκαιο και στο συλλογικό συμφέρον (πατρίδα).

«Άλλ’ όστις εύνους τήδε τη πόλει, θανών και ζων ομοίως εξ εμού τιμήσεται»3

(Στίχοι 210-211)

Ο χαρακτηρισμός της Αντιγόνης ως επαναστάτριας και προοδευτικής είναι μάλλον προϊόν λανθασμένης ερμηνείας της τραγωδίας. Αν κάποιος δικαιούται να χαρακτηριστεί προοδευτικός αυτός είναι ο Κρέοντας, γιατί είναι αυτός που εμφανίζεται πιστός όχι σε μια ασαφή θεϊκή θέληση – βούληση αλλά στους νόμους και στο δίκαιο του ανθρώπινου νου και της πόλης.

Ο Κρέων εκπροσωπεί την ώριμη φάση οργάνωσης της «πολιτικής κοινωνίας», ενώ η Αντιγόνη προβάλλει ως συντηρητικό κατάλοιπο μιας πρωτόγονης και φυλετικής κοινωνίας (δεσμοί αίματος). Ο Κρέων μυθοποιεί και προσωποποιεί τον ορθό λόγο, ενώ η Αντιγόνη τις πρωτόγονες δυνάμεις και τις διάφορες θεϊκές και μυστικιστικές δοξασίες «άγραπτα κασφαλή θεών» (Στίχ. 452). Ο Κρέων εκπροσωπεί το πέρασμα από το Μύθο στο Λόγο, ενώ η Αντιγόνη τη στενοκέφαλη εμμονή της σε παρωχημένες μορφές ερμηνείας του κόσμου.

Την πρόοδο, την εξέλιξη και τον πολιτισμό τον εκπροσωπεί η ανθρώπινη λογική, ενώ το παρελθόν και τη στασιμότητα οι θεϊκές δοξασίες. Η υποταγή στη θεϊκή βούληση συνιστά μία παραίτηση από το δικαίωμα του ανθρώπου να ορίσει αυτός τα όρια και τους όρους – κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης. Το ανθρώπινο δίκαιο και ο ανθρώπινος νόμος ως προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και αυτορρύθμισης της κοινωνίας (αυτόνομη κοινωνία) αποτελούσε για τις παραδοσιακές – συντηρητικές κοινωνίες «ύβρη».

Ο Κρέων, ως φορέας του νέου κόσμου, αγωνίζεται σε πολλά επίπεδα και μάχεται το παλιό που βρυχάται. Η δημοκρατική Αθήνα είναι μία πραγματικότητα που οι συντηρητικοί δεν θέλουν να αποδεχτούν.

Ο Δίας και οι πιστοί του αρχίζουν να τρέμουν μπροστά στις νέες αλήθειες που διακηρύσσουν οι σοφιστές, ο Αναξαγόρας και ιδιαίτερα ο Πρωταγόρας. Ο Περικλής (πολιτικό υποκείμενο) κυριαρχεί στη δημοκρατική Αθήνα. Οι συντηρητικοί προσβλέπουν στην παλινόρθωση του παλιού.

Ο Κρέων υπερβάλλει με την απολυτότητά του στο ανθρώπινο δίκαιο (όσο κι αν το θεμελιώνει λογικά). Η Αντιγόνη – κακόφωνη μονωδία του δικαίου που απορρέει από την αδελφική σχέση (Στίχ. 900-904) – υπερβάλλει με την απόλυτη προσήλωση στο θεϊκό δίκαιο. Γι’ αυτό και στο τέλος της τραγωδίας και οι δύο ήρωες υποφέρουν (η Αντιγόνη νεκρή, ο Κρέοντας πολλαπλά χτυπημένος «πότμο δυσκόμιστο εισήλατο»). Η κάθαρση επήλθε (Μοίρα ακράτητη μπήκε στο νου μου).

Γι’ αυτό και ο Σοφοκλής με τα λόγια του χορού υπενθυμίζει το ρόλο της λογικής και του μέτρου.

