Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

10.3.16

IAΠΩΝΙΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΑΞΙΑ ΣΕΒΑΣΜΟΥ Κ.Ο.Μ. Από τον FUJI TOMO KAZU = Επικούρειο Πέπο.

Ιαπωνική ιστορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ιαπωνία έχει μια ιστορία που ξεκινά πριν από χιλιάδες χρόνια. Οι επιστήμονες πιστεύουν πως οι Ιάπωνες ως ενιαίο σύνολο προέρχονται από πολλές ομάδες, οι οποίες μετανάστευσαν στα νησιά από άλλα σημεία της Ασίας, στα οποία περιλαμβάνονται η Κίνα και η Κορέα. Οι αρχαιολογικές έρευνες, ωστόσο, υποδεικνύουν πως τα ιαπωνικά νησιά κατοικούνταν ήδη από το 30.000 Π.Κ.Ε.
Τα Προϊστορικά Χρόνια Ως Εποχή του Λίθου για τα νησιά της Ιαπωνίας οι αρχαιολόγοι χαρακτηρίζουν το χρονικό διάστημα από το 30.000 Π.Κ.Ε. ως το 10.000 Π.Κ.Ε., εξαιτίας των λίθινων τέχνεργων που τη χαρακτηρίζουν και την έλλειψη κεραμικών. Η πρόσθεση ενδιάμεσων περιόδων έχει να κάνει με τη σταδιακή βελτίωση των εργαλείων, την ανακάλυψη πρωτόγονων οικισμών –μεσολιθική περίοδος- και τη σταδιακή εισαγωγή της χρήσης του πηλού και των μετάλλων –νεολιθική.
Η Νεολιθική περίοδος στις ιαπωνικές νήσους αναφέρεται από αρκετούς αρχαιολόγους και ως Εποχή του Πηλού, εξαιτίας των κεραμικών δειγμάτων και των ειδωλίων που έχει να παρουσιάσει. Τα τεστ ραδιοχρονολόγησης έδειξαν σε αρκετές περιπτώσεις το χρονικό βάθος των 10.000 ετών.

Με τη σειρά της η Εποχή του Πηλού χωρίζεται σε δύο επιμέρους εποχές, την εποχή Τζόμον και την εποχή Γιαγιόι. Η Εποχή Τζόμον ξεκινά από το 10.000 Π.Κ.Ε. και φτάνει –ιδιαίτερα στην περίπτωση της νήσου Κιούσου– ως τον 3ο Π.Κ.Ε. αιώνα. Η λέξη Τζόμον είναι σύνθετη και σημαίνει «χάραγμα με σχοινί». Η λέξη Τζο σημαίνει σχοινί, ενώ η λέξη Μον σημαίνει χάραγμα. Διάσημη από εκείνη την εποχή έρχεται η κεραμική Τζόμον με τα σχοινόμορφα χαράγματα στα κεραμικά της. Προς το τέλος της εμφανίζεται και η χρήση του ατσαλιού, ιδιαίτερα στην κατασκευή όπλων. Τα κεραμικά της εποχής Γιαγιόι, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις φέρουν σχοινόμορφα χαράγματα, εντούτοις είναι εντελώς διαφορετικά στην τεχνοτροπία τους και εύκολα διακρίνονται από εκείνα της κεραμικής Τζόμον. Το σημαντικότερο στοιχείο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι στις ιαπωνικές νήσους εισβάλλουν λαοί από την κορεατική χερσόνησο, περίπου τον 3ο Π.Κ.Ε. αιώνα.
Κρίνοντας από το γεγονός ότι η κεραμική Τζόμον σταδιακά μειώνεται και αντικαθίσταται, πιστεύεται πως οι φορείς του πολιτισμού Γιαγιόι τελικά υπερίσχυσαν, αν και ο πολιτισμός Τζόμον συνεχίστηκε στη βόρεια νήσο Χοκάιντο. Η νήσος Χοκάιντο κατοικείτο αποκλειστικά από τους Αϊνού11 σχεδόν μέχρι τον 16ο αιώνα, οπότε και άρχισε ο ιαπωνικός αποικισμός.
Η Εποχή Κοφούν διαμορφώνεται από το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τύμβων, κάτι ανάλογο με τις τούμπες της Μακεδονίας ή τις μαγούλες της θεσσαλικής γης. Άλλωστε η ίδια η λέξη κοφούν σημαίνει τύμβος. Τούτοι οι τύμβοι άλλοτε είναι στρογγυλοί, άλλοτε τετράγωνοι, άλλοτε στρογγυλοί μπροστά και τετράγωνοι πίσω, άλλοτε δύο τετράγωνα με κύκλο ανάμεσά τους, άλλοτε δύο κύκλοι. Ιστορικά, η συγκεκριμένη εποχή με βάση τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις τοποθετείται ανάμεσα στο τέλος του 3ου αιώνα ή τις απαρχές του 4ου, ενώ το τέλος της στον 7ο αιώνα.
Σημαντικό στοιχείο για τη χρονική τοποθέτηση αυτής της εποχής αποτελεί η γραπτή μαρτυρία ενός αρχαίου κινεζικού αρχείου στο οποίο αναφέρεται πως η αυτοκράτειρα Χιμίχο έστειλε πρεσβευτή στην κινεζική πρωτεύουσα με δώρο 100 καθρέπτες και άλλα δώρα τα έτη 238 και 240. Λίγο αργότερα πέθανε και τάφηκε σε ένα μεγάλο τύμβο που χτίστηκε προς τιμήν της.
Η ιστορική εποχή για τον ιαπωνικό πολιτισμό θεωρείται πως κάνει την έναρξή της στα τέλη του 6ου αιώνα. Το 592 επιβεβαιώνεται από γραπτές μαρτυρίες ως το έτος θανάτου του αυτροκράτορα Σουσούν. Συνεπώς το 593 είναι το επιβεβαιωμένο έτος έναρξης για τη διοίκηση της αυτοκράτειρας Σουΐκο. Βέβαια, αν καταφύγει κανείς στο Κοτζίκι2, το αρχείο των αρχαίων γεγονότων, ο πρώτος αυτοκράτορας Τζίνμου εγκαθίδρυσε την κυβέρνησή του το 660 Π.Κ.Ε., δηλαδή στην ύστερη εποχή Τζόμον. Οι ιστορικοί, ωστόσο, αμφιβάλλουν και πιστεύουν πως όλα αυτά έγιναν κατά τον 1ο αιώνα, οπότε και έγινε η εισαγωγή σιδήρου και αναπτύχθηκαν οι τεχνικές κατεργασίας του.
Συνοψίζοντας σε έναν πίνακα τους προϊστορικούς χρόνους του ιαπωνικού πολιτισμού στις διαφορετικές φάσεις του, καταλήγουμε στην παρακάτω κατάταξη:
Κλασική περίοδος Η μετάβαση στα κλασικά χρόνια περνά ουσιαστικά από την περίοδο Γιαμάτο (300-710). Από την αρχή της περιόδου Κοφούν αναπτύσσεται ένα κέντρο δύναμης στην εύφορη πεδιάδα Κινάι, το οποίο γίνεται τελικά παράγων συνένωσης της χώρας, με πολιτικό κέντρο της την επαρχία Γιαμάτο (νομαρχιακό διαμέρισμα της Νάρα). Το όνομα της περιόδου προέρχεται από τους μεγάλους τάφους (κοφούν) που χτίστηκαν για τους πολιτικούς ηγέτες εκείνης της εποχής. Η Ιαπωνία της περιόδου Γιαμάτο απλώθηκε από το Κιούσου ως την πεδιάδα Κινάι, αλλά δεν περιέλαβε το Κάντο, το Τοχόκου και τη νήσο Χοκάιντο.

Ο αυτοκράτορας ήταν κυβερνήτης της Ιαπωνίας και το διοικητικό του κέντρο μετακινείτο συχνά από τη μια πόλη στην άλλη. Σύντομα όμως η πατριά Σογκά3 ανέλαβε την πραγματική πολιτική δύναμη. Τούτο είχε ως συνέπεια να ενεργούν οι περισσότεροι αυτοκράτορες μόνον ως σύμβολα του κράτους, τελώντας τις τελετουργίες Σίντο.
Εξαιτίας των φιλικών σχέσεων με το βασίλειο Κουντάρα (ή Παϊκτσέ) στην κορεατική χερσόνησο, η επιρροή από την ηπειρωτική χώρα αυξήθηκε έντονα. Ο Βουδισμός φαίνεται πως πέρασε στην Ιαπωνία κατά το 538 ή 552 και προωθήθηκε από την κυβερνώσα τάξη. Ο πρίγκηπας Σοτόκου4 λέγεται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προώθηση των κινεζικών ιδεών. Έγραψε επίσης το σύνταγμα των δεκαεπτά άρθρων για τις ηθικές και πολιτικές αρχές. Οι θεωρίες του Κομφουκιανισμού και του Ταοϊσμού, καθώς επίσης και το κινεζικό σύστημα γραφής, εισήχθησαν στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια της περιόδου Γιαμάτο.
Το 645 ο Νακατόμι νο Καματάρι έγινε το εναρκτήριο σημείο για την εποχή της πατριάς Φουτζιβάρα, που διήρκεσε μέχρι την άνοδο της στρατιωτικής τάξης των σαμουράι στον 11ο αιώνα. Την ίδια χρονιά έγιναν οι μεταρρυθμίσεις Ταϊκά5, οι οποίες καθιέρωσαν μια νέα κυβέρνηση και ένα διοικητικό σύστημα σύμφωνα με το κινεζικό πρότυπο. Όλη η γη αγοράστηκε από το κράτος και έγινε αναδιανομή της και μια μεγάλη προσπάθεια αναδασμού, προκειμένου να εισαχθεί το νέο φορολογικό σύστημα που υιοθετήθηκε επίσης από την Κίνα.
Περίοδος Νάρα και Χεϊάν Κατά το 710 η πρώτη μόνιμη ιαπωνική πρωτεύουσα εγκαθίσταται στη Νάρα, μια πόλη που διαμορφώθηκε σύμφωνα με κινεζικά πρότυπα. Τα μεγάλα βουδιστικά μοναστήρια χτίστηκαν στη νέα πρωτεύουσα. Τα μοναστήρια κέρδισαν γρήγορα ισχυρή πολιτική επιρροή και έτσι, προκειμένου να προστατευθεί η θέση του αυτοκράτορα και της κεντρικής κυβέρνησης, η πρωτεύουσα μετακινήθηκε προς το Ναγκαόκα το 784 και τελικά στο Χεϊάν (Κιότο) το 794, όπου έμεινε για πάνω από χίλια χρόνια.
Χαρακτηριστικό των περιόδων Νάρα και Χεϊάν είναι μια βαθμιαία αποδυνάμωση της κινεζικής επιρροής που παρέμεινε, εντούτοις, ισχυρή. Πολλές από τις εισαγόμενες ιδέες βαθμιαία «εθνικοποιήθηκαν». Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ιδιαίτερες ανάγκες της Ιαπωνίας, καθιερώθηκαν διάφορα κυβερνητικά γραφεία επιπρόσθετα στο κυβερνητικό σύστημα που αντιγράφηκε από το κινεζικό πρότυπο6. Στις τέχνες, επίσης, τα αμιγή ιαπωνικά κινήματα έγιναν όλο και περισσότερο δημοφιλή. Η ανάπτυξη των συλλαβών Κάνα7 έκανε δυνατή τη δημιουργία μιας πραγματικής ιαπωνικής λογοτεχνίας, ενώ οι διάφορες νέες βουδιστικές αιρέσεις που εισήχθησαν από την Κίνα κατά τη διάρκεια της περιόδου Χεϊάν απορροφήθηκαν από το νεοτερικό ιαπωνικό πρότυπο.
Ανάμεσα στις χειρότερες αποτυχίες των μεταρρυθμίσεων Ταϊκά συγκαταλέγονται οι αναδασμοί της γης και το φορολογικό σύστημα. Οι υψηλοί φόροι οδήγησαν στην εξασθένηση πολλών αγροτών, που έπρεπε έπειτα να πωλήσουν τις ιδιοκτησίες τους και έγιναν μισθωτοί των μεγαλύτερων γαιοκτημόνων. Επιπλέον, πολλοί αριστοκράτες και βουδιστικά μοναστήρια πέτυχαν φορολογική ασυλία. Κατά συνέπεια, το κρατικό εισόδημα μειώθηκε και στο πέρασμα των αιώνων η πολιτική δύναμη μετατοπίστηκε σταθερά από την κεντρική κυβέρνηση στους μεγάλους γαιοκτήμονες8.
Η πατριά Φουτζιβάρα έλεγξε την πολιτική σκηνή της περιόδου Χεϊάν για αρκετούς αιώνες μετά από στρατηγικές επιγαμίες με την αυτοκρατορική οικογένεια και με την κατάληψη όλων των σημαντικών πολιτικών γραφείων στο Κιότο και των σημαντικότερων επαρχιών. Η δύναμη της γενιάς έφθασε στην αιχμή της με τον Φουτζιβάρα Μιτσινάγκα το 1016. Μετά από τον Μιτσινάγκα η δύναμη των ηγετών Φουτζιβάρα άρχισε να μειώνεται και η δημόσια τάξη δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Πολλοί γαιοκτήμονες μίσθωναν σαμουράι για την προστασία των περιουσιών τους. Έτσι η επιρροή της στρατιωτικής τάξης έγινε όλο και περισσότερο σημαντική, ειδικά στην ανατολική Ιαπωνία.
Η υπεροχή της πατριάς Φουτζιβάρα τερματίστηκε το 1068, όταν ο νέος αυτοκράτορας Γκο Σαντζό αποφάσισε να κυβερνήσει τη χώρα μόνος του και η οικογένεια Φουτζιβάρα απέτυχε να τον ελέγξει. Κατά το 1086. ο Γκο Σαντζό παραιτήθηκε, συνεχίζοντας να κυβερνά από τα παρασκήνια. Αυτή η νέα μορφή κυβέρνησης ονομάστηκε κυβέρνηση Ινσέι. Οι αυτοκράτορες Ινσέι είχαν σημαντική πολιτική δύναμη από το 1086 μέχρι το 1159, όταν ο Τάιρα Κιγιοτόμι έγινε ο νέος ηγέτης της Ιαπωνίας.
Κατά τον 12ο αιώνα δύο στρατιωτικές οικογένειες με αριστοκρατικό υπόβαθρο κέρδισαν πολλή δύναμη. Πρόκειται για τις πατριές Μιναμότο ή Γκέντσι και Τάιρα ή Χάικε. Η πατριά Τάιρα αντικατέστησε τους ευγενείς της Φουτζιβάρα σε σημαντικές διοικητικές θέσεις, ενώ η πατριά Μιναμότο απέκτησε μεγάλη στρατιωτική εμπειρία, θέτοντας τη βόρεια Χόνσου υπό ιαπωνικό έλεγχο με δύο σημαντικές εκστρατείες –1050 και 1083 αντίστοιχα9.
Μετά από το 1159 γίνεται ηγέτης της Ιαπωνίας ο Τάιρα Κιγιομόρι και κυβερνά ως απόλυτος άρχοντας τη χώρα από το 1168 έως το 1178, πάντα μέσω του αυτοκράτορα. Οι σημαντικότερες απειλές με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο νέος αυτοκράτορας δεν είναι μόνο ο ανταγωνισμός της πατριάς Μιναμότο, αλλά και τα στρατευμένα βουδιστικά μοναστήρια, που είναι συχνά υπεύθυνα για τη διατάραξη της ήδη εύθραυστης ειρήνης.
Μετά από το θάνατο του Κιγιομόρι οι πατριές Τάιρα και Μιναμότο διεξάγουν έναν αποφασιστικό πόλεμο μεταξύ τους, με υπέρτατο στόχο την υπεροχή και τον πολιτικόοικονομικό έλεγχο της χώρας. Ο ιστορικός πόλεμος Γκεμπέι διήρκεσε από το 1180 έως το 1185. Μέχρι το τέλος του πολέμου η πατριά Μιναμότο έβαλε τέλος στην υπεροχή της πατριάς Τάιρα και ο Μιναμότο Γιοριτόμο έγινε ο ουσιαστικός και αδιαφιλονίκητος ηγέτης. Εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς εχθρούς του, έγινε σόγκουν και εγκαθίδρυσε νέα κυβέρνηση στην Καμακούρα, τον τόπο γέννησής του.
Φεουδαρχία-Περίοδος Καμακούρα
Μετά από το θάνατο του Γιοριτόμο, το 1199, οι φιλονικίες για την υπεροχή άρχισαν μεταξύ του Μπακούφου Καμακούρα (κυβέρνησης) και της αυτοκρατορικής αυλής στο Κιότο. Οι φιλονικίες για την υπεροχή τελείωσαν κατά την εξέγερση Τζοκίου το 1221, όταν νίκησε ο Καμακούρα τον αυτοκρατορικό στρατό στο Κιότο και οι αντιβασιλείς Χοτζό απέκτησαν τον πλήρη έλεγχο της Ιαπωνίας. Με τους αναδασμούς της γης κατά τη διάρκεια της αναταραχής Τζοκιού κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την υπακοή ισχυρών ανθρώπων σε όλη τη χώρα. Ο αυτοκράτορας και τα υπόλοιπα κυβερνητικά γραφεία στο Κιότο έχασαν σχεδόν όλη τη δύναμή τους.
Η κινεζική επιρροή συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου Καμακούρα και η αίρεση του Ζεν Βουδισμού (1191) απέκτησε ένα σημαντικό αριθμό οπαδών μεταξύ των σαμουράι, οι οποίοι έγιναν η κύρια κοινωνική τάξη. Την ίδια στιγμή ιδρύθηκε μια άλλη βουδιστική αίρεση, η ριζοσπαστική και αδιάλλακτη Σούτρα του Λωτού από τον Νιχιρέν

Το 1232 καθιερώθηκε ένας νέος νομικός κώδικας, το Τζοέι Σικιμόκου. Τόνιζε ιδιαίτερα τις κομφουκιανικές αρχές, όπως η σημασία της πίστης στον κύριο, και προσπάθησε γενικά να καταστείλει τη διαφθορά των ηθών και την απειθαρχία. Ο αυστηρός έλεγχος διατηρήθηκε από την πατριά Χοτζό και οποιαδήποτε σημάδια εξέγερσης ξεριζώθηκαν εν τη γενέσει τους.
Ο σόγκουν διέμενε στην Καμακούρα χωρίς ιδιαίτερη δύναμη, ενώ οι αναπληρωτές του βρίσκονταν στο Κιότο και τη δυτική Ιαπωνία. Οι διαχειριστές και οι φύλακες ασκούσαν αυστηρό και έντιμο έλεγχο στις επαρχίες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα αρκετές δεκαετίες ειρήνης και οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα, έως ότου άρχισε να απειλεί μια εξωτερική δύναμη την Ιαπωνία.
Από το 1259 οι Μογγόλοι είχαν κατακτήσει την Κίνα και άρχισαν να ενδιαφέρονται για την Ιαπωνία. Ωστόσο η Καμακούρα αγνόησε τα απειλητικά μηνύματα των ισχυρών Μογγόλων. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη μογγολική προσπάθεια εισβολής το 1274 στο νησί Κιούσου. Μετά από μόνο μερικές ώρες ναυμαχίας, όμως, ο μεγάλος ναυτικός στόλος των εισβολέων αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών. Ο θεόσταλτος άνεμος καμικάζε βοήθησε τους Ιάπωνες, δεδομένου ότι οι πιθανότητές τους ενάντια στη μεγάλη και σύγχρονη μογγολική δύναμη δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές.
Έχοντας το χρόνο να προετοιμαστούν καλά, οι Ιάπωνες κατόρθωσαν να υπερασπιστούν σθεναρά τα νησιά τους επί αρκετές εβδομάδες κατά τη διάρκεια της δεύτερης εισβολής το 1281. Και πάλι ο θεϊκός άνεμος –βλ. κακοκαιρία– ανάγκασε τους Μογγόλους να αποσυρθούν. Το Κιούσου παρέμεινε σε επιφυλακή για μια πιθανή τρίτη προσπάθεια εισβολής, αλλά οι Μογγόλοι σύντομα είχαν περισσότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν στην ενδοχώρα από το να σκέπτονται την Ιαπωνία.

Οι συνέπειες της πολυετούς πολεμικής προετοιμασίας ενάντια στους Μογγόλους στάθηκαν μοιραίες για την κυβέρνηση Καμακούρα, δεδομένου ότι οδήγησαν σε τεράστιες δαπάνες. Πολλοί από πιστούς μαχητές της Καμακούρα περίμεναν ανταμοιβές που η κυβέρνηση δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να πληρώσει. Τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα και η μειωμένη αφοσίωση των ισχυρών αρχόντων ήταν μερικοί από τους λόγους της πτώσης της κυβέρνησης αυτής της περιόδου.
Κατά 1333 η δύναμη των αντιβασιλέων Χοτζό μειώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αυτοκράτορας Γκο Νταϊγκό κατόρθωσε να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική δύναμη και να νικήσει το Μπακούφου Καμακούρα.
Περίοδος Μουρομάτσι Παρά την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δύναμης, η αναγέννηση των παλαιών αυτοκρατορικών γραφείων που επιχειρήθηκε κατά την περίοδο της παλινόρθωσης Κέμου11 –όπως ονομάστηκε– (1334) δε διήρκεσε για πολύ, επειδή το παλαιό σύστημα διοίκησης δεν ήταν εκσυγχρονισμένο και πρακτικό. Την ίδια στιγμή οι ανώτεροι υπάλληλοι απέτυχαν να κερδίσουν την υποστήριξη των ισχυρών γαιοκτημόνων και να δημιουργήσουν τις δικές τους ζώνες επιρροής.
Ο Ασικάγκα Τακαούτζι, άλλοτε υπέρμαχος του αυτοκράτορα, ήρθε σε σύγκρουση με την αυτοκρατορική αυλή και κατόρθωσε να καταλάβει το Κιότο το 1336, τρέποντας σε φυγή τον Γκο Νταϊγκό, ο οποίος κατέφυγε στο Γιοσίνο, όπου ίδρυσε τη νότια αυλή. Την ίδια στιγμή ένας άλλος αυτοκράτορας διορίστηκε στο Κιότο. Τούτο έγινε δυνατό εξαιτίας μιας διαφωνίας ως προς τη γραμμή διαδοχής που ξεκίνησε από το θάνατο του αυτοκράτορα Γκο Σάγκα το 1272.
Το 1338 ο Τακαούτζι ορίστηκε σόγκουν και εγκατέστησε την κυβέρνησή του στο Κιότο. Η περιοχή Μουρομάτσι, στην οποία βρίσκονταν τα κυβερνητικά κτήρια από το 1378, έδωσε το όνομά της στην κυβέρνηση και στην ανάλογη ιστορική περίοδο.

Δύο, λοιπόν, αυτοκρατορικές αυλές υπήρξαν στην Ιαπωνία για πάνω από 50 χρόνια, η βόρεια και η νότια. Συγκρούστηκαν πολλές φορές η μία ενάντια στην άλλη και, παρόλο που η βόρεια αυλή κατείχε σημεία στρατηγικής σημασίας, η νότια κατόρθωσε να καταλάβει το Κιότο αρκετές φορές, με συνέπεια την καταστροφή της πρωτεύουσας σε τακτική βάση. Η νότια αυλή έσβησε τελικά κατά το 1392 και η χώρα ενοποιήθηκε.
Κατά τη διάρκεια της εποχής του σόγκουν Ασικάγκα Γιοσιμίτσου (1368-1408), η κυβέρνηση Μουρομάτσι ήταν σε θέση να ελέγχει τις κεντρικές επαρχίες, αλλά βαθμιαία έχασε την επιρροή της στις εξωτερικές επικράτειες. Ο Γιοσιμίτσου, ωστόσο, καθιέρωσε καλές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα της περιόδου Μινγκ. Η εσωτερική παραγωγή αυξήθηκε με σειρά βελτιώσεων στη γεωργία και την καθιέρωση ενός νέου κληρονομικού συστήματος. Αυτές οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις οδήγησαν στην ανάπτυξη των αγορών, στην ίδρυση διαφόρων πόλεων και στη δημιουργία νέων κοινωνικών τάξεων.
Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα η επιρροή των Ασικάγκα σόγκουν και της κυβέρνησης του Κιότο μειώθηκε επικίνδυνα και νέα πρόσωπα εμφανίστηκαν στην πολιτική σκηνή. Κυρίως ήταν γαιοκτήμονες από πολεμικές φατρίες (τζι-σαμουράι). Συνεργαζόμενοι αρχικά και υπερβαίνοντας κατόπιν τους επαρχιακούς φύλακες, ορισμένοι κατόρθωσαν να ελέγξουν ολόκληρες επαρχίες. Οι νέοι φεουδάρχες άρχοντες, αυτοί που έμειναν στην ιστορία ως νταΐμιο, ασκούσαν τον πραγματικό έλεγχο των ιαπωνικών επαρχιών και πολεμούσαν μεταξύ τους επί σειρά δεκαετιών στην περίοδο των εμφύλιων πολέμων (τζιντάι Σενγκόκου). Ανάμεσα στους ισχυρότερους συγκαταλέγονται οι Τακέντα, Ουεσούγκι και Χοτζό στην Ανατολή και οι Ούτσι, Μόρι και Χόσο στη Δύση.
Το 1542 έφτασαν στο Κιούσου οι πρώτοι ιησουΐτες ιεραπόστολοι και οι πρώτοι Πορτογάλοι έμποροι. Μαζί τους έφεραν τα πυροβόλα όπλα και το Χριστιανισμό. Παρά τις αντιθέσεις των Βουδιστών, οι περισσότεροι από τους δυτικούς πολέμαρχους χαιρέτισαν τον Χριστιανισμό, κυρίως για εμπορικούς και στρατιωτικούς λόγους. Από τα μέσα του 16ου αιώνα, αρκετοί από τους ισχυρότερους πολέμαρχους ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο ολόκληρης της χώρας. Ένας από αυτούς ήταν ο Όντα Νομπουνάγκα. Έκανε τα πρώτα μεγάλα βήματα προς την ενοποίηση της Ιαπωνίας με τη κατάληψη του Κιότο το 1568 και τη νίκη του επί του Μπακούφου Μουραμάκι το 1573.

Περίοδος Μομογιάμα Αζούτσι Ο Όντα Νομπουνάγκα απέκτησε τον έλεγχο της επαρχίας Οβάρι (γύρω από τη σύγχρονη πόλη του Νάγκουα) το 1559. Το μεγάλο του σχέδιο, όμως, ήταν η ένωση της Ιαπωνίας. Αφού σταθεροποιήθηκε στο Κιότο, ο Νομπουνάγκα συνέχισε να καταστέλλει τους εχθρούς του. Ανάμεσά τους υπήρχαν και στρατευμένες βουδιστικές αιρέσεις, όπως η Ίκο, που είχαν γίνει πολύ ισχυρές σε διάφορες επαρχίες. Ο Νομπουνάγκα κατέστρεψε εντελώς το μοναστήρι Ενρυακούτζι κοντά στο Κιότο, το 1571, ενώ οι μάχες του ενάντια στη θρησκευτικοστρατιωτική οργάνωση Ίκο1210 συνεχίστηκαν μέχρι το 1580.
Μάλλον τυχερός ήταν ο Νομπουνάγκα συγκριτικά με δύο από τους πιο επικίνδυνους ανταγωνιστές του στην Ανατολή. Ο Τακέντα Σίνγκεν και ο Ουεσούγκι Κένσιν πέθαναν πριν να αντιμετωπίσουν τον Νομπουνάγκα. Μετά από το θάνατο του Σίνγκεν ο Νομπουνάγκα νίκησε την πατριά Τακέντα στη μάχη του Ναγκασίνο, το 1575, χρησιμοποιώντας σύγχρονες στρατηγικές μεθόδους13.
Το 1582 ο στρατηγός Ακέτσι δολοφόνησε τον Νομπουνάγκα και κατέλαβε το κάστρο του Αζούτσοι. Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, στρατηγός του Νομπουνάγκα, αντέδρασε πολύ γρήγορα, νίκησε τον Ακέτσι και ανέλαβε τον έλεγχο. Ακολουθώντας την πορεία του προκατόχου του προς την κατεύθυνση της ενοποίησης της Ιαπωνίας, συνέχισε την καταστολή όλων των διεκδικητών της εξουσίας. Κατέκτησε τις βόρειες επαρχίες, το Σικόκου το 1583 και το Κιούσου το 1587. Μετά τη νίκη του επί της πατριάς Χοτζό στην Ονταβάρα, το 1590, η Ιαπωνία τελικά ενοποιήθηκε.
Ωστόσο, προκειμένου να τεθεί η χώρα υπό απόλυτο έλεγχο, ο Χιντεγιόσι κατέστρεψε πολλά κάστρα που είχαν χτιστεί σε όλη τη διάρκεια της εποχής των εμφύλιων πολέμων. Το 1588 δήμευσε τα όπλα των αγροτών και των θρησκευτικών ιδρυμάτων και απαγόρευσε τις αγροτικές εργασίες για τους σαμουράι, αναγκάζοντάς τους να περιοριστούν εντός των τειχών των πόλεων-κάστρων. Η αύξηση του κυβερνητικού ελέγχου έγινε με μια σαφή διάκριση των κοινωνικών τάξεων, μετά από γενική απογραφή το 1590. Την ίδια χρονιά ολοκληρώθηκε και το μεγάλο κάστρο Χιντεγιόσι ή κάστρο της Οσάκα.

Το 1587 ο Χιντεγιόσι εξέδωσε ένα διάταγμα για την εκδίωξη των χριστιανών ιεραποστόλων. Παρόλα αυτά οι Φραγκισκανοί πέρασαν στην Ιαπωνία και οι Ιησουΐτες παρέμειναν ενεργοί στα δυτικά. Το 1597 ο Χιντεγιόσι ενέτεινε τη δίωξη των χριστιανικών ιεραποστολών, απαγορεύοντας τον προσηλυτισμό και εκτέλεσε 26 Φραγκισκανούς ως προειδοποίηση. Ο Χριστιανισμός και οι πολιτικές σκοπιμότητες που έκρυβε στο παρασκήνιο θεωρήθηκαν ως εμπόδιο για την καθιέρωση του απόλυτου κυβερνητικού ελέγχου. Εκτός αυτού, όμως, στηριγμένοι στο καλωσόρισμα αρκετών αρχόντων οι Ιησουΐτες και οι Φραγκισκανοί είχαν ενεργήσει επιθετικά και αδιάλλακτα προς τον Σιντοϊσμό και τα βουδιστικά μοναστήρια14. Έχοντας ενώσει τη χώρα, ο επόμενος στόχος του Χιντεγιόσι ήταν να κατακτηθεί η Κίνα. Το 1592 ο ιαπωνικός στρατός εισέβαλε στην Κορέα και κατέλαβε τη Σεούλ μέσα σε μερικές εβδομάδες. Την επόμενη χρονιά, όμως, οι εισβολείς απωθήθηκαν από τις κινεζικές και κορεατικές δυνάμεις. Ο Χιντεγιόσι επίμονα δεν ενέδιδε στις πολεμικές πιέσεις, μέχρι την τελική εκκένωση από την Κορέα το 1598, το ίδιο έτος στο οποίο πέθανε.
Περίοδος Έντο Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου έγινε το ισχυρότερο άτομο στην Ιαπωνία αφότου πέθανε ο Χιντεγιόσι, το 1598. Παρόλες τις υποσχέσεις που είχε δώσει, δε σεβάστηκε το διάδοχο Χιντεγιόρι και θέλησε να γίνει ο απόλυτος κυβερνήτης της Ιαπωνίας.
Στη μάχη του Σεκιγκαχάρα, το 1600, ο Ιεγιάσου νίκησε το στρατό του Χιντεγιόρι και άλλους ανταγωνιστές του. Ως εκ τούτου πέτυχε σχεδόν την απεριόριστη πολιτική δύναμη και φυσικά τον πλούτο που φέρνει μαζί της. Το 1603 ο Ιεγιάσου διορίστηκε σόγκουν από τον αυτοκράτορα και εγκατέστησε την κυβέρνησή του στο Έντο (Τόκιο). Έκτοτε οι σόγκουν της πατριάς Τοκουγκάβα συνέχισαν να κυβερνούν την Ιαπωνία για 250 χρόνια περίπου.
Ο Ιεγιάσου έθεσε ολόκληρη τη χώρα υπό αυστηρό έλεγχο. Ανακατένειμε έξυπνα τα νέα εδάφη μεταξύ των νταΐμιο, αποδίδοντας τις στρατηγικότερες θέσεις σε έμπιστούς του, που τον είχαν υπηρετήσει και στο παρελθόν. Επίσης, απαίτησε από κάθε νταΐμιο να διαμένει κάθε δεύτερο έτος στο Έντο. Αυτό σήμαινε ένα τεράστιο οικονομικό βάρος για τον νταΐμιο και μείωνε την εξουσία του στην περιοχή του. Ο Ιεγιάσου συνέχισε να προωθεί το εξωτερικό εμπόριο. Καθιέρωσε εμπορικές σχέσεις με τους Άγγλους και τους Ολλανδούς, αλλά από την άλλη επέβαλε την καταστολή και τη δίωξη του Χριστιανισμού από το 1614 και πέρα.

Μετά από την καταστροφή της πατριάς Τογιοτόμι το 1615, όταν κατέλαβε ο Ιεγιάσου το κάστρο της Οσάκα, εκείνος και οι διάδοχοί του δεν είχαν πλέον κανέναν ανταγωνιστή. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο διατηρήθηκε η ειρήνη καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου Έντο. Τούτο είχε ως άμεση συνέπεια οι πολεμιστές σαμουράι να εκπαιδεύονται όχι μόνο στις πολεμικές τέχνες, αλλά και στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και σε τέχνες, όπως η καλλιγραφία ή η τελετή του τσαγιού.
Το 1633 ο σόγκουν Ιεμίτσου απαγόρευσε τα ταξίδια στο εξωτερικό και σχεδόν απομόνωσε πλήρως την Ιαπωνία το 1639. Οι μόνες επαφές με τον εξωτερικό κόσμο ήταν οι πολύ περιορισμένες εμπορικές σχέσεις με την Κίνα και τις Κάτω Χώρες στο λιμένα του Ναγκασάκι. Επιπλέον απαγορεύθηκαν όλα τα ξένα βιβλία. Παρά την απομόνωση, το εσωτερικό εμπόριο και η γεωργική παραγωγή συνέχισαν να βελτιώνονται. Κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντο και ειδικά κατά τη διάρκεια της εποχής Γκενρόκου (1688-1703), εμφανίστηκαν νέες μορφές τέχνης όπως το καμπούκι1513 και το ουκίγιο-ε1614 και έγιναν πολύ δημοφιλείς, ειδικά στις αστικές περιοχές.
Η σημαντικότερη φιλοσοφία της Ιαπωνίας στην περίοδο Τοκουγκάβα ήταν ο Νεοκομφουκιανισμός, που τόνιζε τη σημασία των ηθών, την εκπαίδευση και την ιεραρχική διαστρωμάτωση της κυβέρνησης και της κοινωνίας. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός συστήματος 4ων κοινωνικών τάξεων. Στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας στέκει ο σαμουράι. Ακολουθείται από τους αγρότες, τους τεχνίτες και τους εμπόρους. Τα μέλη αυτών των τάξεων δεν επιτρεπόταν να αλλάζουν την κοινωνική θέση τους. Οι περιθωριακοί (έτα), άνθρωποι με ευτελή επαγγέλματα, διαμόρφωσαν μια πέμπτη κατηγορία. Το 1720 σταμάτησε η απαγόρευση της δυτικής λογοτεχνίας και διάφορες νέες διδασκαλίες πέρασαν στην Ιαπωνία από την Κίνα και την Ευρώπη. Ταυτόχρονα όμως, αναπτύχθηκαν και νέα εθνικιστικά σχολεία που ενσωμάτωσαν στη διδασκαλία τους τις αρχές του Σιντοϊσμού και του Κομφουκιανισμού.

Ακόμα κι αν η κυβέρνηση Τοκουγκάβα παρέμεινε σταθερή στη διάρκεια αρκετών αιώνων, το κύρος της μειωνόταν διαρκώς για διάφορους λόγους. Μια σταθερή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της κυβέρνησης οδήγησε σε υψηλότερους φόρους και ταραχές ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό. Επιπλέον, η Ιαπωνία υπέστη αρκετές φυσικές καταστροφές και οι λιμοί που ακολούθησαν προκάλεσαν αναταράξεις και περαιτέρω οικονομικά προβλήματα για την κεντρική κυβέρνηση και τους νταΐμιο. Η μέχρι τότε κοινωνική ιεράρχηση άρχισε να κλονίζεται με την άνοδο και την ισχυροποίση της εμπορικής τάξης, ενώ με τη σειρά τους οι σαμουράι έγιναν οικονομικά εξαρτώμενοι από τους εύπορους εμπόρους. Έτσι, φαινόμενα όπως η δωροδοκία, η ανικανότητα και η πτώση των ηθών μέσα στην κυβέρνηση προκάλεσαν περαιτέρω προβλήματα.
Στο τέλος του 18ου αιώνα η εξωτερική πίεση άρχισε να γίνεται όλο και μεγαλύτερη, όταν προσπάθησαν να καθιερώσουν οι Ρώσοι αρχικά εμπορικές επαφές με την Ιαπωνία, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Ακολουθήθηκαν από άλλα ευρωπαϊκά έθνη και τους Αμερικανούς στο 19ο αιώνα. Ήταν τελικά ο Αρχιπλοίαρχος Μάθιου Πέρρυ το 1853 και πάλι το 1854 που ανάγκασε την κυβέρνηση Τοκουγκάβα να ανοίξει έναν περιορισμένο αριθμό λιμένων για το διεθνές εμπόριο. Εντούτοις, το εμπόριο παρέμεινε πολύ περιορισμένο μέχρι την παλινόρθωση Μεϊτζί το 1868.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνδυασμένοι με τα αντικυβερνητικά συναισθήματα, προκάλεσαν άλλα κινήματα –όπως αυτό που απαιτούσε την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δύναμης –και την εκδήλωση αντι-δυτικών συναισθημάτων, ειδικά μεταξύ των εξαιρετικά συντηρητικών σαμουράι. Πολλοί, εντούτοις, αναγνώρισαν σύντομα τα μεγάλα πλεονεκτήματα των δυτικών εθνών στην επιστήμη και τον στρατιωτικό τομέα και ευνόησαν ένα πλήρες άνοιγμα στον κόσμο. Τέλος, αναγκάστηκαν και οι συντηρητικοί να αναγνωρίσουν την ανάγκη του ανοίγματος, αφού ήλθαν πρώτα αντιμέτωποι με τα δυτικά θωρηκτά σε διάφορα γεγονότα.
Το 1867-68, η κυβέρνηση Τοκουγκάβα λύγισε από το βάρος της πολιτικής πίεσης και η δύναμη του αυτοκράτορα Μεϊτζί αποκαταστάθηκε.

Περίοδος Μεϊτζί
Το 1867-68 η περίοδος Τοκουγκάβα τελείωσε με την παλινόρθωση Μεϊτζί. Ο αυτοκράτορας Μεϊτζί μετακινήθηκε από το Κιότο στο Τόκιο, που έγινε η νέα πρωτεύουσα, και η αυτοκρατορική δύναμή του αποκαταστάθηκε. Η πραγματική πολιτική δύναμη μεταφέρθηκε από το Μπακούφου Τοκουγκάβα στα χέρια μιας μικρής ομάδας ευγενών και πρώην σαμουράι.
Όπως άλλα ασιατικά έθνη, έτσι και οι Ιάπωνες αναγκάστηκαν να υπογράψουν εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες με τις δυτικές δυνάμεις που ενδιαφέρονταν για τις γεωπολιτικές εξελίξεις της περιοχής. Αυτές οι συνθήκες εξασφάλισαν στους δυτικούς μονόπλευρα οικονομικά και νομικά πλεονεκτήματα στην Ιαπωνία. Προκειμένου να επανακτηθεί η ανεξαρτησία από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς και να καθιερωθεί ως σεβαστό έθνος στον κόσμο, η Ιαπωνία του Μεϊτζί προσπάθησε να κλείσει το χάσμα με τις δυτικές δυνάμεις οικονομικά και στρατιωτικά και έτσι πραγματοποιήθηκαν δραστικές μεταρρυθμίσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς.
Η νέα κυβέρνηση στόχευσε στον εκδημοκρατισμό της χώρας με την εφαρμογή της ισότητας μεταξύ όλων των πολιτών της. Άλλωστε οι κάποτε σαφείς διακρίσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων είχαν ήδη γίνει ασαφείς και συγκεχυμένες. Οι σαμουράι ήταν οι μεγάλοι ηττημένοι όλων αυτών των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, δεδομένου ότι έχασαν όλα τα προνόμιά τους. Οι μεταρρυθμίσεις περιέλαβαν επίσης την καθιέρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως η θρησκευτική ελευθερία, το 1873.

Προκειμένου να σταθεροποιηθεί η νέα κυβέρνηση, οι πρώην γαιοκτήμονες νταΐμιο έπρεπε να επιστρέψουν όλα τα εδάφη τους στον αυτοκράτορα. Αυτό επιτεύχθηκε το 1870 και συνοδεύτηκε από την αναδιάρθρωση της χώρας σε νομαρχιακά διαμερίσματα. Το εκπαιδευτικό σύστημα μεταρρυθμίστηκε σε πρώτη φάση σύμφωνα με το γαλλικό και κατόπιν σύμφωνα με το γερμανικό σύστημα. Ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις ήταν και η εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Μετά από 20 χρόνια περίπου εντατικού εκσυγχρονισμού –και δυτικοποίησης θα λέγαμε– συνέβη μια καθόλου τυχαία αναζωπύρωση του συντηρητισμού και του εθνικισμού. Επανήλθαν στο προσκήνιο οι αρχές του Κομφουκιανισμού και του Σιντοϊσμού, συμπεριλαμβανομένης της λατρείας του αυτοκράτορα. Αυτές οι αρχές πέρασαν στα εκπαιδευτικά συστήματα, αδρανοποιώντας στην πραγματικότητα τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμιστικές τάσεις της πρώτης δεκαετίας.
Η φροντίδα στο στρατιωτικό τομέα ήταν, φυσικά, μια υψηλή προτεραιότητα για την Ιαπωνία σε μια εποχή ευρωπαϊκού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Εισήχθη ο νόμος της καθολικής στρατολογίας και διαμορφώθηκε ένα νέο στράτευμα, σύμφωνα με το πρωσικό πρότυπο, ενώ το ιαπωνικό ναυτικό ακολούθησε ως πρότυπό του τον βρετανικό τρόπο διαχείρισης και στρατηγικής.
Προκειμένου να μετασχηματιστεί η αγροτική οικονομία της Τοκουγκάβα Ιαπωνίας σε ανεπτυγμένη βιομηχανική, πολλοί Ιάπωνες ερευνητές στάλθηκαν στο εξωτερικό για να μελετήσουν τις δυτικές επιστήμες και γλώσσες, ενώ την ίδια στιγμή ξένοι εμπειρογνώμονες δίδασκαν στην Ιαπωνία. Τα δίκτυα μεταφορών και επικοινωνίας βελτιώθηκαν με τη βοήθεια μεγάλων κυβερνητικών επενδύσεων. Η κυβέρνηση επίσης υποστήριξε άμεσα την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και των βιομηχανιών, ειδικά των μεγάλων και ισχυρών οικογενειακών επιχειρήσεων που αποκαλούνταν ζαϊμπάτσου.

Οι μεγάλες δαπάνες οδήγησαν σε μια οικονομική κρίση στα μέσα του 1880, που ακολουθήθηκε από μια νομισματική μεταρρύθμιση και την ίδρυση της Τράπεζας της Ιαπωνίας. Η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας αυξήθηκε γρηγορότερα και παρέμεινε η μεγαλύτερη ιαπωνική βιομηχανία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συνθήκες εργασίας στα πρώτα εργοστάσια ήταν ιδιαίτερα άσχημες, αλλά τα αναπτυσσόμενα σοσιαλιστικά και φιλελεύθερα κινήματα κατεστάλησαν σύντομα από την κυβερνητική φατρία.
Στον πολιτικό τομέα, η Ιαπωνία απέκτησε το πρώτο ευρωπαϊκού ύφους σύνταγμά της το 1889. Επίσης καθιερώθηκε η λειτουργία του Κοινοβούλιου, ή Δίαιτας, ενώ ο αυτοκράτορας κράτησε την κυριαρχία του διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο του στρατού, του ναυτικού, της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας. Παρόλα αυτά η κυβερνητική φατρία διατήρησε την πραγματική πολιτική δύναμη και ο ικανός και ευφυής αυτοκράτορας Μεϊτζί συμφώνησε με τις περισσότερες από τις ενέργειές της. Τα πολιτικά κόμματα σε αυτή την περίοδο δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν πραγματική δύναμη λόγω της έλλειψης ενότητας μεταξύ των μελών τους.
Η σύγκρουση συμφερόντων σχετικών με την Κορέα μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας οδήγησαν στον σινοϊαπωνικό πόλεμο του 1894-95. Η Ιαπωνία νίκησε την Κίνα και προσάρτησε την Ταϊβάν, αλλά αναγκάστηκε από τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Γερμανία να επιστρέψει άλλα εδάφη. Η αποκαλούμενη τριπλή επέμβαση ανάγκασε τον ιαπωνικό στρατό και το ναυτικό να εντείνει τις προσπάθειες για ανανέωση του εξοπλισμού του.

Νέες συγκρούσεις συμφερόντων για την Κορέα και την Μαντζουρία, αυτή τη φορά μεταξύ της Ρωσίας και της Ιαπωνίας, οδήγησαν στο ρωσοϊαπωνικό πόλεμο το 1904-05. Ο ιαπωνικός στρατός νίκησε και σε αυτόν τον πόλεμο, κερδίζοντας τελικά κάποιο διεθνή σεβασμό. Η Ιαπωνία αύξησε περαιτέρω την επιρροή της στην Κορέα και την προσάρτησε πλήρως το 1910. Στην Ιαπωνία, οι πολεμικές επιτυχίες εξώθησαν τις εθνικιστικές τάσεις και τις καθιέρωσαν ως πρότυπο ανάπτυξης και για τα υπόλοιπα ασιατικά κράτη της ευρύτερης περιοχής. Ο αυτοκράτορας Μεϊτζί πέθανε το 1912 και μαζί του πέθανε και η παλαιά γενιά πολιτικών (genro). Ωστόσο, άφησε πίσω του μια ενοποιημένη και εκσυγχρονισμένη Ιαπωνία, η οποία είχε όμως τα δικά της εσωτερικά κοινωνικά προβλήματα ανεπίλυτα. Παρόλο που επίσημα η στρατιωτική τάξη των σαμουράι και των φεουδαρχών αρχόντων είχε σβήσει, οι νοσταλγοί της «παλαιάς δόξας» της Ιαπωνίας προκάλεσαν μια σειρά από αναταραχές και εξώθησαν την Ιαπωνία σε ένα εθνικιστικό κλίμα που το πλήρωσε αργότερα ακριβά στο στρατιωτικό, τον κοινωνικό και τον οικονομικό τομέα.
Περίοδος του Μεσοπολέμου Η Ιαπωνία υπήρξε μία από τις πρώτες χώρες που προσπάθησαν για εδαφική επέκταση κατά την περίοδο του Μεσοπόλεμου. Εξαρτημένη από την εισαγωγή πρώτων υλών και βιομηχανικών προϊόντων από ξένες χώρες η Ιαπωνία την εξασφάλιση πρώτων υλών και αγορών η ιαπωνική ιθύνουσα τάξη επιδίωκε την κατάκτηση νέων εδαφών. Με πρόφαση την έκρηξη μιας βόμβας στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Μούκντεν στη Νότια Μαντζουρία, οι Ιάπωνες κατέλαβαν την επαρχία στις 18 Σεπτεμβρίου του 1931, και ίδρυσαν «ανεξάρτητο» κράτος με το όνομα Μαντσουκουό, θέτοντας ως κεφαλή τον έκπτωτο Κινέζο αυτοκράτορα Που Γι.
Η Κίνα προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, που καταδίκασε την Ιαπωνία ζήτησε την επιστροφή της Μαντζουρίας στην Κινεζική Δημοκρατία. Αντιδρώντας, η ιαπωνική κυβέρνηση απέσυρε τη χώρα από την ΚΤΕ στις 27 Μαρτίου 1933. Στην πραγματικότητα τα γεγονότα της Μαντζουρίας παρείχαν στη Ιταλία και τη Γερμανία το έναυσμα για την προβολή των δικών τους επεκτατικών σχεδίων.

Επιχειρώντας στη δεκαετία 1930 οι Ιάπωνες στρατιωτικοί να ελέγξουν τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, με τα μεγάλα πετρελαϊκά κοιτάσματα εισέβαλαν στην Νανκίν, σφαγιάζοντας τον κινεζικό πληθυσμό και εξαπολύοντας ολομέτωπη επίθεση εναντίον της Κίνας. Σημαντικό εμπόδιο στα επεκτατικά τους σχέδια υπήρξε η κινεζική αντίσταση της Κουομιτάνγκ στη νότια Κίνα.
Β' Παγκόσμιος ΠόλεμοΗ κατάρρευση της Γαλλίας και της Ολλανδίας ήταν η ευκαιρία που περίμενε η Ιαπωνία για τα σχέδιά της καθώς η Ινδοκίνα και οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες έμεναν πρακτικά χωρίς καμιά άμυνα. Επιπλέον, η Βρετάνια ανακάλεσε το στόλο της από τη Σιγκαπούρη, αφήνοντας ανυπεράσπιστη την αποικία της. Οι Ιάπωνες κατέλαβαν στρατιωτικά τη επαρχία Τονκίν στη Νότια Ινδοκίνα, εγείροντας την αντίδραση των ΗΠΑ που επέβαλαν εμπάργκο στις πωλήσεις μεταχειρισμένου σιδήρου στην Ιαπωνία. Η απάντηση των Ιαπώνων ήταν η υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου με τη Γερμανία και την Ιταλία στις 27 Σεπτεμβρίου 1940. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ απαίτησε την άμεση αποχώρησή τους, και όχι μόνον από την Ινδοκίνα, αλλά και από την Κίνα. Για να ενισχύσει τις απαιτήσεις του, το Κονγκρέσο ψήφισε εμπάργκο πετρελαίου στην Ιαπωνία και πάγωσε όλες τις ιαπωνικές καταθέσεις στις ΗΠΑ, παρά τις σχετικές διαπραγματεύσεις.
Το Νοέμβριο του 1941 ο Ιάπωνας αυτοκράτορας Χιροχίτο φοβούμενος εσωτερικές αναταραχές έδωσε την έγκρισή του για πόλεμο κατά των ΗΠΑ. Ο ιαπωνικός στόλος συγκεντρώθηκε στον κόλπο του Σαϊκί, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού Κιούσου και απέπλευσε για τη Χαβάη στις 26 Νοεμβρίου.

Μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, το πρωί της 7ης Δεκεμβρίου 1941 η ιαπωνική αεροπορική μοίρα απογειώθηκε από τα καταστρώματα των αεροπλανοφόρων της και στράφηκε προς το Περλ Χάρμπορ. Τα πολεμικά Αριζόνα, Γιούτα, Οκλαχόμα, Γουέστ Βιρτζίνια και Καλιφόρνια βυθίστηκαν. Το συνολικό αποτέλεσμα της ιαπωνικής επιχείρησης ήταν να τεθούν εκτός μάχης 19 αμερικανικά πλοία και 188 αεροπλάνα. Σκοτώθηκαν 2.400 άνθρωποι και πληγώθηκαν άλλοι 1.100. Οι μεγταλύτερες απώλειες αποφεύχθηκαν γιατί τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα που είχαν διαταχθεί να αποπλεύσουν, διέφυγαν της ιαπωνικής επίθεσης. Ο Ρούζβελτ παρουσιάστηκε την επόμενη ημέρα στο Κογκρέσο και αποκάλεσε την 7η Δεκεμβρίου 1941 ως «ημέρα που θα μείνει στην ιστορία για την ατίμωση που έφερε», ζήτησε και έλαβε την έγκριση του Κονγκρέσου για την κήρυξη πολέμου κατά της Ιαπωνίας.
Οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στην νήσο Λουζόν των Φιλιππίνων υπό τον στρατηγό Μακ Άρθουρ, με σκοπό την άμυνα των χερσονήσων Μπαταάν και Κορρέτζιντορ, που δεν έγινε δυνατή και καταλήφθηκαν από τους Ιάπωνες (η Μπαταάν στις 9 Απριλίου και η Κορρέτζιντορ στις 6 Μαΐου). Προσπαθώντας να εκτίνουν την αμυντική τους περίμετρο οι Ιάπωνες κινήθηκαν προς τον νότο, όπου όμως έχασαν την ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλιών (7-8 Μαΐου 1942) η οποία διεξήχθη μόνο με αεροπλανοφόρα και αργότερα την ναυμαχία του Μίντγουεϊ (4 Ιουνίου 1942) όπου βυθίστηκαν τέσσερα ιαπωνικά αεροπλανοφόρα. Στις 5 Ιουνίου διατάχθηκε από το ιαπωνικό στρατηγείο γενική υποχώρηση.
Η ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, στις 6 και 9 Αυγούστου 1945, μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, οδήγησαν την Ιαπωνία στην ολοκληρωτική ήττα και αποδοχή των συμμαχικών όρων.
Η μεταπολεμική Ιαπωνία Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας τη διοίκηση της χώρας έως το 1952 ανέλαβε ο στρατηγός Ντάγκλας Μακ Άρθουρ. Οι Αμερικανοί διοίκησαν άμεσα την Ιαπωνία, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Οι διοικητές των επαρχιών και των μεγάλων πόλεων ήταν αμερικανοί στρατιωτικοί που επέβαλαν σαρωτικές αλλαγές. Διέλυσαν τα στρατιωτικά βιομηχανικά συγκροτήματα τύπου Μιτσουμπίσι και τα μετέτρεψαν σε ειρηνικές βιομηχανίες, διέλυσαν τα μεγάλα μονοπώλια, δημιούργησαν σύνταγμα δυτικού τύπου, έδωσαν ψήφο στις γυναίκες, το δικαίωμα του συνδικαλισμού στους εργαζομένους, αναδιοργάνωσαν εκ βάθρων την εκπαίδευση, επέβαλαν αγροτική μεταρρύθμιση και διέλυσαν τα υπολείμματα των φεουδαρχικών δομών στην οικονομία. Παρενέβησαν ακόμη και στο επίπεδο της οικογενειακής συγκρότησης ενισχύοντας το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας έναντι της παραδοσιακής συμβίωσης των γενεών. Η αμερικανική διοίκηση εκμεταλλευόμενη προς όφελός της την υπάρχουσα κοινωνική δομή, επέτρεψε την οργάνωση της μεταπολεμικής Ιαπωνίας από τους ίδιους τους Ιάπωνες, αλλά υπό την καθοδήγησή της, προκειμένου να αποφύγει οποιαδήποτε αίσθηση πολιτισμικής απώλειας και συνεπώς αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις17.
Στην επανένταξη της Ιαπωνίας -σύμφωνα βέβαια με την αμερικανική ιστοριογραφία- βοήθησε το ξέσπασμα του Ψυχρού πολέμου, στον οποίο οι πρώην αντίπαλοι έγιναν σύμμαχοι εναντίον του Κομμουνισμού, όπως συνέβη και με τους περισσότερους ναζιστές αξιωματούχους στη Γερμανία. Ο πόλεμος στην Κορέα έδωσε στην Ιαπωνία έναν νέο ρόλο και την ευκαιρία για γρήγορη οικονομική άνοδο.
Σήμερα η Ιαπωνία είναι μια από τις ισχυρότερες βιομηχανικές χώρες και μαζί με άλλες αποτελούν σήμερα μια ισχυρή βιομηχανική και εμπορική ζώνη που ανταγωνίζονται τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της Ιαπωνίας συντελέστηκε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα δεδομένων των σημαντικών καταστροφών που είχαν συμβεί στη χώρα κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου, γεγονός που συντέλεσε στη δημιουργία του αποκαλούμενου ιαπωνικού θαύματος.

ANIXNEYTHS FUZI TOMO KAZU

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ Από τον FUJI TOMO KAZU - Επικούρειο Πέπο.

Λευκάδιος Χέρν: ο Έλληνας Εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας

Ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας είναι ένας έλληνας ο Λευκάδιος Χέρν ή Γιακομο Κουιζίμι. Τον χαρακτήρισαν 'ο Παπαδιαμάντης της Άπω Ανατολής '. Στη γεννέτειρά του τη Λευκάδα, η προτομή του Λευκάδιου Χέρν βρίσκεται από το 1985 στο πάρκο των ποιητών- δίπλα στον Α. Βαλαωρίτη και τον Α. Σικελιανό. Επίσης ο δρόμος στο σπίτι που γεννήθηκε στο κέντρο της πόλης έχει το όνομα του(στα Ελληνικά και στα ιαπωνικά) ενώ οι Πολιτιστικές ανταλλαγές με το Σιντσουκο στο Τόκιο και την Λευκάδα συνεχίζονται.
Η ιστορία του Λευκάδιου Χέρν μοιάζει με παραμύθι και γι΄αυτο έχει γίνει σίριαλ το 1987 στην ελληνική τηλεόραση με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Τσακίρη. Μάλιστα στο βιογραφικό μυθιστόρημα "Ή Οδύσσεια του Λευκάδιου Χερν",ο συγγραφέας Τζόναθαν Κόλτ τον αποκαλεί 'περιπλανώμενο φάντασμα'. Ο Λευκάδος Χέρν γεννήθηκε στην Λευκάδα τον Ιούνιο του 1850. Μητέρα του ήταν η Ρόζα Κασιμάτη. μια 25χρονη κοπέλα από τα Κύθηρα. Πατέρας του, ο Ιρλανδός ταγματάρχης Τσαρλς Χερν, ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός στα κατεχόμενα τότε από τους Βρετανούς, Ιόνια νησιά.

Ο Χέρν μετακλήθηκε στο Δουβλίνο το 1852 κι΄ έφυγε μαζί με την γυναίκα του και το δίχρονο αγόρι του. Σε ηλικία 4 χρόνων ο μικρός Λευκάδιος βρέθηκε χωρίς γονείς αφού ο πατέρας του πήγε να υπηρετήσει στις Ινδίες και η μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα αφήνοντας τον υπό την κηδεμονία της θείας του. Λίγο μετά την συμπλήρωση των 16 χρονών του και έχοντας ήδη διαμορφώσει μία πανθεϊστική κοσμοαντίληψη (βλ. Kenneth Rexroth, 1987, «World Outside the Window: Selected Essays of Kenneth Rexroth»), αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και μετά από 3 χρόνια, μη αντέχοντας την υπερβολική κλειστότητα και θρησκοληψία των Ιρλανδών, καθώς και την κακία της συντηρητικής κοινωνίας τους εξαιτίας της αναπηρίας και δυσμορφίας του (το κατεστραμμένο μάτι του είχε ασπρίσει και το άλλο ήταν κόκκινο από την υπερκόπωση), έφυγε σε ηλικία μόλις 19 ετών για τις Η.Π.Α. και εγκαταστάθηκε στο Τσιντσινάτι (Cincinnati) της πολιτείας του Οχάϊο. 

Μετά από μία μικρή περίοδο απόλυτης οικονομικής εξαθλίωσης, γνώρισε τελικά τον Άγγλο εκδότη και ριζοσπάστη ουτοπιστή κοινοτιστή Χένρυ Γουώτκιν (Henry Watkin, 1824- 1910), ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε επί πολλά χρόνια (με τις εφημερίδες «Cincinnati Daily Enquirer», 1872 – 1875, «Cincinnati Commercial», 1875 – 1877, «Times Democrat» της Νέας Ορλεάνης, 1877 - 1890). Το 1875 προκάλεσε τα ρατσιστικά ήθη της εποχής με τον γάμο του με την μιγάδα Αλήθεια Φόλεϋ (Alethea «Mattie» Foley), ο οποίος θεωρήθηκε «σκάνδαλο παλλακείας» (αφού ο τότε νόμος δεν αναγνώριζε γάμους λευκών με μη λευκούς) και του κόστισε την απόλυσή του από την ημερήσια εφημερίδα «Cincinnati Daily Enquirer», η οποία όμως του άνοιξε τον δρόμο για εργασία στην ανταγωνιστική «Cincinnati Commercial». 

Ωστόσο, επειδή η κάπνα και η έντονη βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση του Τσιντσινάτι ενοχλούσαν το υπερευαίσθητο λόγω κόπωσης δεξί μάτι του, αποφάσισε το 1877 να φύγει για την Νέα Ορλεάνη, όπου για 12 περίπου χρόνια (μέχρι το 1889 - 1890) συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Times Democrat», στο κοινό της οποίας καταξιώθηκε λόγω του προσωπικού του γλαφυρού τρόπου, ο οποίος, περνώντας ταχύτατα από την Ιστορία των Κρεολών στην ιδιαίτερη κουζίνα της περιοχής και από τα λαϊκά ήθη και έθιμα στο Βουντού, αναδείκνυε την πολιτεία ως περιοχή ιδιόρρυθμων ηθών και άκρατου ηδονισμού. Το 1887 ταξίδεψε στις Δυτικές Ινδίες για λογαριασμό του περιοδικού «Harper’s Magazine», όπου και συνέγραψε το «Two Years in the French West Indies» και το μυθιστόρημα «Youma» με θέμα μία ανταρσία σκλάβων (και τα δύο εκδόθηκαν το 1890). 
 
Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου έφθασε το 1889 στην Γιοκοχάμα (Yokohama), σταλμένος από το αμερικανικό περιοδικό «Harper’s Magazine». Λίγο πριν φύγει για την Ιαπωνία, έγραψε στο περιοδικό ότι εκείνο που σκόπευε ήταν να παρουσιάσει στους αναγνώστες την πραγματική εικόνα της ζωής στην Ιαπωνία «όχι σαν ένα απλός παρατηρητής, αλλά ως κάποιος που μπορεί να συμμετέχει στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και που επιπρόσθετα μπορεί να σκέπτεται με τις δικές τους σκέψεις». Λίγο καιρό μετά την άφιξή του όμως, έσπασε το συμβόλαιό του με το περιοδικό και εγκαταστάθηκε στο Ματσούε (Matsue) της βορειοδυτικής Ιαπωνίας που τότε δεν είχε ακόμα διαβρωθεί από τα ήθη των «δυτικών», διδάσκοντας αγγλικά. Κατά την εκεί παραμονή του, σχετίστηκε στενά με τους ανθρώπους, ανέπτυξε αδελφική φιλία με τον καθηγητή Νισίντα Σεντάρο (Nishida Sentaro) και μόλις τον 15ο μήνα από τότε που έφθασε στην χώρα νυμφεύθηκε την Κοϊζούμι Σέτσου ή Σετσούκο (Koizumi Setsu ή Setsuko), θυγατέρα ενός πρώην σαμουράϊ της περιοχής, κατεστραμμένου πια λόγω της εισβολής των «δυτικών» και της συνακόλουθης διάλυσης όλων των παραδοσιακών κοινωνικών ιεραρχήσεων. Με την Σέτσου απέκτησε αργότερα τρεις υιούς, τους Κάζουο, Ιουάο και Κιγιόσι και μία θυγατέρα, την Σέτσουκο.
Στην Ιαπωνία ο Λευκαδιος Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός
συγγραφέας της Ιαπωνίας. Ο Χερν κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των Σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίσθηκε ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση ενώ το βιβλίο του "Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία" διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, 8 μουσεία υπάρχουν προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία ενώ το άγαλμα του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία έχουν στηθεί σε κάθε γωνία τις Ιαπωνίας από όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος  δέχεται ουσιαστικά ότι, στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, η ελληνική και η ιαπωνική τέχνη συμπίπτουν σε μια κοινή αισθητική αντίληψη που είναι η άρνηση της εξατομίκευσης.
«Καλλιτέχνες ενός μοναδικού πολιτισμού –οι Ελληνες- μπόρεσαν να επιτελέσουν αυτό το θαύμα: ν’ αποσπάσουν το ιδανικό της ομορφιάς της φυλής τους απο τις δικές τους ψυχές και να σταθεροποιήσουν το ρευστό του περίγραμμα στο κόσμημα και την πέτρα...»

Πέθανε ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 1904 και μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν έπαψε να υπερηφανεύεται για την ελληνική καταγωγή του. Άφησε πίσω του ένα ογκώδες συγγραφικό έργο από βιβλία και πανεπιστημιακές παραδόσεις που περιλαμβάνονται στην ιαπωνική έκδοση των 27 τόμων του έργου του. Σ' αυτό προβάλλει την Ιαπωνία με ιδανικό τρόπο, παρουσιάζοντας στη Δύση μιαν άγνωστη ως τότε χώρα, η οποία ακριβώς την εποχή εκείνη προσπαθούσε να πλησιάσει το πρότυπο ενός δυτικού κράτους. Στα βιβλία του περιλαμβάνει όχι μόνο περιγραφές τοπίων και ηθών, αλλά και μεταγραφές μύθων, μελετήματα γύρω από τα δύο κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα της Ιαπωνίας (σιντοϊσμού καιβουδισμού), και ακόμη ιστορικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές αναλύσεις. Για τον Λευκάδιο Χερν, ως σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερες από 30 βιογραφίες και έχουν δημοσιευθεί δύο βιβλιογραφίες στις οποίες περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.000 λήμματα άρθρων και βιβλίων που αναφέρουν το όνομά του.
Πηγές
http://www.styx.gr/
http://alliapopsislade.blogspot.com/
http://www.trussel.com/f_hearn.htm
http://www.rassias.gr/7LF.html
Βιβλία του Λευκάδιου Χερν στα ελληνικά:
ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ, μεταφρ. Χαλικιάς Σωτήρης, Ινδικτος, 1999, 285 σελ.
Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ, μετάφρ. Καλαμαντής Γιώργος Κ., Κέδρος, 1998, 368σελ.
ΙΑΠΩΝΙΚΟΙ ΘΡΥΛΟΙ, μεταφρ. Νικητοπούλου Μαριάννα, εικονογράφηση Αραποστάθη
Ηλέκτρα, Σιδέρης Ι., 150 σελ.
ΚΑΪΝΤΑΝ, Σμυρνιωτάκης, 1996, 96 σελ.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ, Χαλικιάς Σωτήρης, Ίνδικτος, 1997, 444 σελ.
ΟΛΕΘΡΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, μετάφρ. Καλονάρος Πέτρος, Gutenberg, 1991,
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, μετάφρ. Βουκελάτου Δώρα,
Εστία, 2000, 61 σελ. 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ FUZI TOMO KAZU

9.3.16

NIPPON-ΙΑΠΩΝΙΑ ΑΞΙΑ ΘΑΥΜΑΣΜΟΥ Κ.Ο.Μ.

Η ΙΑΠΩΝΙΑ ΤΩΝ ΣΟΓΚΟΥΝ και Η ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ 13ος αι. μ.Χ.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, από σήμερα έως και την 11τη Μαρτίου ημέρα μνήμης της τραγικής Φουκοσίμα στην Ιαπωνία όλες οι αναρτήσεις θα είναι αφιερωμένες σ' αυτή την υπέροχη χώρα με τους καταπληκτικά δημιουργικούς, εργατικούς, πολεμιστές, λάτρεις της φύσης και της παράδοσης, προκομμένους, ευγενικούς, και πολλών άλλων χαρισμάτων. Φίλοι μου στην Ιαπωνία σας χαιρετώ. Με σεβασμό ο δικός σας Fuzi Tomo Kazu.
Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΙΝΑΜΟΤΟ
  • Το 1.185 μ.Χ διαδραματίστηκε η ναυμαχία στο στενό της Τανούρα, μεταξύ των 2 σημαντικότερων γενών της Ιαπωνίας Τάιρα και Μιναμότο, με νίκη των δεύτερων. Το γεγονός επιφέρει την άνοδο μιας νέας οικογένειας στην εξουσία και την ριζική αλλαγή στον τρόπο διακυβέρνησης, το σύστημα αξιών των κυβερνώντων, την κατανομή του πλούτου, ακόμη και τις θρησκευτικές πρακτικές. Η απεριόριστη αυτοκρατορική εξουσία μετατοπίζεται στους πολεμικούς αρχηγούς των επαρχιών και η πολεμική αρετή γίνεται αξία σημαντικότερη της καταγωγής.

  • Το βασικό αγροτικό προϊόν της Ιαπωνίας είναι το ρύζι, του οποίου η πληθωρική καλλιέργεια βοηθά στην αντιμετώπιση του προβλήματος της μειωμένης αγροτικής γης (μόνο το 1/6 του εδάφους προσφέρονταν για καλλιέργεια). Το ρύζι αποτελεί βάση της οικονομίας και η πλειονότητα του πληθυσμού αποτελεί αυτοσυντηρούμενους αγρότες. Η καλλιεργήσιμη γη είχε χωριστεί σε μεγάλες ιδιοκτησίες, που άνηκαν στην αριστοκρατία, την αυτοκρατορική οικογένεια, τους μεγάλους ναούς και τα μοναστήρια. Οι ιδιοκτήτες γης ζούσαν κατά κανόνα στην πρωτεύουσα Κιότο και έπαιρναν μερίδιο από το ρύζι που παρήγαγαν οι εκτάσεις τους, είτε χρήματα από την πώλησή του. Οι πραγματικοί διαχειριστές αυτών των εκτάσεων ήταν οι ισχυροί τοπικοί άρχοντες - μέλη κάποιου πολεμικού γένους, Τάιρα ή Μιναμότο. Δεν ήταν απλά έμμισθοι διαχειριστές αλλά αναλάμβαναν και την άμυνα της περιοχής, ενώ στις ειρηνικές περιόδους ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα, επέβαλαν την τάξη και ήταν υπεύθυνοι για την απονομή δικαιοσύνης. Η δύναμη και η εξουσία τους ήταν τελικά πολύ μεγαλύτερη από αυτή των τυπικών ιδιοκτητών.

  • Οι πρόγονοι του τελευταίου αυτοκράτορα Αντόκου, που σκοτώθηκε στη ναυμαχία της Νταννούρα (σε ηλικία 7 ετών), είχαν κυβερνήσει τη χώρα για 1.000 έτη. Τα τελευταία 400 απ' αυτά, στην περίοδο Χεϊάν, η Αυλή και οι μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες είχαν έδρα το Κιότο.
  • Τον 12ο αιώνα η αριστοκρατία κατέληξε βαθμιαία να εξαρτάται από τα 2 πανίσχυρα γένη, Τάιρα και Μιναμότο. Στην

    ΣΑΜΟΥΡΑΪ
    πρωτεύουσα είχαν καθήκον να προστατεύουν τον αυτοκράτορα και να επιβάλλουν ειρήνη. Στην ύπαιθρο να καταπνίγουν τις τοπικές εξεγέρσεις και να προστατεύουν τις μεγάλες γαιοκτησίες.
  • Η αριστοκρατία προσέβλεπε για την προστασία της στους πολεμιστές τους οποίους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση. Ωστόσο, πριν το τέλος του αιώνα η εξουσία «γλίστρησε» βαθμιαία στα χέρια των πολεμιστών.
  • Ήδη στα μέσα του 12 αιώνα, ο αυτοκράτορας είχε γίνει συμβολική μάλλον μορφή. Είχε γίνει κανόνας να παραιτείται όποιος μονάρχης ήθελε να παίξει ενεργό πολιτικό ρόλο και να κινεί τα νήματα από τα παρασκήνια. Όμως η συνύπαρξη με το συνήθως νεαρής ηλικίας διάδοχο, συχνά οδηγούσε σε συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες φατρίες της Αυλής για την πραγματική εξουσία, ανάμεσα σε παλιό και νέο αυτοκράτορα.
  • Δίπλα στους πόλους εξουσίας αναπτύχθηκε μια πανίσχυρη και δυσκίνητη γραφειοκρατία. Οι πιο σημαντικές θέσεις μεταβιβάζονταν από πατέρα σε γιο και οι προαγωγές εξαρτιόνταν κυρίως από την ύπαρξη ισχυρών προστατών. Η ζωή αυτής της αυστηρά κυριαρχικής γραφειοκρατίας ρυθμίζονταν από ένα αυστηρό και άκαμπτο πρωτόκολλο που καθόριζε σχεδόν τα πάντα.
  • Στα πνευματικά ζητήματα, οι Ιάπωνες ήταν πάντα ελαστικοί και ανεκτικοί. Ο βουδισμός διαδόθηκε από την Ινδία μέσω της Κίνας και έγινε επίσημη θρησκεία τον 8ο αιώνα, χωρίς όμως ποτέ να αντιμετωπιστεί ως η μοναδική αυθεντική θρησκεία. Η συνύπαρξη με το σιντοϊσμό υπήρξε πάντοτε αρμονική, ενώ απήχηση είχε και ο ηθικός κώδικας του κομφουκιανισμού. Ωστόσο, οι βουδιστικοί ναοί κυριαρχούσαν στο θρησκευτικό κατεστημένο. Οι ηγούμενοι συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή, οι μοναχοί και οι μοναχές ήταν συνήθως ευγενείς - ακόμη και αυτοκράτορες - ενώ τα μεγάλα κτήματα τους εξασφάλιζαν άφθονο πλούτο. Παράλληλα είχαν ιδιωτικούς στρατούς από πολεμιστές - μοναχούς. Αυτοί οι στρατοί όταν θίγονταν τα συμφέροντα του μοναστηριού δεν δίσταζαν να βαδίσουν εναντίον της πρωτεύουσας, να συγκρουστούν με τον τακτικό στρατό ή να επιτεθούν στους μοναχούς άλλου θρησκευτικού ιδρύματος.
  • Με την απώλεια του ελέγχου της χώρας απ' την Αυλή, οι χωρίς πόρους στρατιώτες επιδίδονταν σε ληστείες και οι ακτές ήταν γεμάτες πειρατές. Στην ύπαιθρο κυριαρχούσαν οι ισχυροί τοπικοί άρχοντες, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη συγκέντρωση κύρους και πλούτου παρά για την εκτέλεση των δημόσιων καθηκόντων τους. Επίσης ισχυρίζονταν ότι είχαν πριγκιπική καταγωγή. Πολλοί απ' αυτούς τους πρώην ευγενείς - ανάμεσα τους πολλοί Τάιρα και Μιναμότο - επέλεγαν το στρατιωτικό επάγγελμα και γίνονταν σαμουράι, δηλαδή πολεμιστές που ζούσαν με έναν κώδικα συμπεριφοράς βασισμένο στην πειθαρχία, την αυτοθυσία και το θάρρος.
  • Για ένα διάστημα τα 2 ισχυρά γένη συνυπήρχαν ανταγωνιστικά, επιδιώκοντας την προστασία της Αυλής, αλλά μια σειρά από σύντομες πλην όμως ιδιαίτερα βίαιες συγκρούσεις τους έκαναν εχθρούς. Στην δεκαετία του 1150 μ.Χ η Αυλή είχε διαιρεθεί σε δύο εχθρικά στρατόπεδα. Οι Τάιρα επικράτησαν συντρίβοντας τους Μιναμότο, σε βαθμό που πίστευαν ότι δε θα ξανασήκωναν κεφάλι. Κατόπιν οι Τάιρα εγκαταστάθηκαν στο Κιότο ως κύριοι, διορίζοντας στις βασικές θέσεις συγγενείς και στέλνοντας οπαδούς τους να διοικήσουν τις επαρχίες.
  • Όμως, οι Μιναμότο ανασυγκροτούνται από τον Μιναμότο Γιοριτόμο, στις επαρχίες της ανατολικής Ιαπωνίας. Το 1.180 μ.Χ βαδίζουν εναντίον των Τάιρα κι όταν συντρίβονται ο Γιοριτόμο καταφέρνει να διαφύγει στη χερσόνησο Άπυα. Εκεί δημιουργεί βάση και προχωράει σε ανασυγκρότηση, αποκαθιστά επαφές με παλιούς οπαδούς των Μιναμότο και κερδίζει την υποστήριξη των αντιπάλων των Τάιρα. Κατόπιν, επιλέγει την πόλη Καμακούρα, που βρίσκεται εκτός εμβέλειας των Τάιρα, 480 χλμ από το Κιότο, και το 1.180 μ.Χ μπαίνει στην πόλη με 27.000 άντρες. Οι πολεμικοί αρχηγοί που συντάχθηκαν μαζί του το έκαναν μάλλον από συμφέρον. Πριν το τέλος του 1.180 μ.Χ νικά μια δύναμη των Τάιρα και προχωρά σε συμφιλίωση παλιών ανταγωνιστών. Για να εξασφαλίσει την πίστη και να επιβάλει την τάξη ανάμεσα στους οπαδούς του, συγκροτεί τη στρατιωτική υπηρεσία σαμουράι - ντοκόρο (υπηρεσία πολεμιστών).
  • Μεταξύ 1.181-1.183 μ.Χ συγκροτεί βαθμιαία τη διοίκηση της Καμακούρα και σταθεροποιεί τον έλεγχο των Μιναμότο στις ανατολικές επαρχίες. Ταυτόχρονα κερδίζει ολοένα και περισσότερο την υποστήριξη των ευγενών του Κιότο, που επιθυμούν να απαλλαγούν από τους Τάιρα. Όταν αποκτά την υποστήριξη της Αυλής προτείνει τη διαίρεση της αστυνόμευσης της Ιαπωνίας, με τους Τάιρα ως προστάτες της Δύσης και τους Μιναμότο προστάτες της Ανατολής. Η Αυλή δέχεται την πρόταση  αλλά οι Τάιρα την απορρίπτουν.
  • Στο τέλος του 1.183 μ.Χ οι Τάιρα αντιλαμβανόμενοι την αυξανόμενη υποστήριξη προς τους Μιναμότο εγκαταλείπουν μαζικά το Κιότο προς τα δυτικά οχυρά τους, παίρνοντας μαζί τους τον ανήλικο αυτοκράτορα Αντόκου και τα αυτοκρατορικά εμβλήματα. Κατόπιν ο τέως αυτοκράτορας Γκι-Σάρακατους κηρύσσει παράνομους και καλεί το Γιοριτόμο να τους καταδιώξει. Ο αδελφός του Γιοριτόμο,Γιοσιτσούνα, τους συντρίβει στη ναυμαχία της Ντανούρα.
  • Μετά το γεγονός αυτό, στο Γιοριτόμο δόθηκε η ανώτατη εξουσία των ενόπλων δυνάμεων και του χορηγούνται εξουσίες για την εδραίωση και τη διατήρηση της ειρήνης. Έτσι η χώρα τίθεται υπό τον έλεγχο στρατιωτικής ολιγαρχίας. Ο Γιοριτόμο εκτιμά τη μόρφωση και προσλαμβάνει πολλούς από τους καλύτερους αυλικούς αξιωματούχους στο επιτελείο του στην Καμακούρα. Εφαρμόζει τις παραδόσεις και φημίζεται για την ευθυκρισία και τη δικαιοσύνη του. Επεκτείνει τους αποδοτικούς διοικητικούς και νομικούς μηχανισμούς σε όλη τη χώρα. Από την κατανομή της εξουσίας ωφελούνται τόσο το Κιότο όσο κι η Καμακούρα. Έτσι κερδίζει την εμπιστοσύνη των ιερέων, των μοναχών και των πολεμικών γενών.
  • Το 1.192 μ.Χ ο αυτοκράτορας απονέμει στον Γιοριτόμο τον τίτλο Σεϊταϊσογκούν («ο στρατάρχης που υπέταξε τους βαρβάρους»).
  • Το 1.199 μ.Χ ο Γιοριτόμο πεθαίνει πάνω στο αποκορύφωμα της δόξας του. Όμως το σύστημα που δημιούργησε επέζησε διαμορφώνοντας την πολιτική και την κουλτούρα της Ιαπωνίας στους κατοπινούς αιώνες.

  • Μετά το θάνατο του Γιριτόμο, η εξουσία περνάει στα χέρια της χήρας του Μασάκο, η οποίααποδεικνύεται το ίδιο αν όχι περισσότερο ικανή στην διακυβέρνηση με τον άντρα της. Διορίζει βογκούν ένα παιδί της και αντιβασιλιά της κυβέρνησης της Καμακούρα τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του τελευταίου, η αντιβασιλεία έγινε κληρονομικό αξίωμα και παρέμεινε στα χέρια της οικογένειας Χότζαεπί έναν και επιπλέον αιώνα. Οι Χατζή αν και σύμμαχοι των Μιναμότο ήταν στην πραγματικότητα Τάιρα. Στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια η ιεραρχία διαμορφώθηκε ως εξής.:
  1. Ο αυτοκράτορας ήταν αρχηγός του κράτους, αλλά ουσιαστικά είχε ρόλο θρησκευτικού αρχηγού.
  2. Ο παραιτημένος αυτοκράτορας ακολουθούσε και προήγαγε τα συμφέροντα του αυτοκρατορικού οίκου.
  3. Ο σογκούν κατείχε πολλές διοικητικές αρμοδιότητες και ήταν ο επικεφαλής της στρατιωτικής κυβέρνησης της Καμακούρα.
  4. Ο αντιβασιλιάς ήταν ο άνθρωπος που στην πραγματικότητα ασκούσε την εξουσία.

  • Το 1.221 μ.Χ ο τέως αυτοκράτορας Γκι - Τάμπα συγκροτεί δικό του στρατό, με στόχο την αποκατάσταση της κυριαρχίας του αυτοκρατορικού οίκου. Μαζί του συντάσσονται επαρχιακά μοναστήρια με μεγάλο αριθμό μοναχών-πολεμιστών. Καταγγέλλει τον αντιβασιλιά Χότζο ως αντάρτη και καλεί την χώρα να τον υποστηρίξει. Η εξέγερση καταπνίγεται και ο αυτοκράτορας, ο τέως αυτοκράτορας και πολλά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας εξορίζονται σε μακρινά νησιά. Κατόπιν ο αντιβασιλιάς, επιστρέφοντας στην Καμακούρα εξορίζει ή εκτελεί όσους διαφωνούντες είχαν εμπλακεί στην εξέγερση και κατάσχει τα κτήματά τους. Αυτή η κίνηση κατάσχεσης έγινε σε μια κρίσιμη περίοδο, καθώς τα κτήματα μοιράζονται στον αυξανόμενο πληθυσμό πολεμιστών, ώστε να εξασφαλιστεί η νομιμοφροσύνη τους. Επίσης ένα ένοπλο τμήμα εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Κυότο.

  • Από πολιτιστική άποψη οι 2 κοινωνίες φαίνεται να ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Η Καμακούρα βασίζεται στις παραδοσιακές στρατιωτικές αξίες και δεν επεδείκνυε αγάπη για την πολυτέλεια. Στο Κυότο οι αριστοκράτες αγαπούσαν τα ωραία πράγματα, τις πολυτελείς ενδυμασίες, τις γιορτές, τα συμπόσια και τους ποιητικούς διαγωνισμούς. Περιφρονούσαν ως βάρβαρους τους πολεμιστές της Καμακούρα αλλά τους αναγνώριζαν την καλή διακυβέρνηση. Στην Καμακούρα οι αποφάσεις παίρνονταν συλλογικά και τα διατάγματα ψηφίζονταν ομόφωνα. Την πολιτική της Καμακούρα εφάρμοζαν οι υπάλληλοι του μπακούφου που περιόδευαν τη χώρα.
  • Το 1.232 μ.Χ το συμβούλιο του κράτους εκδίδει το έγγραφο που έγινε γνωστό ως Τυπικό Τζούι, μια συλλογή κανόνων, συστάσεων και πρακτικών νόμων. Βασίζονταν στις αρχές του Γιοριτόμο για την απονομή δικαιοσύνης στους βασάλους του. Τώρα ακόμα κι ο πιο ταπεινός χωρικός έλπιζε σε δίκαιη μεταχείριση, καθώς δεν ήταν πια δεμένος σ' ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης. Μπορούσε να το πουλήσει και να μετοικήσει σε μια νέα περιοχή που ξεχερσώθηκε γη για καλλιέργεια.
  • Κιότο και Καμακούρα, αλληλεπιδρούν το ένα στην άλλη και την αμοιβαία περιφρόνηση βαθμιαία αντικατέστησε ένα αίσθημα σεβασμού. Οι πολεμιστές Καμακούρα εδραιώθηκαν ως νέα άρχουσα τάξη και αναπτύχθηκε ένα νέο είδος λογοτεχνίας, που εκθείαζε τα κατορθώματα των σαμουράι. Οι αγράμματοι σαμουράι δεν άργησαν να μάθουν γραφή και ανάγνωση. Οι νεώτερες γενιές της κάστας των πολεμιστών άρχισαν να επιδιώκουν την πολυτέλεια. Οι τεχνίτες γνώρισαν ευημερία χωρίς προηγούμενο. Αυξήθηκαν οι παραγγελίες προς τους γλύπτες ξύλινων αγαλμάτων, που οι πλούσιοι πρόσφεραν στους ναούς, γεγονός που προκάλεσε αναγέννηση στη γλυπτική. Επίσης η ζωγραφική έγινε ζωντανή και ρεαλιστική. Η τάξη των εμπόρων ανέρχεται και το 1.251 μ.Χ ο αντιβασιλιάς ιδρύει ξεχωριστή εμπορική συνοικία και δίνει στους εμπόρους το αποκλειστικό δικαίωμα να οργανώνουν αγορές. Οργανόνωνται εμπορικές ενώσεις ή συντεχνίες γνωστές ως ΖΑ. Παράλληλα ανθεί το εξωτερικό εμπόριο, καθώς βουδιστές Ιάπωνες μοναχοί συμβάλουν στη δημιουργία καλύτερων σχέσεων με τη νότια Κίνα των Σονγκ. Όμως η αυξανόμενη ζήτηση ειδών πολυτελείας δύσκολα μπορούσε να ικανοποιηθεί από μια περιορισμένη αγροτική οικονομία.
  • Το 1.257 μ.Χ η περιοχή της Καμακούρα συγκλονίζεται από ισχυρό σεισμό και 2 χρόνια αργότερα ξεσπά μια επιδημία και ένας λιμός. Εμφανίζεται έλλειψη εργατικών χεριών, σε βαθμό που δόθηκε αμνηστία σε φυλακισμένους για να δουλέψουν. Επίσης το Κυότο βρίσκεται στα πρόθυρα της αναρχίας.
  • Ξεσπούν συγκρούσεις μεταξύ μοναστηριών και αυτοκρατορικού οίκου και κατά την περίοδο της μεγάλης πείνας επενέβη η Καμακούρα για να σώσει την Αυλή.
  • Εμφανίζονται νέες απλοποιημένες μορφές βουδισμού και νέες αιρέσεις.: Το 1.175 μ.Χ εμφανίζεται ηαίρεση της άμωμης γης, που ανησυχεί σοβαρά τον ορθόδοξο βουδιστικό κλήρο. Το 1.201 μ.Χ ο κλήρος πείθει τον αυτοκράτορα και εξορίζει τον αρχηγό της αίρεσης ενώ αποκεφαλίστηκαν μερικοί από τους πιο εξέχοντες πιστούς. Ωστόσο, η αίρεση επέζησε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της θρησκευτικής ζωής της Ιαπωνίας. Άλλη διαδεδομένη μορφή βουδισμού υπήρξε το Ζεν. Ο επίσημος κλήρος πυρπόλησε αρκετά μοναστήρια της, αλλά η αίρεση άνθησε υπό την προστασία των σαμουράι. Τρίτη αίρεση ήταν αυτή του Λωτού, ιδρύθηκε από τον μοναχό Ντισίρου, που επιθυμούσε να εξαλείψει τους άλλους κλάδους.

  • Το 1.268 μ.Χ ο Κουμπλάι Χαν, ζητά φόρο υποτέλειας, όμως το Μπακούφου δεν καταδέχτηκε να απαντήσει.
  • Το 1.274 μ.Χ οι Μογγόλοι εισβάλουν στην Κυοσού, οι Ιάπωνες τους αντιμετωπίζουν ηρωικά για 2 μέρες, με μεγάλες απώλειες. Ωστόσο ξεσπά τυφώνας που καταστρέφει τη δύναμη εισβολής και περίπου 13.000 Μογγόλοι πνίγηκαν. Μετά το γεγονός, η Καμακούρα συγκροτεί μεγάλο στρατό και κατασκευάζει νέα οχυρά. Στο τέλος του 1.280 η αυτοκρατορική αυλή συνειδητοποιεί την απειλή και θέτει όλα της τα εισοδήματα στη διάθεση του μπακούφου.
  • Ο Κουμπλάι Χαν στέλνει δύο επιστολές που ζητά η Ιαπωνία να γίνει φόρου υποτελής και τις 2 φορές οι επιστολές καταστράφηκαν και οι απεσταλμένοι Μογγόλοι αποκεφαλίστηκαν. Έτσι το 1.280 μ.Χ 150.000 Μογγόλοι, Κινέζοι και Κορεάτες αποβιβάζονται στο Κυοσού. Ακολουθεί μάχη 50 ημερών, στη συνέχεια νέος τυφώνας καταστρέφει τους εισβολείς και οι Μογγόλοι στρέφονται σε απελπισμένη φυγή κάτω από τα βέλη των Ιαπώνων. Σύμφωνα με τους Ιάπωνες τα 4/5 των εισβολέων χάθηκαν. Ο τυφώνας ονομάστηκε καμικάζε (θεϊκός άνεμος), ενώ οι Ιάπωνες χαλάρωσαν την επαγρύπνησή τους μόλις το 1.300 μ.Χ, 6 χρόνια μετά το θάνατο του Κουμπλάι Χαν.
  • Όμως ο πόλεμος έριξε τη χώρα στο χάος. Οι ιερείς έγειραν αξιώσεις καθώς υποστήριζαν ότι οι προσευχές τους προκάλεσαν τον καμικάζε. Τα ταμεία ήταν άδεια και όλη η χώρα είχε φτωχύνει. Πολλοί άντρες είχαν χαθεί κι η καλλιέργεια της γης είχε ουσιαστικά σταματήσει. Η δυσαρέσκεια μεγάλωσε και βαθμιαία υπονομεύτηκε η επιρροή του μπούφου, από ευγενείς του Κιάτο και δυσπραγούντες στρατιωτικούς υποτελείς. Η διαφθορά εξαπλώνεται.

  • Το 1.333 μ.Χ οι εχθροί του μπακούφου συγκροτούν συνασπισμό: δυσαρεστημένοι επαρχιακοί στρατιωτικοί άρχοντες συνωμότησαν με μέλη της αριστοκρατίας. Συγκρότησαν στρατό και βάδισαν εναντίον της Καμακούρα, κατέλαβαν και έκαψαν την πόλη. Ο τελευταίος αντιβασιλιάς Χότζο και 200 πιστοί ακόλουθοί του προτίμησαν την αυτοκτονία. Ωστόσο, το σογκουνάτο δεν έσβησε.
  • Ακολούθησαν 50 έτη αναταραχής και αγώνες για την εξουσία ανάμεσα στην αριστοκρατία και τοπικούς επαρχιακούς άρχοντες.
  • Την δεκαετία του 1.390 μ.Χ το γένος Ασικάγκα αποκτά τον έλεγχο. Αυτή τη φορά το μπακούφου κυβερνά από το Κιότο. Για μια ακόμα φορά η αυτοκρατορική Αυλή βυθίστηκε στο σκοτάδι. Η στρατιωτική εξουσία στην Ιαπωνία θα διαρκούσε πολύ.
Συμπεράσματα:
  1. Πριν το τέλος του 12ου αιώνα η εξουσία γλιστρά από τα χέρια της αριστοκρατίας σε αυτά των πολεμικών γενών. Τα 2 σημαντικότερα γένη υπήρξαν των Τάιρα και των Μιναμότο. Όμως η ναυμαχία στα στενά της Τανούρα το 1.185 μ.Χ καθιστά τους δεύτερους κυρίαρχους υπό την ηγεσία του Γιοριτόμο Μιναμότο. Με την εκχώρηση εξουσιών από τον αυτοκράτορα στο πρόσωπο του, η χώρα περνά υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής ολιγαρχίας και δίπλα στο Κιότο προβάλει ως ισχυρότερος πόλος εξουσίας η Καμακούρα. Ο Γιοριτόμο εξασφάλισε αποτελεσματική διοίκηση ενώ οι απόγονοί του εκδώσαν το τυπικό Τζούι που βασίζονταν στις αρχές και φαίνεται πως ευνοούσε ακόμα και τους απλούς χωρικούς.
  2. Πολιτισμικά, η αριστοκρατία με την πολυτέλεια και την κουλτούρα της διέφερε πολύ από τους λιτούς και πειθαρχημένους άντρες των γενών, αλλά την αρχική περιφρόνηση φαίνεται πως σταδιακά αντικατέστησε ο αμοιβαίος σεβασμός. Εξάλλου από ένα σημείο και έπειτα πρέπει να υπήρχαν και επιρροές του ενός προς τον άλλον. Στο επίπεδο της θρησκείας ο βουδισμός είναι η επίσημη αλλά όχι η μόνη αυθεντική θρησκεία της Ιαπωνίας. Η εμφάνιση όμως βουδιστικών αιρέσεων αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρότητα από τον επίσημο κλήρο.
  3. Οι 2 εισβολές των Μογγόλων το 1.274 & 1.280 μ.Χ αντιμετωπίστηκαν, αλλά έριξαν τη χώρα στο χάος. Συνέπεια της αταξίας που ακολούθησε ήταν η δυσαρέσκεια για τους Μιναμότο και η καταστροφή της Καμακούρα από συνασπισμό εχθρών τους. Ωστόσο τα πολεμικά γένη συνέχισαν να ασκούν την εξουσία και το 1.390 εμφανίζεται το γένος των Ασικάγκα.
     ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ FUJI TOMO KAZU                                                                                                                                            ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΗΓΗ: TIME LIFE BOOKS/ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΙΑΠΩΝΙΑ-NIPPON AΞΙΑ ΣΕΒΑΣΜΟΥ 11η ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ Από τον FUJI TOMO KAZU- Επικούρειο Πέπο.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ απο 9ο-11ο αι. μ.Χ

  Η νησιώτικη απομόνωση της Ιαπωνίας συνέβαλε στην ειρήνη και στην ιδιαιτερότητα της πολιτιστικής εξέλιξης.   Σε καιρούς βαρβαρότητας στην Ασιατική ήπειρο, η Ιαπωνία ήταν ένα ειρηνικό και ευγενικό βασίλειο. Επιπλέον απεξαρτάται από τις ξένες επιρροές και διαμορφώνει τη δική της μορφή πολιτισμού.
  • Οι αιώνες μεταξύ 800-1200 μ.Χ αποτελούν περίοδο μεγάλων επιτευγμάτων.
  • Από τον 9ο αιώνα οι επαφές με την Κίνα περιορίζονται. Η Ιαπωνία απαλλάσσεται σταδιακά από τις κινέζικες πολιτικές δομές για να υιοθετήσει το δικό της σύστημα. Η αριστοκρατία της γης μαζί με μια τάξη επαρχιακών πολεμικών αρχόντων κυριάρχησαν πάνω στην αυτοκρατορία, για να περιορίσουν την επιρροή του καθεστώτος στην πρωτεύουσα.
  • Μεταξύ των πολιτιστικών επιτευγμάτων συγκαταλέγονται: η ξεχωριστή αισθητική, νέοι τρόποι έκφρασης στην δική της γλώσσα, ανάπτυξη της φιλολογίας και των τεχνών και η συγχώνευση του βουδισμού με το σιντοϊσμό.
  • Στην διοίκηση υπήρχε το μεγάλο συμβούλιο του κράτους, που συμπεριλάμβανε πρωθυπουργό, υπουργούς και συμβούλους τριών βαθμίδων.
  • Αργότερα η οικογένεια Φουτζιμάρα αποκτά μεγάλη δύναμη κι ο ρόλος του συμβουλίου περιορίζεται. Δημιουργούνται τα αξιώματα του αντιβασιλέα και του καγκελάριου που ήταν κληρονομικά. Σε αντίθεση με την Κίνα τα αξιώματα αποκτιούνταν με κριτήριο την καταγωγή και όχι αξιοκρατικά.
    ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΣΑΓΚΑ
  • Στα τέλη του 8ου αιώνα υποτάσσει την ανεξάρτητη φυλή των Αινού.
  • Ο γιος του Καμού, Σάγκα ιδρύει την αυτοκρατορική αστυνομία, αλλά κατόπιν παραιτείται. Γενικά 19 από τους 30 διαδόχους του Καμού παραιτήθηκαν εθελοντικά από το θρόνο λόγω των βαριών ευθυνών.
  • Στην πραγματικότητα, η οικογένεια Φουτζιμάρα ήταν η ισχυρότερη και πλουσιότερη της χώρας και ασκούσε την εξουσία, προμηθεύοντας τους αυτοκράτορες με συζύγους και παλλακίδες. Σταδιακά όλη η αυτοκρατορική γη πέρασε στα χέρια των γαιοκτημόνων.
  • Στην ύπαιθρο δεν έλειπαν οι ληστείες και οι εξεγέρσεις. Οι συνηθισμένες ποινές για τους ενόχους ήταν ραβδισμός, καταναγκαστικά έργα, εξορία, θάνατος. Ωστόσο οι εγκληματίες που μετάνιωναν μπορούσαν συνήθως να αποφύγουν την ποινή ζητώντας το έλεος του δικαστηρίου.
  • Το 894 μ.Χ οι σχέσεις Ιαπωνίας και Κίνας διακόπηκαν για πέντε αιώνες.
  • Το 926 μ.Χ το Ασιατικό βασίλειο Πο Χάι καταλαμβάνεται από τους Χιτάν και διακόπτει τις επαφές του με την Ιαπωνία.
  • Από τα μέσα του 11ου αιώνα ο έλεγχος των Φουτζιμάρα πάνω στους αυτοκράτορες εξασθενεί.
  • Το 793 μ.Χ υπό τον αυτοκράτορα Καμού η πρωτεύουσα μεταφέρεται στο Χεϊάν Κύο, που αποτελεί αριστούργημα αρχιτεκτονικής.
  • Η διακυβέρνηση του Καμού υπήρξε αυταρχική. Περιόρισε την κοσμική εξουσία των βουδιστών και φρόντισε για την αύξηση των εσόδων του κράτους.
  • Το 1068 μ.Χ ανέρχεται στο θρόνο ο ανεξάρτητος αυτοκράτορας Γκυ Σαντζέ, που προβαίνει στην κατάσχεση κτημάτων.
  • Ο γιος του Σιγκαβάρα, ενισχύει ακόμα περισσότερο την αυτοκρατορική εξουσία. Για να το επιτύχει υιοθετεί την άσκηση της εξουσίας από τα παρασκήνια, καθώς γίνεται μοναχός σε μοναστήρι. Επίσης για να απομακρύνει τους Φουτζιμάρα περνά την εξουσία στην πατρική γραμμή. Κατόπιν προσλαμβάνει συμβούλους του γένους Μιναμότο.
  • Ωστόσο στα μέσα του 12 αιώνα λήγει η περίοδος των μοναχών αυτοκρατόρων και η εξουσία περνά πάλι στα γένη.
  • Αξιοσημείωτο είναι πως η ποίηση αποτελούσε μέρος της καθημερινής κοινωνικής ζωής και του τελετουργικού.
  • Οι διασημότερες γυναίκες ποιήτριες υπήρξαν η κυρία την τιμής Σουαγκόν με αρκετά προκλητικό και αισθησιακό ύφος. Όπως και η επίσης κυρία της τιμής, αλλά πιο δειλή στο γράψιμο Μουρασάκι Σικίμπου. Μάλιστα το βιβλίο της Μουρασάκι «Η αφήγηση του Γκέντζι» θεωρήθηκε από μερικούς λόγιους ως το πρώτο μυθιστόρημα του κόσμου, αλλά και το μεγαλύτερο έργο ολόκληρης της ιαπωνικής λογοτεχνίας.
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΦΚΕΝΤΖΙ - ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ 7η ΤΕΧΝΗ
  • Στο κοινωνικό επίπεδο, οι αγρότες αποτελούσαν τη μόνη παραγωγική τάξη, αλλά αντιμετωπίζονταν με μεγάλη περιφρόνηση. Την εποχή του Χεϊάν η διάκριση μεταξύ ελευθέρων αγροτών και δούλων είχε εξαφανιστεί και υπήρχαν μόνο δουλοπάροικοι. Οι μάζες γενικά ζούσαν μέσα στην αθλιότητα.
  • Οι γυναίκες κατείχαν κατώτερη θέση και ο ρόλος τους ήταν να υπηρετούν τον άντρα, αλλά μπορούσαν να κατέχουν περιουσία.
  • Το πανεπιστήμιο της Χεϊάν προπαρασκεύαζε ευγενείς για τις κρατικές θέσεις αλλά αργότερα παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε. Οι ευγενείς ίδρυσαν δικές τους ιδιωτικές σχολές.
  • Ο Σαϊτσό δημιουργεί τη βουδιστική αίρεση Τεντάι που θα εξελιχθεί στην ισχυρότερη και θα προσελκύσει λαϊκές μάζες.. Επίσης ο Κόνκαϊ θα δημιουργήσει την βουδιστική αίρεση Σινγκόν.
  • Ο βουδισμός επηρέασε τη Χεϊάν, επιβάλλοντας την καύση των νεκρών, την απαγόρευση της κρεοφαγίας και συχνά αντικατέστησε την ποινή του θανάτου με την εξορία.
  • Τον 10 αιώνα η εμφάνιση της λατρείας γύρω από την «άμωμη χώρα» του Βούδα Αμύντα έγινε η πιο δημοφιλής σε όλες τις τάξεις. Καθώς πρέσβευε πως όλοι οι άνθρωποι που έχουν αισθήματα έχουν θέση στον παράδεισο
  • Ωστόσο την αρμονία ανάμεσα στις θρησκείες διαδέχεται η διαπάλη μεταξύ αιρέσεων που θα δημιουργήσουν πανίσχυρους στρατούς και θα προβούν στη λεηλασία των αντιπάλων τους.
  • Μεταξύ των ετών 981-1185 μ.Χ από το όρος Χιέν θα προβούν σε επιθέσεις εναντίον της κυβέρνησης και θα πολιορκούν τα ανάκτορα.                                                           
  • Από τον 11ο αιώνα αρχίζει η εποχή των φεουδαρχικών Σογκούν που θέτει τέρμα στην ειρήνη και στη γαλήνη της εποχής Χεϊάν.
  • Το 1180 μ.Χ το γένος Μιναμότο μετά από πενταετή μάχη εκμηδενίζει το αντίπαλο γένος Τάιρα. Οι νικητές επιτρέπουν στον αυτοκράτορα να διατηρήσει το θρόνο του, ενώ ο ηγέτης τους Μιναμότο Γιοριτόμο εγκαθιστά κυβέρνησή σε παραλιακή επαρχία. 
  • Συμπεράσματα:
  • Η Ιαπωνία μετά την περίοδο επιρροής και πολιτιστικών δανείων από τον κινέζικο πολιτισμό, εισέρχεται σε περίοδο απομόνωσης. Αυτό έχει σαν συνέπεια την ειρηνική αυτόνομη ανάπτυξή της σε περιόδους που στον υπόλοιπο κόσμο επικρατούσε η βία και οι πόλεμοι.
  • Σαν κοινωνία παρουσίαζε τεράστιες αντιθέσεις. Έτσι ενώ η πρωτεύουσα Χεϊάν Κύο ανθεί και οι τέχνες μεγαλουργούν (αρχιτεκτονική, ποίηση κ.λ.π), στην ύπαιθρο οι αγρότες αν και ήταν η ραχοκοκαλιά της χώρας, αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση και επιβίωναν δύσκολα σε βαθμό που να μετατραπούν σε δουλοπάροικους.
  • Στην κορυφή της ιεραρχίας έχουμε μια διαπάλη μεταξύ αυτοκρατόρων και ισχυρών γενών, όπως οι Φουτζιμάρα, οι Μιναμότο και οι Τάιρα. Επίσης καθοριστικό ρόλο παίζει η θρησκεία κι ενώ από τη μια μεριά συνέβαλε στη μετατροπή της ποινής του θανάτου σε εξορία από την άλλη η δημιουργία αιρέσεων με ιδιωτικούς στρατούς, αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης. Από τον 11ο αιώνα, όταν η αυτοκρατορία παρακμάζει έχουμε την εμφάνιση των φεουδαρχικών Σογκούν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΗΓΗ: TIME LIFE BOOKS/ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ    

NIPPON-ΙΑΠΩΝΙΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΑΞΙΑ ΣΕΒΑΣΜΟΥ Από τον FUJI TOMO KAZU=Επικούρειο Πέπο.

ΙΑΠΩΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΟΣΜΩΣΗ 6ος-8ος αι. μ.Χ.

  • Στα τέλη του 6ου αιώνα οι Ιάπωνες ασπάζονται το βουδισμό
  • Το 752 μ.Χ εγκαινιάζουν ναό με τεράστιο άγαλμα του Βούδα σε μια τελετή που συμβολικά εντάσσει τη χώρα στον πολιτισμένο κόσμο.
  • Σε σχετικά σύντομο διάστημα η Ιαπωνία περνά από την πρωτόγονη κατάσταση σε ένα στάδιο αναπτυγμένου πολιτισμού, αφομοιώνοντας στοιχεία των αναπτυγμένων λαών.
  • Το 300 μ.Χ ο πολιτισμός των Γιαγιόι παραχωρεί τη θέση του στο λεγόμενο πολιτισμό των Τύμβων.
  • Κατά τον 3ο αιώνα μια φυλή που είχε ως προστάτιδα τη θεά του ήλιου Αματεράσου μετανάστευσε από την Κυοσού στη Χονσού, στην πεδιάδα Γιαμάτο (κοντά στη σημερινή Οσάκα. Εκεί με τη δύναμη των όπλων ή με συμμαχίες με άλλα σημαντικά γένη, επέκτειναν βαθμιαία την κυριαρχία τους στη δυτική Ιαπωνία και ίδρυσαν   αυτοκρατορία υπό τη δυναστεία της γενιάς του ήλιου που βασίλευσε χωρίς διακοπή ως τις μέρες μας.
  • Η βασιλική οικογένεια συνδέθηκε με τον Σιντοϊσμό, στον οποίο ο θάνατος ήταν εστία μόλυνσης. Ο βασιλιάς είχε θεϊκή καταγωγή αλλά όχι και απόλυτη εξουσία. Ήταν ο 1ος μεταξύ ίσων απειθάρχητων φύλαρχων.
  • Οι φύλαρχοι ασκούσαν εξουσία σε ομάδες που ονομάζονταν Ούτζι και ήταν αυτάρκεις κοινότητες. Στην προσπάθεια δημιουργίας πιο συγκεντρωτικής εξουσίας προβάλει το συμβούλιο του κράτους που συμμετείχαν οι πιο δυνατοί αρχηγοί Ούτζι.
  • Συχνά ανταγωνιστικά Ούτζι συγκρούονταν για να επιβάλλουν υποψήφιο αυτοκράτορα της αρεσκείας τους, ενώ συχνές ήταν και οι δολοφονίες αυτοκρατόρων.
  • Οι Ιάπωνες αρκετές φορές επενέβαιναν στα εσωτερικά της Κορέας παίρνοντας το μέρος ενός εκ των τριών αντιμαχόμενων βασιλείων.
  • Τον 4ο αιώνα υιοθετούν την Κινέζικη γραφή δια μέσου της Κορέας, ενώ ο βουδισμός εισέρχεται στη χώρα με πολλές παλινδρομήσεις.
  • Ο αυτοκράτορας Σοτόκου έθεσε τη χώρα σε μια χωρίς προηγούμενο στη παγκόσμια ιστορία, πορεία δανεισμού πολιτιστικών επιτευγμάτων. Ο βουδισμός είχε το προβάδισμα στα θρησκευτικά ζητήματα και ο κομφουκιανισμός στα κοσμικά.
  • Το 604 μ.Χ ο διάδοχος Σοτόκου θεσπίζει το σύνταγμα των 17 αρχών που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για εφαρμογή ηθικού κώδικα συμπεριφοράς των υπαλλήλων και τη δημιουργία ιδεολογικής βάσης διακυβέρνησης.
  • Το 607 μ.Χ εγκαινιάζει αποστολές από και προς την Κίνα από ανθρώπους της τέχνης και μελετητών του βουδισμού και του κομφουκιανισμού.
  • Το 622 μ.Χ ο διάδοχος Σοτόκου πεθαίνει.
  • Το 645 μ.Χ δολοφονούνται οι Σόγκα που στην ουσία κυβερνούσαν την Ιαπωνία και ενθρόνιζαν τον αυτοκράτορα της αρεσκείας τους. Έτσι ο πρίγκιπας Νάκα νο Ογιέ γίνεται αυτοκράτορας Τενταί.
  • Το 646 μ.Χ ανακηρύσσεται έτος του μεγάλου ανασχηματισμού με πρότυπο για την εξουσία το σύστημα της δυναστείας Τανγκ στην Κίνα.
  • Επίσης σχηματίζεται κεντρική κυβέρνηση και αφαιρείται η εξουσία από τα Ούτζι. Η γη παραδίδεται στο στέμμα για να μοιραστεί στους χωρικούς και στους δούλους. Ωστόσο, οι περισσότεροι ευγενείς κράτησαν την ιδιοκτησία τους ενώ οι χωρικοί φορολογήθηκαν τόσο βαριά που κατέληξαν και πάλι δουλοπάροικοι.
  • Το 702 μ.Χ θεσπίζεται ο κώδικας Ταϊχό αποτελούμενος από 2 μέρη: 1ον Διοικητικούς θεσμούς. 2ον Ποινικό κώδικα, συντάχθηκε με βάση τα κινέζικα πρότυπα. Αλλά αντίθετα από την Κίνα στους διοικητικούς κλάδους, προτεραιότητα είχε η υπηρεσία στη θρησκεία που ασχολούνταν με το σιντοϊσμό και ακολουθούσε η υπηρεσία του κράτους ελεγχόμενη από το μεγάλο συμβούλιο.
  • Η Ιαπωνία διαιρέθηκε σε επαρχίες, διαμερίσματα, χωριά και καλύβες, ενώ η διοίκηση στελεχώθηκε με κριτήριο την καταγωγή κι όχι αξιοκρατικά.
  • Στον ποινικό κώδικα οι ποινές ήταν: 1. Ραβδισμός, 2. Καταναγκαστικά έργα (1-3 έτη), 3. εξορία, 4. Θάνατος.
  • Η Νάρα υπήρξε η πρώτη πραγματική πόλη και σχεδιάστηκε σαν μικρό αντίγραφο της πρωτεύουσας Τσανγκαν των Τανγκ. Στην εποχή της βουδισμός και σιντοϊσμος συνυπάρχουν αρμονικά και ακμάζουν αμφότεροι. Γίνονται πρόοδοι σε τέχνες και φιλολογία, γλυπτική, ζωγραφική, ποίηση. Ειδικά στην ποίηση το 760 μ.Χ εκδόθηκε η ανθολογία Μανγιοσού (συλλογή 10.000 φύλλων) με 4.500 ποιήματα στα οποία αντανακλώνται όλες οι τάξεις της χώρας.
  • Ωστόσο, ενώ η Νάρα ευημερεί, οι αγρότες υποφέρουν και η θέση τους επιδεινώνεται όταν ο βουδιστικός κλήρος εξαιρείται από τη φορολογία. Ο βουδιστικός κλήρος αυξάνει τον πλούτο του και τη δύναμή του για εξουσία.
  • Το 784 μ.Χ η Νάρα παύει να είναι η πρωτεύουσα λόγω του φόβου της άρχουσας τάξης για την αυξανόμενη δύναμη του βουδιστικού κλήρου και η πρωτεύουσα μεταφέρεται στο Κιότο για την επόμενη χιλιετία.
  • Τα Ιαπωνικά νησιά κατοικήθηκαν τουλάχιστον από το 10.000 π.Χ αλλά ο πρώτος πολιτισμός εμφανίστηκε το 8.000 π.Χ. Οι Τζομόν ζούσαν στη λίθινη εποχή και επιβίωναν από το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συλλογή κοχυλιών, ενώ είχαν εξημερώσει το σκύλο. Πιθανόν ο πολιτισμός των Τζομόν συνέπεσα με την άφιξη των Αϊνού που κατέλυσαν στο Χοκάιντο. Και οι 2 λαοί ήταν άγνωστης προέλευσης. Οι επόμενοι μετανάστες ήταν σχεδόν σίγουρα μογγολικής καταγωγής και απ' το 300 π.Χ ο πολιτισμός των Γιαγιόι αντικαθιστά αυτόν των Τζομόν. Οι Γιαγιόι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι γεωργοί που γνώριζαν την κατεργασία του σιδήρου και χρησιμοποιούσαν τον κεραμικό τροχό. Στα μέσα του 3ου αιών διενεργούσαν ανταλλαγές προϊόντων με την Ασιατική ήπειρο και οι ταξικές διακρίσεις ήταν ήδη έντονες. 
  • Συμπεράσματα:
  1. Στην Ιαπωνία οι επιρροές από τον κινέζικο πολιτισμό είναι παραπάνω από εμφανείς σε όλα τα επίπεδα. Το αλφάβητο αποτελεί κινέζικο δάνειο. Επίσης η θρησκεία του βουδισμού εισάγεται και συνυπάρχει αρμονικά με το Σιντοϊσμό, αλλά ακόμα και στο σύστημα διακυβέρνησης πρότυπο αποτελεί ο κομφουκιανισμός. Όλα αυτά όμως αφομοιώθηκαν από τους Ιάπωνες βάζοντας πάντα και τη δική τους σφραγίδα.
  2. Στα επιτεύγματα της χώρας ανήκουν το σύνταγμα των 17 αρχών του διάδοχου Σουτόκου και ο κώδικα Ταϊχό που περιλαμβάνει τη διοικητικούς θεσμούς και ποινικό κώδικα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΗΓΗ: ΤΙΜΕ LIFE BOOKS/ΠΑΓΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ANIXNEYTHS FUZI TOMO KAZU    

ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ Είμαστε όλοι φοβισμένοι. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ρόμπερτ Ρεντφορντ: «Είμαστε όλοι φοβισμένοι» 

«Από την Ελλάδα;» ρωτάει με απορία ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ όταν του συστήνομαι ως «Yannis from Greece». Και συνεχίζει μιλώντας ελληνικά: «Τσι κάνεις;». Ακούω ξανά την ηχογράφηση της συνέντευξης. Ο Ρέντφορντ λέει πράγματι «τσι». Οχι «τι». Σύντομα καταλαβαίνω γιατί. Οπως φαίνεται, ο Ρέντφορντ είχε μείνει στην Κρήτη για έξι ολόκληρους μήνες τη δεκαετία του 1960. «Το 1967 πήρα την οικογένειά μου και ήρθαμε στην Ευρώπη» μου είπε. «Ζήσαμε για έξι μήνες στην Iσπανία, σε μια μικρή πόλη στον Νότο ονόματι Μίχας, και μετά πήγαμε στην Ελλάδα. Πρώτα στο Ηράκλειο και μετά στην ενδοχώρα της Κρήτης».
Προσπάθησε, μάλιστα, να πείσει την οικογένειά του να ζήσουν σε μια σπηλιά στα Μάταλα. «Λατρεύω την Ελλάδα και τους Ελληνες» συνέχισε ο 76χρονος ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και διευθυντής του Φεστιβάλ του Sundance, ο οποίος βρέθηκε μαζί μου για μισή ώρα στη Νέα Υόρκη τον περασμένο Απρίλιο. Οχι για να μιλήσουμε για την Ελλάδα, βέβαια, αλλά για την τελευταία ταινία του, «Ο κανόνας της σιωπής», στην οποία συμπρωταγωνιστεί με ένα εκλεκτό επιτελείο ηθοποιών, από τη Σούζαν Σαράντον και τον Νικ Νόλτε ως την Τζούλι Κρίστι και τον Σαμ Ελιοτ. Πρόκειται για ένα πολιτικό θρίλερ με πρωταγωνιστή τον ίδιο, στον ρόλο ενός πρώην μέλους της ριζοσπαστικής αντιπολεμικής οργάνωσης The Weather Underground, η ζωή του οποίου αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη όταν, στα γεράματα, έπειτα από 40 χρόνια σιωπής, αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητά του. Μαζί μας βρίσκονται τρεις ακόμη δημοσιογράφοι, μια Ισπανίδα, μια Γερμανίδα και ένας Αυστραλός. Ο Ρέντφορντ έχει να πει κάτι για τις χώρες όλων των παρευρισκομένων και από εκεί αρχίζω την κουβέντα μας.
Οι γεωγραφικές γνώσεις σας είναι αξιοθαύμαστες. Εχετε να πείτε κάτι για κάθε χώρα. Σας αρέσει όντως τόσο πολύ η γεωγραφία; «Εχω ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου. Προτού ακόμη γίνω ηθοποιός. Ενιωσα ότι τα ταξίδια θα ήταν η πραγματική εκπαίδευσή μου. Δεν τα πήγαινα καλά στο σχολείο, δεν ήμουν και τόσο καλός μαθητής. Βαριόμουν. Το βλέμμα μου, οι σκέψεις μου, η φαντασία μου ήταν διαρκώς έξω από το παράθυρο. Βαριόμουν να βλέπω κάποιον να μιλάει όρθιος. Ηθελα απλώς να... φύγω. Πήγα στο κολέγιο και στον έναν χρόνο μού ζητήθηκε να το αφήσω (χαμογελά). Και τότε, περίπου στα 18 μου, κάτι μέσα μου μού είπε ότι η εκπαίδευσή μου βρισκόταν εκεί έξω, στον κόσμο. Στην εμπειρία από τους άγνωστους πολιτισμούς. Και αυτό έκανα».
Το να γυρίσεις τον κόσμο μόνο και μόνο επειδή θεωρείς ότι αυτό οφείλεις να κάνεις ακούγεται μεν όμορφο, αλλά υποθέτω ότι δεν ήταν και τόσο εύκολο. «Οντως. Χρειαζόμουν χρήματα. Και δεν τα είχα. Αποφάσισα να δουλέψω και να κάνω οικονομίες ώστε να μπορέσω να πετύχω αυτό που ήθελα. Δούλεψα επί τέσσερις μήνες σε πετρελαιοπηγές. Στόχος μου ήταν να συγκεντρώσω ένα χρηματικό ποσό που θα μου επέτρεπε να ζήσω έναν χρόνο στην Ευρώπη».
Ως περιπλανώμενος ταξιδιώτης ποιος ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός προορισμός σας; «Η Γαλλία. Πήγα με το πλοίο. Εμεινα αρκετούς μήνες. Mετά η Ισπανία. Η Ιταλία επίσης. Στη Γαλλία και στην Ιταλία πήγα σε σχολές καλών τεχνών. Εμενα σε ξενώνες για νέους. Πολύ φθηνά. Ετσι, όμως, κατέκτησα αυτό που ήθελα: την εκπαίδευσή μου. Γιατί με το να βρίσκομαι σε διαφορετικό μέρος κάθε φορά και με το να γεύομαι διαφορετικούς πολιτισμούς κατάφερα να δω τη δική μου πατρίδα μέσα από τα δικά τους μάτια».

Τι κερδίσατε βλέποντας τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα από τα μάτια της Ευρώπης; «Μπόρεσα να αντιληφθώ μια ευρύτερη εικόνα της Αμερικής. Οταν ήμουν νέος τη δεκαετία του '50, η πατρίδα μου ήταν βουτηγμένη στην προπαγάνδα. Προπαγάνδα για το πόσο σπουδαίοι ήμασταν εμείς οι Αμερικανοί που είχαμε κερδίσει τον πόλεμο, που ήμασταν η χώρα με τις πολλές ευκαιρίες μπλα... μπλα... μπλα... Πίσω από καθετί κρυβόταν μια πολύ βαριά προπαγάνδα. Και το αποδεχόσουν. Πηγαίνοντας στην Ευρώπη είδα μια διαφορετική εικόνα της πατρίδας μου, μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα. Και όπου πήγαινα αυτή η εικόνα είχε και μια ιδιαιτερότητα. Στη Φλωρεντία, στο Παρίσι, στη Μαγιόρκα, στη Βαρκελώνη. Ολες αυτές οι πόλεις είχαν το δικό τους χρώμα».
Τι νομίζετε ότι σας βοήθησε να σχηματίσετε μια ξεκάθαρη εικόνα για κάθε τόπο; «Πιστεύω η ζωγραφική. Οπου και να πήγαινα, ζωγράφιζα. Πρόσωπα ανθρώπων. Οταν ζωγραφίζεις, κάτι σου μένει. Το κουβαλάς μαζί σου και μετά γίνεται σημαντικό».
Εξακολουθείτε να ζωγραφίζετε; «Να ζωγραφίζω όχι, επειδή απαιτεί πολύ χρόνο. Φτιάχνω σκίτσα όμως. Αυτό μου επιτρέπει ο ελεύθερος χρόνος μου».
Η ταινία «Ο κανόνας της σιωπής» αναφέρεται στη δεκαετία του '70 και στο κίνημα των Weather Underground. Εσείς πού είχατε τοποθετηθεί ιδεολογικά εκείνη την εποχή; «Οταν μπήκε η δεκαετία του '70 είχα ήδη χορτάσει το μερίδιό μου στην περιπέτεια, στην επανάσταση και στα προβλήματα με τον νόμο. Είχα ξεπεράσει τα όριά μου. Οταν στα τέλη της δεκαετίας του '50 επέστρεψα στην Αμερική από την Ευρώπη, είχα μείνει πανί με πανί. Αφραγκος στην κυριολεξία. Κατέληξα στη Νέα Υόρκη, βρήκα μια δουλειά και τότε κατάλαβα ότι είχε έρθει καιρός να κατασταλάξω. Και αυτό έκανα. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 άρχισα να χτίζω την καριέρα μου στη Νέα Υόρκη. Οταν, λοιπόν, μπήκαν στη ζωή μας οι Weather Underground, γύρω στο 1968 - κράτησαν ως το 1971-1972 - ήμουν πλέον ένας άνθρωπος με υποχρεώσεις. Δουλειά, οικογένεια. Την ίδια ώρα, όμως, ακριβώς επειδή αντιλαμβανόμουν τι συμβαίνει στην πατρίδα μου, υποστήριζα τους σκοπούς αυτού του κινήματος. Γιατί ήμουν και εγώ εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ενός λάθος πολέμου, ο οποίος τελικά δεν επρόκειτο να έχει και πολλές διαφορές από τον πόλεμο του Ιράκ. Χτίστηκε και ωρίμασε επάνω σε λάθος βάσεις, έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή πολλών νέων ανθρώπων και είχε πολλά θύματα χωρίς λόγο».

Οι Weather Underground ήταν ένα κίνημα που στηρίχτηκε στη βία. Ποια ήταν η δική σας θέση; «Η βία δεν ήταν από την αρχή χαρακτηριστικό των Weather Underground και μπορώ να πω ότι δεν ήμουν απαραιτήτως εναντίον της. Πιστεύω ότι ως κίνημα ήταν πραγματικά αποτελεσματικό - τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον. Το πρόβλημα προέκυψε όταν αργότερα οι Weather Underground εξελίχθηκαν σε ένα οργισμένο κίνημα. Αυτό έγινε επειδή δεν είχαν τη δημοσιότητα που ήθελαν, αλλά και επειδή τίποτε δεν άλλαζε. Οι φοιτητές εξακολουθούσαν να πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού κ.ο.κ. Οι Weather Underground κατάλαβαν ότι μέσω της ειρηνικής οδού δεν δινόταν λύση στο πρόβλημα. Αποφάσισαν να στραφούν στη βία. Γι' αυτό και στην ταινία υπάρχει η φράση "φέρτε τον πόλεμο σπίτι"».
Οπότε, πώς νιώσατε εσείς τότε, όταν είδατε ότι η βία κυριαρχούσε στο κίνημα; «Τότε ήταν που είπα μέσα μου ως εδώ ήταν, αυτό το κίνημα θα αυτοκαταστραφεί. Θα κατασπαράξει τον εαυτό του. Κάτι που έγινε. Οταν στράφηκαν στη βία, διχάστηκα. Καταλάβαινα το γιατί, αλλά έβλεπα επίσης την αρχή του τέλους. Ημουν κοντά στο κίνημα εκείνη την εποχή, ήμουν βαθύς γνώστης τού τι ακριβώς συνέβαινε. Μετά, με την πάροδο του χρόνου, όλα άλλαξαν. Η αλλαγή είναι το μόνο αναπόφευκτο και έτσι η περίοδος του έντονου ριζοσπαστισμού έδωσε τη θέση της σε μια περίοδο έντονου συντηρητισμού. Ετσι ήρθε ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Και αυτή ήταν μια απίστευτα καταθλιπτική περίοδος, την οποία διαδέχθηκε μια ακόμη πιο καταθλιπτική περίοδος (γελάει). Ποιος το περίμενε ότι με τον Τζορτζ Μπους θα πήγαιναν τόσο άσχημα τα πράγματα; Να, όμως, που έγινε».

Πότε σας ήρθε η ιδέα για μια ταινία σχετική τους Weather Underground; «Τότε, στα 70s, το σκέφτηκα για πρώτη φορά. Πρώτον, επειδή, πολιτικά μιλώντας, η συγκεκριμένη περίοδος στην πατρίδα μου είχε τεράστιο ενδιαφέρον και, δεύτερον, επειδή θαύμαζα το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι της γενιάς μου έδιναν μάχη για να αποκτήσουν τη δική τους φωνή, αψηφώντας τους κινδύνους στους οποίους έθεταν τον εαυτό τους. Και μετά αυτοκαταστράφηκαν. Οντως, ανακάλυψα μια πολύ ωραία ιστορία πίσω από όλο αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, εκείνη την εποχή δεν ήταν μια ιστορία για μένα».
Γιατί δεν ήταν κατάλληλη ιστορία για εσάς τότε; «Κατ' αρχάς δεν θα μπορούσα να την αφηγηθώ σωστά, γιατί δεν ήμουν παρά ένας μισθωτός ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ. Επίσης, μέσα μου πίστευα ότι έπρεπε να περάσει χρόνος για να ειπωθεί μια τέτοια ιστορία. Οταν, κοιτάζοντας προς τα πίσω, θα μπορούσαμε πια να δούμε τους Weather Underground ως κομμάτι της αμερικανικής Ιστορίας, τότε θα ήταν η σωστή στιγμή. Αναμονή λοιπόν. Και έτσι, 40 χρόνια μετά, η ιδέα επανήλθε».
Στο διάστημα που μεσολάβησε, βέβαια, υπήρξαν και πολλά ντοκυμαντέρ για τους Weather Underground. Αυτό δεν σας απασχόλησε; «Ασφαλώς. Γι' αυτό και δεν θέλησα να κάνω μια ταινία για κάτι που είχε ήδη περάσει ως ντοκυμαντέρ. Αυτό που με ενδιέφερε, αυτό που πάντα με ενδιέφερε, είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Το "Ολοι οι άνθρωποι του πρoέδρου", για παράδειγμα, δεν ήταν μια ταινία για το Γουότεργκεϊτ ούτε μια ταινία για τον Νίξον. Ηταν μια ταινία για τη σκληρή προσπάθεια δύο δημοσιογράφων να φθάσουν στην αλήθεια. Το ίδιο και στον "Κανόνα της σιωπής". Τι συνέβη στη ζωή όλων αυτών των ανθρώπων που ήταν μέλη του κινήματος; Τι συνέβη όταν το κίνημα έσβησε και αναγκάστηκαν να μείνουν κρυμμένοι με πλαστές ταυτότητες; Να κάτι που δεν έχει ειπωθεί. Ποιες ήταν οι συνέπειες τού να παραμείνεις ελεύθερος από το FBI ή την αστυνομία; Επρεπε να αλλάξεις όλη σου τη ζωή. Να γίνεις κάποιος άλλος. Πρέπει να αλλάξεις τη συμπεριφορά σου. Πρέπει ακόμη και να μετανοήσεις, είτε το θες είτε όχι. "Ηταν λάθος μου. Εκανα βλακείες..."».
Βρίσκετε κάποια αναλογία των Weather Underground με την εποχή μας; «Πώς προσδιορίζετε αυτή την αναλογία;».

Σήμερα υπάρχουν κινήματα σαν τους Weather Underground σε όλον τον κόσμο, αλλά η Αμερική βρίσκεται πάντα πίσω, απλώς ακολουθεί, αν το κάνει και αυτό. «Και έτσι είναι. Πιστεύω ότι η Αμερική κάηκε εκείνη την εποχή, γι' αυτό και σήμερα φοβάται. Στις μέρες μας η πολιτική κυριαρχείται από τη συντηρητική σκέψη επειδή ο κόσμος φοβάται. Δεν υπάρχουν σήμερα "Μπάαντερ-Μάινχοφ". Από κάτω όμως; Από κάτω υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν κινήματα. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν οι άνθρωποι που λένε ότι αυτό ή εκείνο δεν είναι σωστό. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αλλάξει η κατάσταση. Το κίνημα "Occupy Wall Street" ήταν μια ένδειξη ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και μπορούν να πράξουν. Μια στο τόσο, αυτή η οργή γίνεται αναβρασμός και έτσι ξεσπά κάποιο κίνημα. Το επίσης ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι κανένα κίνημα δεν έχει πετύχει απολύτως. Κανένα κίνημα δεν κατάφερε ποτέ να υλοποιήσει πλήρως τον πραγματικό στόχο του. Κανένα κίνημα δεν μπόρεσε να γευθεί την τελική νίκη του, είτε αυτή λέγεται αναρχισμός, στις αρχές του 20ού αιώνα με την Εμα Γκόλντμαν, είτε τα κινήματα την εποχή της οικονομικής κρίσης, είτε οι Μαύροι Πάνθηρες...».
Ακόμη και η προτελευταία ταινία σας, η «Υποπτη συνωμοσίας», αναφερόταν στην υπόγεια οργάνωση που σχεδίασε τη δολοφονία του Αβραάμ Λίνκολν... «Ολες οι ταινίες μου είναι για την Αμερική. Μπορεί να πήγα στην Ελλάδα, μπορεί να πήγα στη Γαλλία, μπορεί να έμαθα τη ζωή μέσα από τα ταξίδια μου, όμως οι ιστορίες που αποφασίζω να πω στον κινηματογράφο αφορούν πάντα την γκρίζα ζώνη της αμερικανικής ζωής. Δεν με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μαύρα ή άσπρα. Ούτε με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μπλε, άσπρα ή κόκκινα (τα χρώματα της αμερικανικής σημαίας). Η γκρίζα ζώνη είναι που με ενδιαφέρει, γιατί εκεί βρίσκονται οι συνθέσεις και η πολυπλοκότητα».
Και για να ξεφύγουμε κάπως από την πολυπλοκότητα της ζωής, πώς περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας; «Προφανώς, η δουλειά είναι η ζωή μου και η τέχνη είναι η δουλειά μου. Αλλά δεν θα μπορούσα να το κάνω αν δεν είχα ισόποσο χρόνο για τον εαυτό μου. Και είμαι ο εαυτός μου όταν βρίσκομαι κοντά στη φύση. Το να περνάς χρόνο στη φύση, επάνω σε ένα άλογο, κάνοντας σκι ή απλώς περπατώντας, είναι μαγεία. Για μένα είναι σαν την τροφή».

Tι σας αρέσει τόσο πολύ στη φύση; «Το γεγονός ότι ένα μέρος της είναι άθικτο, αμόλυντο από την εξέλιξη. Θα τρελαινόμουν αν η ζωή μου ήταν μόνο δεσμεύσεις σε μεγαλουπόλεις. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο πήγα στη Γιούτα. Δεν πήγα εκεί για την πολιτική της. Βέβαια, το πώς κατάφερα να επιβιώσω στο (σ.σ.: συντηρητικό) πολιτικό περιβάλλον της είναι αξιοθαύμαστο».
Στον «Κανόνα της σιωπής» πρωταγωνιστείτε, πέντε χρόνια μετά την ταινία «Λέοντες αντί αμνών». Επίσης, παίζετε στην καινούργια ταινία «Captain America». Τι σας έστρεψε ξανά στην ηθοποιία; «Στο "Captain America" παίζω γιατί είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Εχω φτάσει σε ένα σημείο στη ζωή μου που απλώς περιμένω, ψάχνοντας για κάτι διαφορετικό. Είναι ένας κακός. Μου άρεσε που έπαιξα τον κακό. Ομως η ταινία στην οποία παίζω και βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα είναι το "All is Lost". Δεν έχει καθόλου διαλόγους και είμαι ο μόνος ήρωας στην ιστορία (σ.σ.: η ταινία "All is Lost", στην οποία ο Ρέντφορντ υποδύεται έναν άνθρωπο χαμένο μέσα στο σκάφος του στον ωκεανό, προβλήθηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών, λίγο καιρό μετά από αυτή τη συνέντευξη, και προκάλεσε αίσθηση)».
Και να κλείσουμε με κάτι πιο ανάλαφρο, αλλά εξίσου σημαντικό. Είστε 76 χρόνων και δείχνετε 50άρης. Υπέροχος! Ποιο είναι το μυστικό σας; «Σας ευχαριστώ πολύ. Ομως ειλικρινά, μα τον Θεό, δεν το βλέπω έτσι. Δεν μου αρέσει να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, ας ξεκινήσουμε από αυτό. Ανεξαρτήτως από το αν το τήρησα, ένας από τους λόγους για τους οποίους αποφάσισα να στραφώ στη σκηνοθεσία ήταν επειδή δεν μου αρέσει να βλέπω τον εαυτό μου. Μου αρέσει, βέβαια, να το ακούω από τους άλλους. Οφείλεται στο εγώ μου. Πολύ ισχυρό (γέλια)». l
*Η ταινία «Ο κανόνας της σιωπής» («The Company You Keep») θα προβάλλεται στις αίθουσες από τις
11 Ιουλίου, σε διανομή Village Roadshow.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Ιουλίου 2013