«Πολλώ το φρονείν ευδαιμονίας πρώτον υπάρχει»4

Η ηθική και η νομική τάξη

Στην τραγωδία συγκρούεται η παραδοσιακή ηθική τάξη με τη νέα ανθρώπινη νομική τάξη. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορούν να συνυπάρξουν η παραδοσιακή ηθική τάξη με τους θεσπισμένους νόμους και το δίκαιο της πόλης; Σε ποιο βαθμό το ανθρώπινο δίκαιο στο όνομα του συμφέροντος της πόλης μπορεί να παραβιάζει περιοχές της προσωπικής ηθικής; Νομιμοποιητικός παράγοντας των ανθρώπινων επιλογών και πράξεων ποιος μπορεί να θεωρηθεί, το ανθρώπινο – κρατικό δίκαιο ή το θεϊκό δίκαιο;

Πολλές φορές δίκαιο και ηθική δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, αντίθετα μάλιστα το δίκαιο  υποχρεώνεται να επικυρώσει τις ισχύουσες ηθικές αντιλήψεις μιας κοινωνίας. Πολλές φορές, όμως, το ανθρώπινο δίκαιο διαμορφώνει εκείνες τις συνθήκες για την ανάπτυξη μιας νέας ηθικής συμπεριφοράς ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας. Ωστόσο δίκαιο και ηθική δεν πρέπει να θεωρούνται εννοιολογικά ταυτόσημα. Λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και αλληλονοηματοδοτούνται.

Οι Σοφόκλειοι ήρωες κινούνται στα όρια της ορθολογικής τάξης των πραγμάτων – όπως την υφαίνουν οι ιδέες των σοφιστών – και της παλιάς αριστοκρατικής ηθικής (φυλετικές κοινωνίες). Ο Σοφοκλής προσπαθεί να ορίσει το νέο πρότυπο του ιδανικού πολίτη με αναφορές στον «Υψίπολιν» και τον «Άπολιν».

«νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν»5

(Στίχοι 368-371)

Η Ευβουλία…

Ο Σοφοκλής φαίνεται να κινείται καθαρά προς το χώρο των νέων ιδεών που εκφράζουν οι σοφιστές (σχετικότητα της γνώσης και της αλήθειας, προβολή της δύναμης του λόγου…), αλλά αδυνατεί να απεμπλακεί με απόλυτο τρόπο από την αριστοκρατική ηθική. Ένα μεγάλο κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας (όπως και σήμερα…) αντλεί δύναμη από το παλιό και το δοκιμασμένο.

Το ζητούμενο είναι η Ευβουλία ως προϋπόθεση της πολιτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου.

α.«Όσω κράτιστον κτημάτων Ευβουλία»6

(Σοφοκλής)

β.«Όσωπερ, οίμαι, μη φρονείν πλείστη βλάβη»7

(Σοφοκλής)

γ.«Το δε μάθημα έστιν ευβουλία περί των οικείων, όπως αν άριστα την αυτού οικίαν διοικοί και περί των της πόλεων, όπως τα της πόλεως δυνατώτατος αν είη και πράττειν και λέγειν»8

(Πλάτων, «Πρωταγόρας»)

 

­Σημειώσεις:

1..    1.    Αυτή η πόλη είναι που μας σώζει, κι αν πλέουμε το πλοίο πάνω σ’ αυτήν, όσο είναι σώα, μόνον τότε μπορούμε να αποκτούμε τους φίλους μας.

2.     2.     Να αφήσουν αυτόν (Πολυνείκη) άθαπτον και τροφή για τα όρνια και τα σκυλιά.

3.    3.    Αλλά όποιος είναι ευνοϊκός στην πόλη αυτή νεκρός ή ζωντανός όμοια θα τιμηθεί από εμένα.

4.     4.  Η φρόνηση είναι το πρώτο καλό για την ευτυχία.

5.    5.   Όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο και του θεού το δίκαιο… άξιος πολίτης… όποιος προτιμά το άδικο αλήτης και φυγάς.

6.     6.  Το πιο ισχυρό απόκτημα είναι η σωστή σκέψη – απόφαση.

7.    7.   Όπως και η λανθασμένη σκέψη είναι το μεγαλύτερο κακό.

8.   8.  Το μάθημά μου είναι ευβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για θέματα που αφορούν τα οικεία, την ιδιωτική ζωή, πως δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οίκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα.