Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.4.16

ΑΝΤΑΜ ΜΙΤΣΚΙΕΒΙΤΣ από τον Παντελή Μπουκάλα

Ο Άνταμ Μπέρναρντ Μιτσκιέβιτς (Adam Bernard Mickiewicz, Ζαόσιε, Νάβαχρουντακ, Ρωσική Αυτοκρατορία, 24 Δεκεμβρίου 1798Κωνσταντινούπολη, 26 Νοεμβρίου 1855) ήταν Πολωνός συγγραφέας και εθνικός ποιητής της Πολωνίας. 
Τα πρώτα χρόνια

Γιος του αριστοκράτη Μικολάι Μιτσκιέβιτς, δικηγόρου από το Νόβγκοροντ, μιας μικρής πόλης στη σημερινή Λευκορωσία κατοικημένης κυρίως από Πολωνούς, κατεχομένης τότε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Σχολείο των Δομινικανών και μετά φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Βίλνιους. Το 1817 συμμετείχε στη δημιουργία της πατριωτικής οργάνωσης των Φιλαρέτων, όπου έγραψε και το ποίημα «Ωδή στη νεότητα» το 1820. Μετά το πέρας των σπουδών του εργάστηκε ως δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο του Κάουνας (18191823). Το 1822 γράφει το έργο "Οι Πρόγονοι" (Dziady), ένα είδος ρομαντικού δράματος, όπου συνδυάζει τη λαϊκή παράδοση και μια έμμονη προσήλωση στην υπόθεση της πολωνικής εθνικής απελευθέρωσης.
Το 1823 διώχτηκε για τη συμμετοχή του στους «Φιλαρέτους» και αναγκάστηκε σε εξορία από την Πολωνία στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη. Το 1829 στην Πετρούπολη ήρθε σε επαφή με εκπροσώπους του κινήματος των Δεκεμβριστών και συγκεκριμένα με τους Κονσταντίν Ρίλεβ και Αλεξάντερ Μπεστούζεβ. Στην Αγία Πετρούπολη γνωρίστηκε και με το μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλεξάντερ Σεργκιέβιτς Πούσκιν. Το 1829 έφυγε από τη Ρωσία.
Από την εξορία μέχρι το θάνατό του Μετά από μια περιπλάνηση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ο Μιτσκιέβιτς εγκαταστάθηκε το 1832 στη Γαλλία, όπου ήρθε σε επαφή με Πολωνούς πατριώτες που ζούσαν εξόριστοι στο Παρίσι, καταδιωκόμενοι από το τσαρικό καθεστώς για τη συμμετοχή τους στην Εξέγερση του 1831. Από το 1839 και για ένα χρόνο δίδαξε λατινικά στη Λοζάνη, ενώ την ίδια περίοδο ασχολήθηκε με τη συγγραφή πολιτικών κειμένων. Το 1840 διορίζεται καθηγητής Σλαβικής Φιλολογίας στο Γαλλικό Κολέγιο του Παρισιού. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με τον Αντζέι Τοβιάνσκι (Andrezej Towianski), Πολωνό φιλόσοφο, μυστικιστή και ψευδοπροφήτη.Οι σχέσεις με τον Τοβιάνσκι έγιναν η αιτία απόλυσής του από το Κολέγιο το 1845.
Μνημείο του Άνταμ Μιτσκιέβιτς στην Κρακοβία Ιούλιος 2010
Το 1855 ο Μιτσκιέβιτς αφήνει το Παρίσι. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό τη δημιουργία Λεγεώνων για να βοηθήσει τους Γάλλους και τους Άγγλους που μάχονταν εναντίον της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Κατά την παραμονή του στην οθωμανική πρωτεύουσα ασθένησε από χολέρα. Τα τελευταία του λόγια που μας μεταφέρει ο φίλος του Σλουζάλσκι ήταν: «Είθε να αγαπούν αλλήλους για πάντα». Η σωρός του Μιτσκιέβιτς μεταφέρθηκε αρχικά από την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι και το 1890 στην Κρακοβία, όπου φυλάσσεται σε ειδική κρύπτη στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Στανισλάου και Βεγκεσλάου στο κάστρο Βάβελ, όπου αναπαύονται και οι βασιλείς της πατρίδας του της περιόδου της Πολωνο-Λιθουανικής Συμπολιτείας. Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς!
Θα πρέπει να ’πιασε στο βλέμμα μου ή στον τόνο της φωνής μου κάτι σαν επιφύλαξη ή δυσπιστία, κι έδωσε την απάντησή του επιθετικά κι απότομα· άλλη φορά, κοντά ένα μήνα που δούλευε στο σπίτι, σοβάδες, μπογιές, μερεμέτια, δεν είχε μιλήσει έτσι.
Παιδευόμουν με τις διορθώσεις κάποιου βιβλίου –ποιο, δεν θυμάμαι. Τρεις φορές αναφερόταν το όνομα του ποιητή, τρεις και οι εκδοχές της γραφής του στα ελληνικά, είναι γνωστός άλλωστε ο δαίμονας αυτός των μεταφραστηρίων, γνωστός κι επίμονος. Μίτσκεβιτς, Μίτσκιεβις και Μίκιεβιτς λοιπόν, αυτές τις εκδοχές πρόσφερε η μεταφραστική γραφίδα, αναποφάσιστη ή απλώς νωχελική. Και πώς ν’ αποφασίσεις τώρα, ποιον τρόπο άλλον να βρεις για να διαλέξεις εκτός από το κορόνα-γράμματα.
Ο Στέφανος, ο μάστορας, δεν έχει τρία ονόματα. Δύο μόνο, Στεπάν — το δικό του, του τόπου του. Και Στέφανος — το καινούργιο, της ξενιτιάς, ν’ ακούγεται οικείο στ’ αυτιά μας, να μην ξενίζει, κατά την εξελληνιστική συνήθεια που κατά κάποιον τρόπο ανταποκρίνεται στη συνήθεια των ξενιτεμένων Ελλήνων να μικραίνουν ή να εξαγγλίζουν το δικό τους όνομα.
«Πώς τον λένε τον εθνικό σας ποιητή;», τον ρώτησα με τα πολλά, με τη σκέψη πως ένας αυτήκοος μάρτυρας είναι ασφαλέστερος από μια εγκυκλοπαίδεια, που τα λήμματά της για ξένους, μάλλον ξένα θα ’ναι κι αυτά, μεταφρασμένα. Να υπέθεσε ότι τσεκάριζα τις γνώσεις του; Να πίστεψε πως ήθελα να τον τσιγκλήσω άλλη μια φορά για τη γλώσσα του και τα σύμφωνά της που δεν εκτελωνίζονται και δεν περνούν τα σύνορά μας, όπως είχα κάνει δυο βδομάδες πριν, όταν είχαμε πέσει σε κουβέντα για το πώς λέγεται στ’ αλήθεια ο Κριστόφ Βαζέχα του Παναθηναϊκού, πώς έγινε Βαζέχα ο Warzycha; Να θύμωσε στην ιδέα ότι τον ρωτάω βέβαιος κατά βάθος πως δεν θα λάβω απάντηση; Ό,τι και να ’ταν, μου απάντησε με τον ίδιο περήφανο θυμό που θ’ απαντούσε και κάποιος από μας αν τον ρωτούσε ξένος για το όνομα του εθνικού μας ποιητή.
— Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς! Τόσα βιβλία εδώ, δεν τον λένε;
Ντροπιάστηκα. Ντροπιάστηκα που κάτι πάνω μου του έδωσε την εντύπωση πως τον είχα υποτιμήσει. Κάτι αυθόρμητο, υποθέτω, αλλά το ξέρουμε δα πόσο άγριος φυλετιστής είναι ο αυθορμητισμός. «Αυθόρμητα», υποθέτουμε ότι ένας μπογιατζής (Έλληνας ή ξένος, η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν χωρούν διαφορές) είναι μόνο μπογιατζής, γεννημένος μπογιατζήςς. «Αυθόρμητα» επίσης, και για να τηρούνται οι αποστάσεις, το πάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, εμείς οι ένδημοι δεν μαθαίνουμε ούτε μισή λέξη από τη γλώσσα των ξένων που μπαίνουν στη δούλεψή μας περιστασιακά, για μισό ή έναν μήνα, ή και μόνιμα σχεδόν· ένα «μιρουφπάσιμ» μοναχά μπορώ να ανακαλέσω, τον αλβανικό χαιρετισμό, αλλά κι αυτόν τον δανείστηκα από τον κινηματογράφο, δεν τον απέσπασα από τις τόσες μου επαφές με Αλβανούς, δεν ζήτησα να μου τον πούν και να τον μάθω. Ο μικρός πάντως έχει φέρει από τα γηπεδάκια της γειτονιάς κι από την αυλή του σχολείου κάμποσες ξένες λέξεις· «κοσμητικές» είναι οι περισσότερες, από αυτές που βγαίνουν πάνω στην τσαντίλα ή στο πείραγμα, αλλά είναι ένα βήμα. Κι οι ξένοι μας άλλωστε, με τα «κοσμητικά» μας αρχίζουν να μετέχουν στην παιδεία μας, είτε καλοπληρωμένοι ποδοσφαιριστές είναι είτε ανειδίκευτοι της οικοδομής.
Άνοιξα λοιπόν τα βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και ανθολογίες (κι εκεί ο ίδιος διχασμός στην απόδοση του ονόματος, ο ίδιος δαίμονας), αυτοτιμωρητικά μάλλον παρά για να επιβεβαιώσω την ορθή απόδοση του ονόματος ή για να φρεσκάρω τα λίγα, τα ελάχιστα που θυμόμουν για τον Άνταμ Μπέρναρντ Μίτσκιεβιτς, πως δηλαδή υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού κι αυτός, ο μεγαλύτερος ρομαντικός ποιητής της Πολωνίας και πρωτεργάτης της ιδέας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της πατρίδας του. Ντροπή πάνω στην ντροπή, συνειδητοποίησα πως όφειλα να θυμάμαι περισσότερα, και μόνο λόγω μιας ευλογημένης σύμπτωσης: Ο Μίτσικιεβιτς, γιος ευγενούς που είχε πτωχεύσει, γεννήθηκε το 1798, τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε και ο δικός μας εθνικός ποιητής, ο δικός μας κόντες. Και πέθανε το 1855, από τη χολέρα που τον χτύπησε στην Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Διονύσιος Σολωμός.
Στίχους πολλούς δικούς του, μεταφρασμένους στα ελληνικά, δεν βρήκα. Λίγοι είναι, μαζί με το ποίημα «Η Λιτανεία των προσφύγων», μεταφρασμένο από τον Τάκη Μπαρλά. Τους έδειξα στον Στεπάν, στον Γιούρι, στον Γιάτσεκ, στον Κριστόφ, στον Άνταμ, κάπως σαν αίτηση συγγνώμης:

«Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Όλων των στρατιωτών θυμήσου το αίμα, που πέσανε στον πόλεμο για την ελευθερία και την πίστη.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Θυμήσου τις πληγές, τα δάκρυα και τους πόνους όλων των αιχμαλώτων, όλων των εξορίστων και των Πολωνών προσφύγων.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Δώσε μας τον παγκόσμιο πόλεμο για την ελευθερία των λαών.
Δεόμεθά σου, Κύριε.»
Κύριε;
Παντελής Μπουκάλας, «Η λιτανεία των προσφύγων», περ. Η λέξη, τχ. 184 (Απρ.-Ιούν. 2005) 194-195

Γιούλιους Σλοβάτσκι και Ζιγκμουντ Κρασίνσκι. Από τον Κώστα τον Πολωνό

Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι (Juliusz Słowacki, 4 Σεπτεμβρίου 18093 Απριλίου 1849) ήταν Πολωνός ποιητής και δραματουργός. Ανήκει μαζί με τον Άνταμ Μιτσκιέβιτς και τον Ζίγκμουντ Κρασίνσκι στην τριάδα των βάρδων του Πολωνικού Ρομαντισμού.
Ζωή και δράση

Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1809 στο Κζεμιένετς (Krzemieniec) της Βολυνίας, περιοχής της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που ανήκει σήμερα στην Ουκρανία. Γιος ακαδημαϊκού δασκάλου, ο Σλοβάτσκι σπούδασε στη Βίλνα της Λιθουανίας έως το 1829, οπότε αποφάσισε να σταδιοδρομήσει ως δημόσιος υπάλληλος και προσλήφθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών στη Βαρσοβία.
Το Νοέμβριο του 1830, οι Πολωνοί επαναστάτησαν εναντίον της ρωσικής κατοχής. Κατά την περίοδο αυτή, η εθνική ιστορία εξυμνήθηκε με ιστορικά πατριωτικά τραγούδια. Το πολωνικό πνεύμα αναπτερώθηκε και ο πολωνικός πνευματικός πολιτισμός εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Πολωνίας. Οι ποιητές Κρασίνσκι, Σλοβάτσκι και Άνταμ Μιτσκιέβιτς διατήρησαν αμείωτο και φλογερό το εθνικό αίσθημα.
Μετά την επανάσταση, ο Σλοβάτσκι παραιτήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και διορίστηκε διπλωματικός απεσταλμένος της επαναστατικής κυβέρνησης. Με την ιδιότητά του αυτή επισκέφθηκε τη Δρέσδη, το Παρίσι και το Λονδίνο, ενώ κατά τη περίοδο 1833 - 1835 βρισκόταν στην Ελβετία και ένα χρόνο αργότερα στην Ιταλία, όπου έγραψε το ερωτικό ειδύλλιο «Στην Ελβετία» (W Szwajcarii, 1839).
Στα 1836 - 1838 πραγματοποίησε ένα πολύμηνο ταξίδι στην Ιταλία, Ελλάδα, Αίγυπτο και Παλαιστίνη, που περιέγραψε στο αφηγηματικό επικό ποίημα «Ταξίδι στους Αγίους Τόπους από τη Νάπολη» (Podróż do Ziemi Świętej z Neapolu), το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1866.
Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της εξορίας του στο Παρίσι, ως πολιτικός πρόσφυγας. Η γαλλική πρωτεύουσα είχε γίνει κέντρο των Πολωνών πολιτικών προσφύγων μετά την ήττα της αποτυχημένης επανάστασης του 1830. Εκεί συνδέθηκε με φιλία με το συμπατριώτη του πιανίστα και συνθέτη Φρειδερίκο Σοπέν. Οι επιστολές που έγραψε από το Παρίσι στη μητέρα του θεωρούνται κλασικά κείμενα της πολωνικής λογοτεχνίας.
Ο Σλοβάτσκι πέθανε στο Παρίσι από φυματίωση σε ηλικία 39 ετών και τάφηκε στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης. Το 1927, όταν η Πολωνία είχε ήδη επανακτήσει την ανεξαρτησία της, η πολωνική κυβέρνηση επαναπάτρισε τα οστά του ποιητή και τα εναπόθεσε στην Κρύπτη του Αγίου Λεονάρδου στον Καθεδρικό Ναό του Βάβελ (Wawel) στην Κρακοβία.
Θέατρο και ποίηση
Ο Σλοβάτσκι, ως θεατρικός συγγραφέας, δέχθηκε επιρροές από τον Σαίξπηρ, την ελληνική και λατινική δραματουργία, τον Ισπανό Καλντερόν, το Λόρδο Βύρωνα και τις θεατρικές παραστάσεις που είχε παρακολουθήσει στο Παρίσι. Τα περισσότερα θεατρικά έργα του εκδόθηκαν ή ανέβηκαν στη σκηνή μετά το θάνατό του.
Στα κυριότερα θεατρικά έργα του, τα οποία εξακολουθούν να παίζονται και σήμερα στα πολωνικά θέατρα, περιλαμβάνονται: «Μπαλαντύνα» (Balladyna, 1835), «Μαζέπα» (Mazepa, 1840), «Λίλα Βενέντα» (Lila Weneda, 1840), «Φαντασία» (Fantazy, 1841). Στην τελευταία φάση της θεατρικής του δραστηριότητας, ο Σλοβάτσκι αναπτύσσει έναν ατομικιστικό σουρεαλισμό, όπως στα δράματά του: «Πατήρ Μάρκος» (Ksiądz Marek, 1843), «Το ασημένιο όνειρο της Σαλώμης» (Sen srebrny Salomei, 1844) και «Σάμουελ Ζμπορόφσκι» (Samuel Zborowski, 1845).
H ιστορικότητα της ποίησης του Σλοβάτσκι εκφράστηκε με πατριωτικό συναίσθημα στο εκτενές ποίημά του «Ο βασιλιάς-πνεύμα» (Krόl-Duch), το οποίο εκδόθηκε ημιτελές το 1847 και πλήρες το 1925.

Κρασίνσκι, Ζίγκμουντ (Zygmunt Krasinski, Παρίσι 1812 – 1859). Πολωνός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γενεύη. Από το 1829 έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του ταξιδεύοντας στην Ευρώπη. Στη Νάπολη (1838) γνώρισε την Ντελφίνα Ποτόσκα, η οποία του ενέπνευσε το ποίημα Αυγή (1843). Ενώ το ποιητικό έργο του Κ. (που κατά την περίοδο του ρομαντισμού είχε ασκήσει ισχυρή επίδραση στους συγχρόνους του) έχει περάσει στη λήθη, η δραματική του παραγωγή παρουσίασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και κυρίως τα έργα του Nieboska Komedia (Η μη θεία κωμωδία, 1835) και Irydion (1836). Στην περιπέτεια του Ιρυδίωνα, του νεαρού Έλληνα ο οποίος ήθελε να καταστρέψει τη Ρώμη για να εκδικηθεί την υποδούλωση της πατρίδας του, είναι φανερός ο υπαινιγμός για την τραγική πραγματικότητα της Πολωνίας που καταπιεζόταν από τη Ρωσία. Η μη θεία κωμωδία, αντίθετα, φέρνει στη σκηνή τη σύγκρουση ενός επαναστατημένου λαού με την αριστοκρατία των ευγενών. Η πολυπλοκότητα των δραμάτων αυτών εμπόδισε για πολύ καιρό την παρουσίασή τους στο θέατρο, αφού αυτή έγινε πραγματικότητα μόλις στις αρχές του 20ού αι. Η θεωρητική τους όμως τοποθέτηση και η αμφιλεγόμενη πολιτικοκοινωνική τους σημασία εντάσσουν τα έργα αυτά ανάμεσα στα πιο αντιπροσωπευτικά του πολωνικού και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.

 Ενα από τα λυρικά επιτεύγματα του πολωνικού ρομαντισμού μεταφρασμένο στη γλώσσα μας

Ενα από τα κορυφαία επιτεύγματα του πολωνικού ρομαντισμού, το αλυτρωτικό ποίημα του Ιούλιου Σλοβάτσκι Ο Τάφος του Αγαμέμνονα, το οποίο ο δημιουργός του εμπνεύστηκε στη διάρκεια ενός προσκυνήματος στη Μεσόγειο, κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στη γλώσσα μας. Ο φλογερός φιλέλληνας Σλοβάτσκι (Ξεμιένιετς 1809 - Παρίσι 1849), ένας από τους τρεις κορυφαίους ρομαντικούς βάρδους της πατρίδας του - οι άλλοι δύο: Ανταμ Μιτσκιέβιτς (1798-1855) και Ζίγκμουντ Κρασίνσκι (1812-1859) - ύστερα από μια σύντομη στάση στην Κέρκυρα και στην Πάτρα έφτασε στις Μυκήνες τον Σεπτέμβριο του 1836. Και τόσο εντυπωσιάστηκε από τα απομεινάρια του ένδοξου πολιτισμού ώστε συνέθεσε τον Τάφο του Αγαμέμνονα, όπου, αφού πλέκει το εγκώμιο της κλασικής Ελλάδας, καλεί την Πολωνία, που εκείνη την εποχή στενάζει διαμελισμένη κάτω από τον ζυγό Ρώσων, Αυστριακών και Πρώσων, να πάρει τα όπλα και ή να ελευθερωθεί ή να πεθάνει με τιμή, όπως οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Εκείνη (οι συμπατριώτες του, δηλαδή) συνεχίζει όμως να κωφεύει στα εθνεγερτήρια κελεύσματά του. Ετσι αναγκάζεται να την απαρνηθεί και γράφει στη σπαρακτική ακροτελεύτια στροφή του ποιήματός του: «Από τον πόνο ούρλιαξε και ρίξε το ανάθεμα στο γιο σου, / Ομως να ξέρεις πως το χέρι της κατάρας τ' απλωμένο / Πάνω μου, θα ζαβωθεί σαν ερπετό, / Κι από τους ώμους θα σου πέσει ξεραμένο, / Και στάχτη θα το κάνουνε οι μαύροι σατανάδες·/ Γιατί δεν έχεις δύναμη τ' ανάθεμα να ρίξεις - Σκλάβα εσύ!».


Ο Χουλιαράκης, που μεταφράζει απο το πολωνικό πρωτότυπο (δημοσιεύεται αντικριστά στην ελληνική απόδοση), δίνει στην εισαγωγή του αρκετές πληροφορίες για τη ζωή του Σλοβάτσκι και το κλίμα της εποχής, ενώ στο επίμετρό του αφηγείται μια άγνωστη εν πολλοίς συνάντησή του με τον Διονύσιο Σολωμό η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα. Ο Σολωμός βρισκόταν τότε στη δίνη της δικαστικής διαμάχης κατά του ετεροθαλούς αδερφού του Ιωάννη Λεονταράκη και της μητέρας του, η οποία είχε συνταχθεί μαζί του και βυθισμένος στην κατάθλιψη είχε παραδοθεί στο πιοτό. Σύμφωνα με την όχι και τόσο κολακευτική εικόνα που μας δίνει ο Πολωνός, «ήταν φανερό πως τον έκαιγε μια εσωτερική φλόγα, ενώ εξωτερικά έτρεμε όπως ο ζελές». Πάντως και μετά την ατυχή εκείνη συνάντηση ο Σλοβάτσκι συνεχίζει να τον θαυμάζει απεριόριστα ως ποιητή και μάλιστα σε κατοπινούς στίχους του τον αποκαλεί «Πίνδαρο της σύγχρονης Ελλάδας». Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ

Η εμφάνιση και η εξάπλωση των Αράβων
  Προς τα τέλη της βασιλείας του Ηράκλειου Α΄ εμφανίστηκαν στο ιστορικό  προσκήνιο οι 'Aραβες, ως ένας νέος, καταλυτικός παράγοντας, που επρόκειτο να επηρεάσει τις τύχες όλων των λαών της Μεσογείου. Τα χρόνια που ο Ηράκλειος νικούσε τους Πέρσες, ο προφήτης Μωάμεθ έβαζε τα θεμέλια για τη θρησκευτική και πολιτική ένωση των Αράβων. Υπό την ηγεσία του οι σκορπισμένες φυλές της αραβικής χερσονήσου βρήκαν συνοχή και ξεχύθηκαν να υποτάξουν τους "απίστους". 

Πρώτος στόχος τους τα δύο μεγάλα γειτονικά κράτη, το περσικό και το βυζαντινό. Η Περσία κατακτήθηκε σχεδόν αμέσως, ενώ το Βυζάντιο έχασε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια τις ανατολικές επαρχίες του, τη Συρία το 636, την Παλαιστίνη το 638 και το 640/2 την Αίγυπτο. Η εξάπλωση των Αράβων στη βόρεια Αφρική περιόρισε το βυζαντινό κράτος στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και τις ιταλικές του κτήσεις. Οι 'Aραβες μετά την κατάκτηση της Αφρικής στράφηκαν εναντίον των ευρωπαϊκών εδαφών. Το 711 πέρασαν στην Ισπανία από το Γιβραλτάρ και άρχισαν να κατακτούν το βησιγοτθικό κράτος. Στη συνέχεια επιτέθηκαν στο κράτος των Φράγκων, η επέλασή τους όμως σταμάτησε όταν νικήθηκαν από τους Φράγκους, με αρχηγό τον Κάρολο Μαρτέλλο στη μάχη του Πουατιέ (ή μάχη της Τουρ) το 732. Η μάχη αυτή αποτελεί ορόσημο για την ευρωπαϊκή ιστορία γιατι σταμάτησε την αραβική επέλαση στην Ευρώπη. Την ίδια σημασία έχει και η νίκη του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντα Γ επί των αράβων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη το 718.Πηγή: http://kelliteacher.weebly.com

Οι ξεχασμένοι του Νομπέλ Λογοτεχνίας. Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.

Ποιος θυμάται τη Σουηδέζα Σέλμα Λάγκερλεφ και τις γλυκερές ανθρωπιστικές σελίδες της, τον Ισπανό Χοσέ Ετσεγκαράι υ Εϊζαγκίρε, τότε σπεσιαλίστα του μελοδράματος, τον γερμανό φιλόσοφο Ρούντολφ Οϊκεν, τη γερμανίδα αντιναζίστρια Νέλι Ζαχς και άλλους, ων ουκ έστιν αριθμός, που τιμήθηκαν με το Νομπέλ Λογοτεχνίας αλλά πέρασαν στη λήθη της ιστορίας της λογοτεχνίας; Ακόμη και σήμερα τι μπορεί να λέει το όνομα Λε Κλεζιό σε έναν Γερμανό και το όνομα του Ελύτη σε έναν Καναδό;

Το Νομπέλ Λογοτεχνίας έχει θεωρηθεί το πιο απρόβλεπτο βραβείο παγκοσμίως. Ποτέ κανείς δεν ξέρει από τι επηρεάζονται οι «σοφοί» σουηδοί ακαδημαϊκοί κριτές. Είναι το λόμπινγκ; Είναι η πολιτική; Είναι οι προσωπικές προτιμήσεις; Είναι κάποιο γενικό σχέδιο στο οποίο υπακούει κάθε φορά η επιτροπή των μελών της Σουηδικής Ακαδημίας; Αραγε η καλή λογοτεχνία παίζει κάποιον ρόλο; Για το τελευταίο υπάρχουν πολλές αμφιβολίες, αφού μια ματιά στον μακρύ κατάλογο των βραβευθέντων κατά καιρούς θα μας οδηγήσει σε ονόματα το έργο των οποίων ουδόλως επηρέασε την παγκόσμια λογοτεχνία και κάποια από αυτά παραμένουν στις σημειώσεις των ιστοριών λογοτεχνίας των χωρών τους και μόνο.
Πριν από μερικά χρόνια είχε δημοσιευθεί στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» η αλληλογραφία μελών της Σουηδικής Ακαδημίας για το Νομπέλ Λογοτεχνίας του 1954. Η μάχη ήταν μεταξύ του Αντρέ Μαλρό και του Αλμπέρ Καμύ, ενώ συνυποψήφιοί τους, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ήταν ο Αμερικανός Ερνεστ Χεμινγκγουέι και ο Ισπανός Ραμόν Μενέντεθ Πιδάλ. Το Νομπέλ πήγε στον Χεμινγκγουέι και οι Καμύ και Μαλρό έμειναν για αργότερα.

Το 1955, παρ' ότι Μαλρό και Καμύ ήταν και πάλι υποψήφιοι, το πήρε ο άσημος Ισλανδός Χάλντορ Λάξνες. Για τον Καμύ είπαν ότι «δεν είχε κάτι καινοτόμο να παρουσιάσει», ενώ για τον Μαλρό, ότι το έργο του «πρέπει να πάρει πιο μυθιστορηματικό χαρακτήρα». Τελικά ο Καμύ θα πάρει το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957, ενώ ο Μαλρό δεν θα τιμηθεί ποτέ με αυτό.
Τα αμφιλεγόμενα κριτήρια εγείρουν ερωτήματα και για το πώς βραβεύθηκε από το πουθενά με αυτή την ανώτερη διάκριση η Ρουμανογερμανίδα Χέρτα Μίλερ (2009), την οποία θα ξεχάσουμε πολύ γρήγορα, όπως φαίνεται, αλλά και ο Κινέζος Γκάο Ζινγιάν (2000). Πολλοί λένε ότι τα κριτήρια ήταν αμιγώς πολιτικά. Οπως πολιτικά ήταν τα κριτήρια της απονομής του Νομπέλ στον Τσόρτσιλ (1953) για τα Απομνημονεύματά του και στον ειρηνιστή φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ (1950). Και γιατί άραγε κυριάρχησαν αυτά τα πολιτικά κριτήρια τότε και όχι το 2010, που το πήρε ο πολύ καλός περουβιανός πεζογράφος Μάριο Βάργκας Λιόσα;
Αν υπολογίσουμε ότι λογοτεχνικά μεγέθη που επηρέασαν την παγκόσμια λογοτεχνία (Κάφκα, Μπροχ, Πάουντ, Μούζιλ, Τζόις, Μπόρχες, Πεσόα, Καλβίνο, και από τους ζώντες ο Ροθ, ο Κούντερα, ο Οστερ, ο Πίντσον και άλλοι πολλοί) δεν έχουν τιμηθεί, αλλά και πόσο μικρά είναι τα μεγέθη του Ισραηλινού Σμούελ Γόσεφ Ανιον (1966), των Σουηδών Χάρι Μάρτινσον και Εϊβιντ Γιόνσον που έλαβαν το Νομπέλ από κοινού το 1974, ενώ ζούσαν π.χ. ο Μπόρχες, ο Καλβίνο κ.ά., εκτός από τα πολιτικά αμφισβητούνται και τα λογοτεχνικά κριτήρια των σουηδών ακαδημαϊκών. Πώς είναι δυνατόν να δίνεις το μεγάλο αυτό βραβείο στον Λε Κλεζιό (2008) όταν στη Γαλλία γράφει πολιτογραφημένος ως Γάλλος ο Τσέχος Μίλαν Κούντερα, κορυφαίος λογοτέχνης που επηρέασε με τα μυθιστορήματά του αλλά και τη σκέψη του το σύγχρονο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα;  

Οι άγνωστοι
Τα ονόματα των βραβευμένων στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα φανερώνουν ότι ελάχιστοι από αυτούς επηρεάζουν σήμερα τη λογοτεχνία, τον τρόπο γραφής, το στυλ, ή ότι διασώζεται από αυτούς κάτι ιδιαίτερο και προσωπικό. Για παράδειγμα: Τέοντορ Μόμσεν, γερμανός κλασικιστής με βασικό έργο στο ρωμαϊκό δίκαιο. Φρεντερίκ Μιστράλ, κυριότερο έργο του η λεξικογραφία - υπάρχει και προτομή του (για λόγους που αγνοώ) στην Καλλιθέα. Ρούντολφ Οϊκεν, γερμανός φιλόσοφος. Πάουλ Γιόχαν Λούντβιχ φον Χάιζεν, με σπουδαιότερο έργο του τα Παιδιά του κόσμου - στα ελληνικά κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Αντρέα Ντέλφιν, μια βενετσιάνικη νουβέλα. Καρλ Γκούσταβ  Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, με κυριότερο μυθιστόρημά του Το δέντρο των Φόλκουνγκς, επική  ιστορία μιας ομάδας σουηδών οπλαρχηγών του Μεσαίωνα. Καρλ Αδόλφος Γκγιέλερουπ, δανός ποιητής. Βλάντισλαβ Ρέιμοντ, πολωνός συγγραφέας κτλ.
Στο δεύτερο μισό του αιώνα υπάρχουν πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα, αλλά ανάμεσά τους πολλά που δεν κατάφεραν τίποτε περισσότερο από το να απασχολήσουν τα μέσα ενημέρωσης για λίγες ημέρες μετά τη βράβευσή τους. Τέτοια είναι: Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, ισπανός συμβολιστής ποιητής. Νέλλυ Ζαχς, γερμανίδα ποιήτρια που βραβεύτηκε μαζί με τον Ισραηλινό Σμούελ Γιόσεφ Ανιον το 1966 σε μια εμφανή προσπάθεια πολιτικής σημειολογίας από μέρους της Σουηδικής Ακαδημίας. Η ίδια κατά κάποιον τρόπο επιβεβαίωσε την πολιτική σκοπιμότητα λέγοντας πως «ο Ανιον εκπροσωπεί το Ισραήλ, ενώ εγώ εκπροσωπώ την τραγωδία του εβραϊκού λαού». Γιάροσλαβ Σέφερτ, τσεχοσλοβάκος αντιφρονών ποιητής.

Ακόμη και οι πρόσφατες βραβεύσεις της αυστριακής συγγραφέως Ελφρίντε Γέλινεκ, της Ρουμανογερμανίδας Χέρτα Μίλερ, του Γάλλου Λε Κλεζιό, του Βιντιαντάρ Νάιπολ από το Τρινιντάντ και Τομπάγκο και η περυσινή του σουηδού ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ δεν άφησαν ικανοποιημένη την παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα καθώς υπάρχουν ισάξιοι αλλά και πολύ καλύτεροι συγγραφείς από αυτούς σε όλο τον κόσμο.
Βεβαίως κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα τιμήθηκαν μεγάλοι και σπουδαίοι για το έργο τους συγγραφείς, όπως ο μεξικανός ποιητής Οκτάβιο Πας, ο γιαπωνέζος μυθιστοριογράφος Κενζαμπούρο Οε, ο ρώσος ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι, ο δημοφιλής κολομβιανός πεζογράφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο αγγλικής υπηκοότητας, εβραϊκής καταγωγής και γερμανόφωνος Ελίας Κανέτι, ο Ούγγρος Ιμρε Κέρτες, που το εξαιρετικό έργο του διαδόθηκε πολύ μετά το βραβείο κ.ά.
Αυτοί όμως δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα είχε κυρίως ελάσσονες συγγραφείς, προξενώντας πολλά ερωτηματικά σχετικά με τα κριτήρια της Σουηδικής Ακαδημίας. Τέτοια που δικαιώνουν ίσως τα δύο μέλη της που είχαν παραιτηθεί όταν πρωτοθεσπίστηκε το βραβείο Νομπέλ λέγοντας ότι θα καταντήσει ένα «κοσμοπολίτικο λογοτεχνικό δικαστήριο», υπονοώντας την επικράτηση  αμφιλεγόμενων κριτηρίων.
Οι Ελληνες και το παρασκήνιο
Από τις λίγες φορές που είχαν προταθεί Ελληνες ήταν: το 1929, όταν υποψήφιος ήταν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, αλλά το Νομπέλ πήγε στον Τόμας Μαν. Το 1950 υπήρχαν δύο υποψηφιότητες, του Αγγελου Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη, αλλά ενώ συνυποψήφιοί τους ήταν σπουδαίοι λογοτέχνες, όπως ο Φόκνερ, ο Καμύ, ο Γκράιαμ Γκριν, ο Χεμινγκγουέι, η Κάρεν Μπλίξεν, το πήρε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ο Ράσελ. Ακόμη και το Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη (1979) λέγεται ότι ενείχε πολιτική σκοπιμότητα. Τέλος, το 1963 Νομπέλ Λογοτεχνίας είχε απονεμηθεί στον Γιώργο Σεφέρη.

Η περίπτωση Καζαντζάκη ήταν ξεχωριστή, καθώς ήταν πολύ γνωστός και παραμένει ο πιο αναγνωρίσιμος έλληνας πεζογράφος του προηγούμενου αιώνα. Η Ελληνική Ακαδημία δεν θα μπορούσε να τον προτείνει, αφού την προηγούμενη χρονιά είχε απορρίψει την υποψηφιότητά του για μέλος της και είχε προκρίνει τον Σωτήρη Σκίππη. Εξάλλου θεωρούσε τον Καζαντζάκη και τον συνυποψήφιό του Σικελιανό κομμουνιστές και υπόλογους για τα Δεκεμβριανά. Αντί για τον Καζαντζάκη είχε προτείνει στη Σουηδική Ακαδημία τον Γεώργιο Βουγιουκλάκη.
Γράφει για τον τελευταίο ο Πάτροκλος Σταύρου: «Στην Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει δελτίο με τα έργα του: "Το φάντασμα της γυμνής γυναίκας" το 1930, "Το φιδίσιο βλέμμα" το 1931, "Ο ξένος" το 1936, "Η Μαντάμ Εύα" και "Οι πουλητές" το 1946 και "Η πράσινη οχιά" το 1962. Φιδίσια βλέμματα και γυμνά φαντάσματα και πράσινες οχιές. Για πράσινα άλογα δεν ξέρω αν έγραψε. Δεν είναι δυνατό να ήταν άμοιρος της ατιμίας κατά του Καζαντζάκη».
Για να αποτραπεί ένα κλίμα που είχε διαμορφωθεί υπέρ της υποψηφιότητας του Καζαντζάκη (τον υποστήριζε η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, αρκετά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, ο Αλμπέρ Καμύ και άλλες προσωπικότητες) είχε μεταβεί στη Σουηδία ο υπερσυντηρητικός ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, σφόδρα πολέμιος του κρητικού συγγραφέα, που όπως λέγεται κατάφερε με τη βοήθεια του τότε έλληνα πρεσβευτή στη Σουηδία να ματαιώσει τη βράβευση του κρητικού συγγραφέα.       Πηγή: TO BHMA

Ο ΝΑΝΟΥΚ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ. Από την Σάννα με αγάπη.

Ο Νανούκ τον Βορρά (1922) συνιστά μια εμβληματική ταινία στη διαμόρφωση του ντοκιμαντέρ και του εθνογραφικού κινηματογράφου. Αν και ο Flaherty δεν επιδίωκε την ανθρωπολογική γνώση, μια σειρά από χαρακτηριστικά στοιχεία θα προσδώσουν στην ταινία εθνογραφική αξία.

Τα στοιχεία αυτά αφορούν α) το θέμα της – την απεικόνιση της καθημερινής ζωής και των ασχολιών μιας οικογένειας Εσκιμώων Inuit μέσα από την εναλλαγή των εποχών, β) τη βούληση του σκηνοθέτη να αντιμετωπίσει τους ιθαγενείς με όρους ισοτιμίας και να αναδείξει τις ζωές τους, και, κυρίως, γ) τον τρόπο προσέγγισης και αναπαράστασης του θέματος του. Έτσι, παρόλο που ο Flaherty στερούνταν ανθρωπολογικής παιδείας και στόχου, ξεκίνησε μια παράδοση σκηνοθετών που παρήγαγαν ταινίες για τον πολιτισμό, οι οποίες μοιάζουν μ’ αυτό που κάνουν οι εκπαιδευμένοι ανθρωπολόγοι. Πιο συγκεκριμένα, η συμπεριφορά του σε πολλά σημαντικά ζητήματα, αλλά και οι μέθοδοι του στο πεδίο, οι δηλωμένοι στόχοι του, και η επιθυμία του να είναι μεθοδολογικά σαφής, τον εντάσσουν μέσα στην παράδοση της ανθρωπολογίας (Ruby, 2000, σ. 86). Ο Νανούκ του Βορρά θα επηρεάσει μεταγενέστερες εθνογραφικές ταινίες, ενώ ο ίδιος ο Jean Rouch θα αναγνωρίσει την επιρροή του Flaherty στο έργο του. Παρόλα αυτά, η διαπλοκή της αφηγηματικής γραμματικής του κινηματογράφου μυθοπλασίας με την πραγματικότητα, η αξιοπιστία των σκηνοθετικών παραμορφώσεων και ανακατασκευών του, καθώς και η ρομαντική του προσέγγιση θα βρεθούν στο επίκεντρο της αμφισβήτησης της επιστημονικής εγκυρότητας της ταινίας.
Ο Flaherty ήταν ο πρώτος που παρατήρησε και κατέγραψε κινηματογραφικά την ανθρώπινη κατάσταση και τη ζωή μιας κοινότητας στο ιδιαίτερο της περιβάλλον. Μην γνωρίζοντας το έργο και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε την ίδια περίοδο ο Malinowski -ο οποίος μετά από μακρά επιτόπια έρευνα στα νησιά Trobriand, στην Μελανησία, καθιέρωσε τη συμμετοχική παρατήρηση ως την ειδοποιό μέθοδο της επιστημονικής προσέγγισης της κοινωνικής ανθρωπολογίας, ο Flaherty κατέφυγε στη χρήση της συμμετοχικής παρατήρησης για να πραγματοποιήσει τον Νανούκ τον Βορρά. Εκεί ακριβώς συνίστατο και η πρωτοτυπία της ταινίας του, δηλαδή, στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε και αναπαράστησε το θέμα του: ο τρόπος εμπεριείχε τη μέθοδο, δηλαδή την επιτόπια έρευνα (Νικολακάκης, 1998, σ. 11). Έτσι, πριν κερδίσει την εμπιστοσύνη των Inuit και κάνει μαζί τους τον Νανούκ, ο Flaherty είχε ζήσει μαζί τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρατηρώντας και αφομοιώνοντας την καθημερινότητα τους. Όπως σχολιάζει κι ο Rouch, ο Flaherty έκανε εθνογραφία χωρίς να το ξέρει, καθώς επινόησε (όταν τους πρόβαλε τις εικόνες της ταινίας) τόσο τη «συμμετοχική παρατήρηση» όσο και την «ανατροφοδότηση» (1974, σ. 80). Αν και δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό η προβολή σκηνών από την ταινία στους Εσκιμώους πληροφορητές του συνιστούσε τη γενικότερη φιλοσοφία της κινηματογράφησης του (Heider, 1976, σ. 23), η πράξη αυτή του έδωσε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τις αντιδράσεις τους και, συνάμα, να τους καταστήσει πραγματικούς συνεργάτες στη διαδικασία της κινηματογράφησης, κάνοντας την ταινία περισσότερο αναστοχαστική, όσον αφορά τις απόψεις των ιθαγενών για τον πολιτισμό τους. Σύμφωνα με τον Flaherty, ο λόγος που πρόβαλε το υλικό του στους Εσκιμώους ήταν ότι «ήθελε να αποδεχτούν και να καταλάβουν αυτό που έκανε και να δουλέψουν μαζί του ως συνεργάτες» (Flaherty, 1950, σ. 13-14, στο Ruby, 2000, σ. 88). Έτσι, οι Inuit έπαιξαν μπροστά στην κάμερα, πρότειναν σκηνές, είδαν και άσκησαν κριτική στις ερμηνείες τους. Στόχος του Flaherty ήταν να αναπαραγάγει το όραμα των Εσκιμώων για τον κόσμο, αναζητώντας την αντίδραση τους στο δικό του όραμα. Όταν τους έδειξε το κινηματογραφημένο υλικό, ο Flaherty δημιούργησε μια ταινία συνεργασίας, στην οποία αντί να παρουσιάζει το προσωπικό του όραμα αναπαράγει την άποψη των υποκειμένων για τον κόσμο (Ruby, 2000, σ. 197-198), συνοψίζοντας έτσι την ηθική της εθνογραφικής έρευνας (De Heusch, 1988, σ. 146).
Η βασική επιδίωξη του Flaherty στο Νανούκ ήταν να παρατηρήσει και να καταγράψει τη ζωή μιας θεωρούμενης ως εξωτικής κοινωνίας προκειμένου να μεταφέρει στο θεατή τον τρόπο ζωής της. Όπως αναφέρει κι ο ίδιος, «αυτό που ήθελα να δείξω ήταν το πρώην μεγαλείο και τον χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων, τότε που ήταν ακόμα δυνατόν. Αυτό που με παρακίνησε ήταν τα αισθήματα μου για τους ανθρώπους αυτούς, ο θαυμασμός μου γι’ αυτούς. Ήθελα να διηγηθώ σε άλλους γι’ αυτούς. Αυτός  ήταν ο μοναδικός λόγος που έκανα την ταινία» (Flaherty, 1950, σ. 16, στο Ruby, 2000, σ. 76). Έτσι, αντιμετώπισε τους Εσκιμώους σαν ανθρώπους παρά σαν αντικείμενα, καταγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης και τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης του Νανούκ και της οικογένειας του στο αντίξοο αρκτικό περιβάλλον, καταφεύγοντας όμως σε μια επιλεκτική κινηματογράφηση, όπου παρουσιάζει μια υποκειμενική και εξιδανικευμένη εικόνα της ζωής των Εσκιμώων. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις ο Flaherty προσπάθησε να ανακατασκευάσει ένα παλαιότερο τρόπο ζωής, παρεμβαίνοντας στον τρόπο που τα υποκείμενα του ζούσαν, ντύνονταν, ψάρευαν (Barsam, 1973, σ. 51), και αναδεικνύοντας έναν τρόπο ζωής ο οποίος είχε φιλτραριστεί μέσα από τις αναμνήσεις του Νανούκ και των συνανθρώπων του και ο οποίος όμως δεν αντανακλούσε αυτόν που βίωνε η συγκεκριμένη ομάδα την εποχή της κινηματογράφησης. Εκφράζοντας τη ρομαντική παράδοση της εποχής του, ο Flaherty απεικονίζει τη διαρκή ηρωική μάχη ενός αρχέγονου ανθρώπου με τα ισχυρά και συχνά εχθρικά στοιχεία της φύσης (Balikci, 1975, σ. 105), επικεντρώνεται στην ανθρώπινη φύση, υμνεί την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και καθιστά τον άνθρωπο μέτρο των πάντων (Barsam, 1973, σ. 47). Πρόκειται για μια προσέγγιση που επικρίθηκε όχι μόνον επειδή μας «δίνει λίγες πληροφορίες και πολύ ατμόσφαιρα» (Heider, 1976, σ. 94), αλλά επίσης επειδή απέτυχε να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες συνθήκες των ανθρώπων που κινηματογραφούσε, αφήνοντας απ’ έξω σημαντικά ζητήματα, όπως οι συνέπειες της εισβολής των λευκών γουνεμπόρων στον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, καθώς και πολλές κοινωνικές πρακτικές, όπως η σεξουαλική τους ζωή ή τα ήθη τους γύρω από το γάμο, προσδίδοντας στην ταινία μικρή ανθρωπολογική αξία (Rotha, 1983, στο Barsam, 1992, σ. 52). Όμως, παρά το γεγονός ότι τα κίνητρα του ήταν προσωπικά και όχι ανθρωπολογικά, το αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο καθώς η ταινία αντανακλούσε την εικόνα που είχαν οι ιθαγενείς για τη ζωή τους (Barnouw, 1974, σ. 45). Αν και η ταινία στηριζόταν σε σενάριο κι ο Flaherty χρησιμοποίησε τους Εσκιμώους ως ηθοποιούς που παίζουν τους ρόλους τους (Asch, 1992, σ. 196), η ειδοποιός διαφορά είναι ότι έπαιξαν τους εαυτούς τους, παρουσίασαν συνειδητά τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας τους και μας έδειξαν ότι είναι εκεί και υπάρχουν με το δικό τους τρόπο (Νικολακάκης, 1998, σ. 11). Οι Εσκιμώοι στον Νανούκ είναι οι ερμηνευτές του δικού τους πολιτισμού (Balikci, 1975, σ. 105). Όπως αναφέρει κι ο Malinowski, «ο απώτερος στόχος, αυτός που δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ ένας εθνογράφος, είναι να συλλάβει την άποψη του ιθαγενή, τη σχέση του με τη ζωή, να συνειδητοποιήσει το όραμα που έχει για τον κόσμο του» (1922, σ. 25).                                      
Ο Flaherty, στην προσπάθεια του να εκφράσει την πραγματικότητα των Inuit, κατέφυγε συνειδητά σε παραμορφώσεις και ανακατασκευές, σκηνοθετώντας μαζί με τον Νανούκ πολλές σεκάνς, που ήταν βασισμένες στην κοινή τους γνώση για τη ζωή των Inuit. Έχοντας την πεποίθηση πως «μερικές φορές πρέπει να παραμορφώσεις ένα πράγμα για να συλλάβεις το πραγματικό του πνεύμα» (Calder and Marshall, 1963, σ. 97, στο Heider, 1976, σ. 23), ο Flaherty δημιουργεί μια κατασκευή για να βεβαιώσει μια αλήθεια. Έτσι, πολύ λίγο από το τελικό του υλικό προέρχεται από αυθόρμητη συμπεριφορά. Η ταινία είναι χρονολογικά τοποθετημένη στο παρελθόν, χωρίς να το αναφέρει, ενώ πολλές σκηνές έχουν σκηνοθετηθεί, όπως αυτή που ο Νανούκ αγωνίζεται να τραβήξει από την τρύπα τη φώκια ή εκείνη στο ιγκλού το οποίο κατασκευάστηκε επί τούτου προκειμένου να χωρέσει μέσα η κάμερα (Weinberger, 1994, σ. 6). Αυτή η σκόπιμη παραμόρφωση στην κινηματογράφηση του ιγκλού, αν και έχει ως στόχο να αποδώσει την πραγματικότητα, μας δίνει ωστόσο μια ψεύτικη εντύπωση του μεγέθους του ιγκλού και της εσωτερικής θερμοκρασίας του (Heider, 1976, σ. 55). Στον αντίποδα αυτής της κριτικής, ο Rouch θεωρεί πως η ταινία «δεν είναι μια αποκομμένη σειρά εικόνων γύρω από ανώνυμους ηθοποιούς αλλά μια σκόπιμη επιλογή που βασίζεται τόσο στην παρατήρηση της καθημερινής ρουτίνας των Inuit όσο και της ικανότητας του Νανούκ να συνεισφέρει στη σκηνοθεσία αντιπροσωπευτικές εκδοχές» (στο Feld, 1989, σ. 232), εκφράζοντας έτσι αυτό που αποκαλεί «σκηνοθεσία» της πραγματικότητας (στο Stoller, 1992, σ. 100).
Έχοντας μάθει τη γραμματική του κινηματογράφου, όπως αυτή είχε εξελιχθεί στη μυθοπλασία (Barnouw, 1974, σ. 39), ο Flaherty υιοθέτησε τόσο το στιλ του μοντάζ όσο και τη δραματική δομή του κινηματογράφου μυθοπλασίας (MacDonald and Cousins, 1996, σ. 18), καταφεύγοντας σε κινηματογραφικές ιδιότητες και αφηγηματικές δομές, όπως το να καθορίσει τους χαρακτήρες, το στόχο, τις προσπάθειες, το αποτέλεσμα, τη λύση (Nichols, 1994, σ. 67). Το αποτέλεσμα είναι ο Νανούκ τον Βορρά να συνιστά μια αφηγηματική ταινία, μια δραματουργία, καθώς η δομή της αποτελείται από σκηνές που πρώτα αναπτύσσουν τους χαρακτήρες και τον ανταγωνιστή τους, το αρκτικό περιβάλλον, και μετά κτίζουν μέσα από διάφορες δοκιμασίες την κορύφωση με τη θύελλα (MacDougall, 1998 [1989], σ. 103). Η χρήση της αφήγησης όμως δεν μειώνει την αξία της ταινίας ως ντοκιμαντέρ για τον πολιτισμό των Inuit καθώς εξυπηρετεί την πρόθεση του να διηγηθεί κινηματογραφικά ιστορίες πραγματικών ανθρώπων. Η προσέγγιση του ήταν αυτή της ρεαλιστικής παράδοσης, δίνοντας           μεγαλύτερη έμφαση στη φωτογραφία από ό,τι στο μοντάζ καθώς επίσης και στους ζουμ φακούς του. Τα μακριά πλάνα και το βάθος πεδίου διατηρούν την ενότητα του χώρου και της δράσης, ενώ η παρατήρηση σε τρίτο πρόσωπο και μέσα από μακριά πλάνα λειτουργεί δομικά προκειμένου να επιτύχει τα ίδια αποτελέσματα με το συνεχές μοντάζ (MacDougall, 1998, σ. 103). Επιπλέον, καθώς ο κινηματογράφος την εποχή εκείνη ήταν βουβός, ο Flaherty ήταν αναγκασμένος να σκέφτεται οπτικά, προκαλώντας δραματικές εντάσεις αλλά και την περιέργεια του θεατή, μέσα από την παρακολούθηση της εξέλιξης μιας πράξης, δείχνοντας την βήμα-βήμα, χωρίς να την εξηγεί λεκτικά, όπως για παράδειγμα, η σκηνή του ψαρέματος μέσα από την τρύπα στον πάγο, η οποία μας εμπλέκει και μας κάνει να σκεφτούμε την πράξη που παρακολουθούμε.
Ο Flaherty, προκειμένου να μεταφέρει το δράμα της επιβίωσης, προσάρμοσε το ουσιαστικό για τη δυτική δραματουργία στοιχείο της σύγκρουσης και επίλυσης στον αγώνα τον ανθρώπου ενάντια στη φύση. Πρόκειται για ένα τέχνασμα που αποσκοπεί στην εμπλοκή του θεατή στον αγώνα των Εσκιμώων ενάντια σ’ ένα σκληρό περιβάλλον. Η ταύτιση, που είναι τόσο ουσιαστική σ’ ένα καλό δράμα, στον Νανούκ τον Βορρά, έχει ως στόχο να μετατρέψει τον εθνοκεντρισμό του δυτικού κοινού σε συμπάθεια για ένα λαό, ένα πολιτισμό, έναν ήρωα (Ruby, 2000, σ. 74). Η επικέντρωση σ’ ένα ιθαγενή ως ήρωα της ταινίας αποτέλεσε τη σημαντικότερη καινοτομία του Flaherty. Με το να προάγει ένα άγνωστο, εν ζωή, άτομο από την επονομαζόμενη «πρωτόγονη» κοινωνία σε πρωταγωνιστή, η ταινία ήρθε αντιμέτωπη με τα πολιτισμικά στερεότυπα και πρότεινε την πιθανότητα της ταύτισης μ’ αυτό που ευρέως αντιμετωπίζονταν ως μια ξένη και άγρια συνείδηση. Η εικόνα του Νανούκ σύντομα μετατράπηκε σ’ ένα νέο στερεότυπο, παρόλα αυτά, όμως, συνιστούσε μια προσπάθεια για μια πρώιμη εκλαΐκευση του πολιτισμικού σχετικισμού και μια σαφή άρνηση της κοινωνικής εξελικτικής θεωρίας (MacDougall, 1998, σ. 105). Από την άλλη μεριά, όμως, η τακτική του Flaherty να ακολουθεί τις συγκεκριμένες πράξεις ενός συγκεκριμένου ατόμου τον οδήγησε σε γενικεύσεις, τυποποιώντας μέσα από τον Νανούκ τους Εσκιμώους, γεγονός για το οποίο και επικρίθηκε από τον Heider. Ταυτόχρονα, όμως, του αναγνωρίστηκε το ότι παρουσίασε τους Εσκιμώους με πρόσωπο και ταυτότητα, και επέτρεψε στο κοινό να απολαύσει και να ταυτιστεί μ’ ένα πραγματικό, αν και «εξωτικό», άτομο. Αυτή ίσως είναι, σύμφωνα με τον Heider, και η σημαντικότερη συνεισφορά του Flaherty στον εθνογραφικό κινηματογράφο, με εμφανή επιρροή στους Κυνηγούς και τα Νεκρά Πουλιά (1976, σ. 22).
* Δημήτρης Κερκινός Διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας

7.4.16

Χριστόφορος Κολόμβος - η ανακάλυψη της Αμερικής ... Από τον θαλασσόλυκο Καπτάν Αλέξανδρο.

Οι συνθήκες για την ανακάλυψη της Αμερικής δημιουργήθηκαν όταν, πενήντα, περίπου, χρόνια μετά τις πρώτες απόπειρες των Πορτογάλων να φτάσουν στην Ανατολή, διατυπώθηκε μια εντελώς ριζοσπαστική ιδέα σχετικά με τον τρόπο που θα μπορούσε να γίνει αυτό το ταξίδι. Ο Χριστόφορος Κολόμβος, ένας ναυτικός γεννημένος στη Γένοβα της Ιταλίας, παρουσίασε ένα πρωτότυπο σχέδιο υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να φτάσει κανείς στην Ανατολή, όχι πλέοντας ανατολικά, όπως έκαναν μέχρι τότε οι Πορτογάλοι, αλλά ταξιδεύοντας δυτικά.

    Ο Κολόμβος υπολόγιζε διαφορετικά από τους μελετητές της εποχής του την απόσταση της Ευρώπης από την Ασία πλέοντας από τα δυτικά. Αυτό οφειλόταν σε 3 παράγοντες : υπολόγιζε πως η Γη ήταν μικρότερη από ότι πιστευόταν,ότι η Ευρασία ήταν μεγαλύτερη από ότι πιστευόταν και από το ότι πίστευε πως η Ιαπωνία και άλλα ακατοίκητα νησιά απλώνονταν πολύ ανατολικότερα από τις ακτές της Κίνας. Ο Κολόμβος έκανε λάθος και στους 3 παραπάνω τομείς και ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αποδεκτές θεωρίες της εποχής του. Βασίστηκε στην εκτίμηση του Άραβα αστρολόγου Al Fraghani ότι το γεωγραφικό μήκος του παράλληλου του Ισημερινού ήταν περίπου 56 ⅔ μίλια χωρίς όμως να έχει λάβει υπ' όψιν του ότι αυτή η εκτίμηση εκφραζόταν σε Αραβικά μίλια (1,830 μ.) και όχι στα μικρότερου μεγέθους Ρωμαϊκά μίλια με τα οποία ήταν εξοικειωμένος. Συνεπώς υπολόγιζε λανθασμένα πως η περιφέρεια της Γης ήταν περίπου 30,200 χμ, ενώ η πραγματική περιφέρεια της Γης ήταν 40,000 χμ (25,000 μίλια).
    Ο Κολόμβος ήξερε ότι για να πραγματοποιήσει το διατλαντικό ταξίδι και να εξασφαλίσει προσωπικά δικαιώματα στις εξερευνήσεις του, όφειλε εκτός από εξεύρεση πόρων να πετύχει και την υποστήριξη κάποιας μοναρχίας που θα περιέβαλε με κύρος την αποστολή του και θα αποτελούσε τον επίσημο εντολοδόχο της, κρατώντας ,θεωρητικά, μακριά, την ανταγωνιστική διείσδυση άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Χρειαζόταν επίσης το κύρος ενός μονάρχη για να παρουσιαστεί σαν επίσημος απεσταλμένος του ενώπιον των ισχυρών ηγεμόνων της Ασίας που υπολόγιζε να συναντήσει. Πρώτα παρουσιάστηκε στην Αυλή της πρωτοπόρας τότε στις εξερευνήσεις Πορτογαλίας αλλά τελικά απορρίφθηκε.
Δεν εγκατέλειψε, ωστόσο, την προσπάθεια. Το 1492, ο Κολόμβος κατόρθωσε να πείσει τους βασιλείς της Ισπανίας, Φερδινάνδο και Ισαβέλλα, να του διαθέσουν τρία πλοία.


Το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου
    Το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου ξεκίνησε στις 3 Αυγούστου 1492, από το ισπανικό λιμάνι του Πάλος, στη νότια Ανδαλουσία. Ο στολίσκος περιελάμβανε τρία πλοία, τη ναυαρχίδα ‘Santa Maria’ (Σάντα Μαρία) με κυβερνήτη τον ίδιο τον Κολόμβο και τις καραβέλες ‘Pinta’ (Πίντα) και ‘Nina’ (Νίνια) με κυβερνήτες, αντίστοιχα, του αδελφούς Μαρτίν Αλόνθο Πινθόν και Βιθέντε Γιάνιες Πινθόν. Το πλήρωμα και των τριών σκαφών, συνολικά, δεν ξεπερνούσε τους 90 άνδρες. Αρχικά τα σκάφη κατευθύνθηκαν προς τα Κανάρια νησιά, όπου και παρέμειναν για 25 περίπου ημέρες (12 Αυγούστου - 6 Σεπτεμβρίου 1492). Από εκεί κινήθηκαν προς τα δυτικά και κατόπιν προς τα νοτιοδυτικά, πλέοντας σε θάλασσες αχαρτογράφητες, δίχως επαφή με στεριά. Αναφέρεται ότι ύστερα από πολλές ημέρες συνεχούς πλου τα πληρώματα άρχισαν να αποθαρρύνονται και παρουσιάστηκαν, μάλιστα, κρούσματα απειθαρχίας.
    Στις 12 Οκτωβρίου 1492 ο στολίσκος έφτασε σε ένα νησί στις σημερινές Μπαχάμες, βορειοανατολικά της Καραϊβικής. Συναντώντας τους ντόπιους ιθαγενείς, δεν ξαφνιάστηκε αλλά πίστεψε ότι βρισκόταν στην περιφέρεια της κυρίως Ασίας. Θεωρωντας μάλλον ότι είχε άθελα του προσπεράσει την Ιαπωνία, πίστεψε ότι τώρα ήταν πιο κοντά στις Ινδίες, καθώς οι άνθρωποι που αντίκρισε ήταν σκουρόχρωμοι. Όποτε αναφερόταν σε αυτούς τους ονόμαζε, εκφραζόμενος πολύ ελεύθερα, Ινδιάνους. Η ονομασία επικράτησε αργότερα για όλους τους γηγενείς της Αμερικής. Το νησί στο οποίο βρισκόταν ονομαζόταν από τους ντόπιους ‘Γκουαναχάνι’ . Ο Κολόμβος ονόμασε το νησί ‘Σαν Σαλβαδόρ’ (Άγιος Σωτήρας).
    Αφού έμεινε λίγες ημέρες εκεί και ήλθε σε επαφή με τους ντόπιους, ο Κολόμβος κατηύθυνε τα πλοία του νότια και στις 28 Οκτωβρίου έφτασε στην Κούβα. Ακολούθησε εξερεύνηση της περιοχής, με κύριο ζητούμενο την εύρεση χρυσού, και γνωριμία με τους κατοίκους, που έδειξαν απέναντι στους επισκέπτες εξαιρετικά φιλικές διαθέσεις.
    Κατόπιν, ο Κολόμβος έπλευσε προς την Αϊτή, αποβιβάστηκε στο νησί στις 6 Δεκεμβρίου 1492 και του έδωσε το όνομα ‘Ισπανιόλα’. Ακολούθησαν εξερευνητικές διεισδύσεις στην ενδοχώρα με σκοπό την ανεύρεση των περίφημων ‘χρυσοφόρων πηγών’. Τα Χριστούγεννα του 1492, ύστερα από μεγάλη τρικυμία, η ναυαρχίδα ‘Σάντα Μαρία’ προσάραξε και ήταν αδύνατον, πλέον, να ταξιδέψει. Τότε, ο Κολόμβος έδωσε εντολή να διαλυθεί το πλοίο και από τα υλικά του να κατασκευαστεί ένα οχυρό που το ονόμασε ‘Βίγια λα Ναβιδάδ’ (Πόλη των Χριστουγέννων). Εκεί εγκαταστάθηκαν 39 εθελοντές.
Στις 4 Ιανουαρίου 1493 ο Κολόμβος. Τελικά έφτασε στις 15 Μαρτίου 1493 στο λιμάνι του Πάλος, απ’ όπου είχε ξεκινήσει. 

Η πρώτη άφιξη του Κολόμβου στην Αμερική

Ο Ναύαρχος κάλεσε τους δύο κυβερνήτες κι όλους εκείνους που πάτησαν στεριά (…) και τους ζήτησε να πιστοποιήσουν ότι αυτός, ενώπιον όλων, καταλάμβανε το εν λόγω νησί –όπως και πράγματι κατέλαβε- στο όνομα του βασιλιά και της βασίλισσας, των Κυρίων του, κάνοντας τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις, που υπάρχουν με κάθε λεπτομέρεια στα συμβόλαια, τα οποία έγιναν γραπτά εσαεί.

Χριστόφορος Κολόμβος, 'Η ανακάλυψη της Αμερικής, Ημερολόγιο πλοίου, 1492-1493', εισαγωγή-μετάφραση Ντίνος Βατικιώτης, εκδ. Αίολος, Αθήνα 1984, σελ. 41.

 Το 1507, τρία χρόνια μετά το τελευταίο ταξίδι του Κολόμβου και ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, ένας ναυτικός από τη Φλωρεντία, ο Αμέρικο Βεσπούτσι , υποστήριξε ότι οι περιοχές στις οποίες είχε φτάσει ο Κολόμβος δεν ήταν η ανατολική Ασία, αλλά μια νέα ήπειρος, εντελώς άγνωστη μέχρι τότε. Η εκτίμηση του Βεσπούτσι επιβεβαιώθηκε από τον Ισπανό εξερευνητή Βάσκο ντε Μπαλμπόα ο οποίος αφού διέσχισε τον ισθμό του Παναμά αντίκρισε πρώτος τον Ειρηνικό ωκεανό. Το ότι τα εδάφη που ανακάλυψε ο Κολόμβος  αποτελούσαν μια νέα ήπειρο αποδείχθηκε, αναμφισβήτητα, με τον πρίπλου της Γης από τον Μαγγελάνο (1519-1522). Έτσι, η νέα ήπειρος ονομάστηκε ‘Αμερική’ προς τιμή του Ιταλού θαλασσοπόρου Αμέρικο Βεσπούτσι.
Λογισμικό -Ιστορία Α-Γ/g04-web/section1/ploia/lemmata/2-5-0.htm
    Το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου (1492-1493) στέφθηκε από επιτυχία αφού πλέοντας δυτικά κατόρθωσε να φτάσει σε στεριά. Ο ίδιος πίστευε ότι είχε ανακαλύψει τις ανατολικές ακτές της Ασίας. Μετά την πρώτη επιτυχία, οι Ισπανοί βασιλείς χρηματοδότησαν άλλα τρία ταξίδια του Κολόμβου προς το Νέο Κόσμο. Το δεύτερο έγινε στα 1493-1496, το τρίτο στα 1498-1500 και το τελευταίο στα 1502-1504.  Λίγο καιρό μετά το τέλος του τελευταίου ταξιδιού του, η βασίλισσα της Ισπανίας, που ήταν και ο κύριος υποστηρικτής του, πέθανε και ο Κολόμβος έχασε τη βασιλική στήριξη. Λίγο αργότερα πέθανε και ο ίδιος (1506) πιστεύοντας μέχρι το τέλος ότι τα ταξίδια του τον είχαν οδηγήσει στην ανατολική Ασία.
Λογισμικό -Ιστορία Α-Γ/g04-web/section1/ploia/lemmata/2-5-0.htm
Πηγή:  http://kelliteacher.weebly.com

ΒΑΣΚΟ ΝΤΕ ΓΚΑΜΑ. Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Ο Βάσκο ντα Γκάμα (Vasco da Gama) ήταν μεγάλος Πορτογάλος θαλασσοπόρος, ο οποίος πρώτος συνέδεσε θαλάσσια την Ευρώπη με την Ινδία πραγματοποιώντας τον περίπλου της Αφρικής.

Γεννήθηκε στο Σίνες της Πορτογαλίας το 1469 και ήταν απόγονος παλιάς οικογένειας ευγενών. Καθώς από νωρίς διακρίθηκε για τις ναυτικές του ικανότητες, το 1487 ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Ιωάννης Β΄ του ανέθεσε εξερευνητική αποστολή που σαν σκοπό της είχε την ανακάλυψη θαλάσσιου δρόμου για την Ινδία κάνοντας τον περίπλου της Αφρικής.
    Για μια δεκαετία περίπου οι προσπάθειες του ήταν χωρίς επιτυχία. Το 1488 ο Βαρθολομαίος Ντιάζ τον πρόλαβε και έφτασε πρώτος στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
    Το 1497, στις 8 Ιουλίου, ο Βάσκο ντα Γκάμα απέπλευσε από την Λισσαβώνα με 4 πλοία και 169 άνδρες για πλήρωμα. Με ενδιάμεσους σταθμούς τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου και την Αγία Ελένη έφτασε στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στις 8 Νοεμβρίου. Από εκεί και πέρα οι δυσκολίες της αποστολής άρχισαν να μεγαλώνουν, με σημαντικότερη την ασθένεια των ανδρών του από σκορβούτο λόγω έλλειψης νωπής τροφής και λαχανικών. Τον Μάρτιο του 1498 έφτασε στην Μοζαμβίκη και στις 12 Απριλίου έφτασε στο Μαλίντι της σημερινής Κένυας. Από εκεί με την βοήθεια πλοηγού που του παραχώρησε ο τοπικός φύλαρχος ξεκίνησε για το Καλικούτ της Ινδίας όπου έφτασε τον Μάιο του 1498. Το 1499 επέστρεψε στην Πορτογαλία έχοντας συνάψει σημαντικές εμπορικές συνθήκες με τους Ινδούς ηγεμόνες και τιμήθηκε από τον Βασιλιά της Πορτογαλίας Εμμανουήλ Α΄ με τον τίτλο του Ναυάρχου των Ινδιών. Από τους 170 άντρες που είχαν ξεκινήσει, μόνο 45 επέζησαν.
    Ο Πορτογάλος βασιλιάς υποδέχθηκε θριαμβευτικά τους επιζήσαντες, έκοψε ένα αναμνηστικό χρυσό νόμισμα και έχτισε μια μεγάλη εκκλησία και ένα μοναστήρι. Μολονότι οι απώλειες του ταξιδιού σε ανθρώπινα θύματα ήταν μεγάλες και τα λίγα εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν από την Ινδία δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν με κανένα τρόπο τα έξοδα της επιχείρησης, η αποστολή είχε εκπληρώσει το σκοπό της. Οι Πορτογάλοι είχαν φτάσει στις Ινδίες κάνοντας τον περίπλου της Αφρικής, γεγονός που δικαίωνε, αναμφισβήτητα, όλους τους μόχθους και τις δαπάνες ενός αιώνα.

  Ο Βάσκο ντα Γκάμα πραγματοποίησε δύο ακόμη αποστολές στις Ινδίες, το 1502 και το 1524. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αποστολής, κι ενώ βρισκόταν στην πόλη Κοτσίν της Ινδίας, ο μεγάλος θαλασσοπόρος πέθανε.
   Γεννήθηκε στο Σίνες της Πορτογαλίας το 1469 και ήταν απόγονος παλιάς οικογένειας ευγενών. Καθώς από νωρίς διακρίθηκε για τις ναυτικές του ικανότητες, το 1487 ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Ιωάννης Β΄ του ανέθεσε εξερευνητική αποστολή που σαν σκοπό της είχε την ανακάλυψη θαλάσσιου δρόμου για την Ινδία κάνοντας τον περίπλου της Αφρικής.
    Για μια δεκαετία περίπου οι προσπάθειες του ήταν χωρίς επιτυχία. Το 1488 ο Βαρθολομαίος Ντιάζ τον πρόλαβε και έφτασε πρώτος στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
    Το 1497, στις 8 Ιουλίου, ο Βάσκο ντα Γκάμα απέπλευσε από την Λισσαβώνα με 4 πλοία και 169 άνδρες για πλήρωμα. Με ενδιάμεσους σταθμούς τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου και την Αγία Ελένη έφτασε στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στις 8 Νοεμβρίου. Από εκεί και πέρα οι δυσκολίες της αποστολής άρχισαν να μεγαλώνουν, με σημαντικότερη την ασθένεια των ανδρών του από σκορβούτο λόγω έλλειψης νωπής τροφής και λαχανικών. Τον Μάρτιο του 1498 έφτασε στην Μοζαμβίκη και στις 12 Απριλίου έφτασε στο Μαλίντι της σημερινής Κένυας. Από εκεί με την βοήθεια πλοηγού που του παραχώρησε ο τοπικός φύλαρχος ξεκίνησε για το Καλικούτ της Ινδίας όπου έφτασε τον Μάιο του 1498. Το 1499 επέστρεψε στην Πορτογαλία έχοντας συνάψει σημαντικές εμπορικές συνθήκες με τους Ινδούς ηγεμόνες και τιμήθηκε από τον Βασιλιά της Πορτογαλίας Εμμανουήλ Α΄ με τον τίτλο του Ναυάρχου των Ινδιών. Από τους 170 άντρες που είχαν ξεκινήσει, μόνο 45 επέζησαν.
    Ο Πορτογάλος βασιλιάς υποδέχθηκε θριαμβευτικά τους επιζήσαντες, έκοψε ένα αναμνηστικό χρυσό νόμισμα και έχτισε μια μεγάλη εκκλησία και ένα μοναστήρι. Μολονότι οι απώλειες του ταξιδιού σε ανθρώπινα θύματα ήταν μεγάλες και τα λίγα εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν από την Ινδία δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν με κανένα τρόπο τα έξοδα της επιχείρησης, η αποστολή είχε εκπληρώσει το σκοπό της. Οι Πορτογάλοι είχαν φτάσει στις Ινδίες κάνοντας τον περίπλου της Αφρικής, γεγονός που δικαίωνε, αναμφισβήτητα, όλους τους μόχθους και τις δαπάνες ενός αιώνα.

  Ο Βάσκο ντα Γκάμα πραγματοποίησε δύο ακόμη αποστολές στις Ινδίες, το 1502 και το 1524. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αποστολής, κι ενώ βρισκόταν στην πόλη Κοτσίν της Ινδίας, ο μεγάλος θαλασσοπόρος πέθανε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ''ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑΣ''

Γεια σας μανούλες!!! Θα ήθελα να σας πω και εγώ την προσωπική μου ιστορία..
Μετά από δυο χρόνια σχέσης με τον αντρούλη μου και μετά από μια πολύ μεγάλη απόφαση, κατεβαίνω στην Αθήνα για να βρω εκεί δουλειά. Δεν μας πείραζε τόσο η απόσταση, γιατί ο άντρας μου είναι ναυτικός και μόλις είχε τελειώσει τη σχολή του και περιμέναμε ότι από μέρα σε μέρα θα τον καλέσουν για να φύγει ταξίδι.
Μένω δυο μήνες στην Αθήνα και γυρίζω στην πόλη μου για να εκπληρώσω τα εκλογικά μου καθήκοντα και να δώ την οικογένεια μου. Μετά από δυο μέρες ξανά γυρίζω στην Αθηνά γιατί έπρεπε να επιστρέψω στη δουλειά. Ο άντρας μου εξακολουθούσε να μένει στη πόλη μας με τους γονείς του (είχαμε σχέση ακόμα, δεν ήμασταν παντρεμένοι) και πηγαινοερχόταν Αθηνά-επαρχία. Όλα αυτά με τη συμφωνία ότι όταν θα γύριζε από το ταξίδι του, θα γύριζα και εγώ πίσω για να αρραβωνιαστούμε.

Μετά από δυο μήνες, κρατώ στα χέρια μου ένα θετικό τεστ εγκυμοσύνης.
Συναισθήματα;; Ανάμικτα! Χαρά. Φόβος, απελπισία, ευτυχία.
Παίρνω τηλέφωνο τον αντρούλη μου να του το ανακοινώσω. Η αντίδραση του ψύχραιμη, μου ζήτησε να γυρίσω για να το ανακοινώσουμε στους γονείς μας και να παντρευτούμε πριν τον καλέσουν για να φύγει ταξίδι. Και έτσι έγινε. Οι αντιδράσεις ήταν πολύ καλές.
Παντρευόμαστε μετά από ένα μήνα και στον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης μου, καλούν τον άντρα μου να μπαρκάρει. Είναι αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού και ήξερα πως θα λείπει για πολύ καιρό… Κλάμα, στενοχώρια και χαρά που ο άντρας μου είχε επιτέλους δουλειά.
Είχα μια πολύ καλή εγκυμοσύνη, με τα πεθερικά μου, τους γονείς μου και την αδελφή μου συνέχεια δίπλα μου. Στον υπέρηχο β’ επίπεδου μαθαίνω πως θα κάνουμε αγοράκι. Απίστευτη χαρά, ο άντρας μου ήθελε τόσο πολύ να κάνουμε αγοράκι! Μαθαίνω επίσης ότι το μικρό μου έχει ηχογενή εστία,  τρόμαξα, έκλαψα, στενοχωρήθηκα και πόνεσα πολύ. Πόνεσα γιατί δεν είχα τον άντρα μου δίπλα μου να με καθησυχάσει, να είναι μαζί μου. Οι γιατροί με καθησύχασαν ότι δεν είναι τίποτα και ότι στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης μου θα φύγει από μόνο του αυτό το μικρόβιο που βρήκαν στην καρδούλα του, όπως και έγινε. Όλα πήγαν καλά!!!
Και έρχεται η προκαθορισμένη ημερομηνία τοκετού. 1/8/11. Μπαίνω στο νοσοκομείο, αλλά τίποτα, το μωράκι μου δεν έλεγε να κατέβει. Στις 3/8/11 μετά από καισαρική τομή στις 10:35 ακούω το πρώτο κλάμα του μωρού μου. Η πιο μαγική στιγμή της ζωής μου. Έγινα μαμά!!!
Ήταν δίπλα μου όλοι, εκτός από τον άντρα μου. Έφερα στον κόσμο το πρώτο μας παιδάκι μονη μου, ήξερα ότι έλειπε από κοντά μας λόγω δουλειάς και  όχι λόγω επιλογής και αυτό με παρηγορούσε. (Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στην αδελφή μου που δεν με άφησε δευτερόλεπτο μονή μου και που ήταν μαζί μου σε όλους μου τους υπέρηχους, με στήριξε και με βοήθησε παρά πολύ… Μπορεί να μην της το λέω συχνά , αλλά την αγαπάω πάρα πολύ)
18 μέρες μετά την γέννηση του μωρού μας ο άντρας μου ήρθε… Ένα υπέροχο συναίσθημα, ήμασταν επιτέλους όλοι μαζί. Δεν θα ξεχάσω το πώς κοιτούσε το μωρό. Ήταν μια ώρα πάνω από την κούνια του και τον χάζευε χωρίς να πει κουβέντα.
Ο γιος μου είναι ότι πιο μαγικό και υπέροχο μου έχει συμβεί. Είναι όλη μου  η ζωή. Ευχαριστώ πολύ τον αντρούλη μου που με έκανε μαμά, που με αγαπάει και κάνει τα πάντα για να μην λείπει τίποτα από τη οικογένεια του. Ευχαριστώ αυτό το θείο δώρο που ήρθε στη ζωή μας και μας έκανε ευτυχισμένους.
Μικρό μου, θα είμαι πάντα εκεί για σένα να σε μεγαλώνω, να σε φροντίζω και να σε αγαπάω όσο τίποτα άλλο στο κόσμο!
Συγγνώμη αν σας κούρασα. Ο μικρός μου πρίγκιπας σε λίγες μέρες έχει τα πρώτα του γενέθλια και ο μπαμπάκας μας πάλι λείπει σε ταξίδι.
Να ξέρεις πως σ’ αγαπάμε πολύ. Πως σε όποια ήπειρο και να είναι ο μπαμπάς σου, πάντα το μυαλό και η καρδιά του θα είναι εδώ σε εσένα. Σε εμάς!!!
μαμά Ηρώ
Πηγή:  http://www.eimaimama.gr

Τα 10 καταστροφικότερα ναυάγια στην ιστορία. Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Με αφορμή το θλιβερό ναυάγιο του Costa Concordia, θυμόμαστε τα ανθρώπινα λάθη που κόστισαν τις περισσότερες ζωές στη θάλασσα.
Αυτόματα, κάθε φορά που κάποιο δυστύχημα συμβαίνει στη θάλασσα, μνημονεύουμε τον Τιτανικό, που το 1912 πήρε μαζί του στα βάθη του Βόρειου Αταλαντικού 1.517 ψυχές. Είναι λογικό. Το γεγονός ότι ήταν το παρθενικό ταξίδι ενός από τα θαύματα της ναυσιοπλοΐας, ο ατέλειωτος κατάλογος πλουσίων και σημαντικών ανθρώπων που χάθηκαν, κυρίως Βρετανών και Αμερικανών πολιτών (των υπερδυνάμεων, δηλαδή, της εποχής), η δραματοποίηση του ναυαγίου τόσες φορές στον κινηματογράφο και την λογοτεχνία, το έχουν καταστήσει σύμβολο της καταστροφής στην θάλασσα. Ήταν η πρώτη παρομοίωση που ανέβηκε στα χείλη όλων με το που μάθαμε για το δυστύχημα του Costa Concordia στην Τοσκάνη.

Το εντυπωσιακό όμως είναι πως ο Τιτανικός είναι μόλις το πέμπτο πιο μεγάλο δυστύχημα –από άποψης χαμένων ανθρωπίνων ζωών- που έχει συμβεί εν καιρώ ειρήνης. Ας ρίξουμε μια ματιά στον θλιβερό αυτόν κατάλογο. Πρόκειται για μια λίστα, στην ουσία, απίστευτων ανθρωπίνων λαθών που κόστισαν χιλιάδες ζωές. Μεγάλα ναυάγια είχαμε και κατά την διάρκεια των πολέμων από επιθέσεις εχθρικών πλοίων ή αεροπλάνων. Αλλά η φρίκη στον πόλεμο είναι αναμενόμενη. Σε καιρό ειρήνης όμως και μάλιστα σε ένα ταξίδι με το πλοίο, σε μια ανέμελη θεωρητικά στιγμή, είναι που ένα τέτοιο δυστύχημα σαν τα παρακάτω ή σαν το πρόσφατο στα ανοικτά της Τοσκάνης, μάς μαυρίζει την ψυχή.


10. SS Eastland, Σικάγο, 1915: 845 νεκροί


Από το πρώτο του κιόλας ταξίδι, το 1903, το επιβατηγό SS Eastland έπαιρνε κλίση εν πλω. Γι’ αυτό και σύντομα το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά στα πιο ήρεμα νερά των μεγάλων αμερικανικών λιμνών Μίσιγκαν, Superior και Huron, όπου έκανε κρουαζιέρες, με αφετηρία το λιμάνι του Σικάγο. Το 1915, λόγω και του δυστυχήματος του Τιτανικού τρία χρόνια νωρίτερα, ο Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον είχε περάσει ένα νόμο που ενέτεινε τα μέτρα ασφαλείας στα επιβατηγά πλοία. Η ειρωνία είναι πως ο νόμος αυτός οδήγησε στην καταστροφή το SS Eastland. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία υποχρεωνόταν να αυξήσει τις σωστικές λέμβους. Λόγω του σχεδιασμού του πλοίου, αυτές έπρεπε να τοποθετηθούν στο επάνω μέρος του, ψηλώνοντας έτσι το κέντρο βάρους. Στις 24 Ιουλίου του 1915 το SS Eastland και δύο ακόμη κρουαζιερόπλοια των λιμνών μισθώθηκαν από την εταιρεία ηλεκτρικού του Σικάγο για να πάνε ημερήσια εκδρομή τους υπαλλήλους της στο Μίσιγκαν Σίτι. Για τους φτωχούς εργάτες αυτή ήταν μια μοναδική εμπειρία, αφού εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν άδειες και διακοπές. Μόνο που η διασκέδαση σύντομα μετατράπηκε σε τραγωδία. Με το που γέμισε το SS Eastland (με 2.712 ανθρώπους, όταν ο Τιτανικός είχε βουλιάξει με 2.223) άρχισε να γέρνει, μέσα στο λιμάνι, προς την αντίθετη μεριά από αυτήν της αποβάθρας. Οι επιβάτες στην αρχή γελούσαν, αλλά μέσα στα επόμενα δεκαπέντε λεπτά η κλίση ήταν τόσο έντονη που οι μηχανές αδυνατούσαν να την επαναφέρουν και η αποβίβασή τους πίσω στην αποβάθρα ήταν αδύνατη. Ξαφνικά το πλοίο άρχισε να βουλιάζει, με αποτέλεσμα να χαθούν 845 άνθρωποι, σχεδόν όλοι όσοι δεν είχαν προλάβει να ανεβούν στο κατάστρωμα. Το γεγονός ότι επρόκειτο κυρίως για φτωχούς ανατολικοευρωπαίους εργάτες έκανε το δυστύχημα να περάσει απαρατήρητο ακόμη και στις ΗΠΑ, σε σχέση με το ναυάγιο του Τιτανικού, 3 χρόνια νωρίτερα.
9. MS Estonia, Βαλτική Θάλασσα, 1994: 852 νεκροί



Ένα μεγάλο φέρι μποτ που ναυπηγήθηκε το 1979 στην Γερμανία, ήταν το 1994 το μεγαλύτερο του εσθονικού στόλου και έφερε περήφανο το όνομα της χώρας. Εξυπηρετούσε τη γραμμή Ταλίν – Στοκχόλμη και το βράδυ της 27ης Σεπτεμβρίου έφυγε με 989 ανθρώπους (πλήρωμα και επιβάτες) από την εσθονική πρωτεύουσα με προγραμματισμό να φθάσει στην Σουηδία στις 9 το επόμενο πρωί. Κατά τα μεσάνυκτα πέτυχε καταιγίδα στη μέση της Βαλτικής Θάλασσας, αλλά την ξεπέρασε χωρίς πρόβλημα και συνέχισε το ταξίδι του. Στη 1:15, όμως, ο καταπέλτης του φέρι που προφανώς είχε υποστεί ζημιά κατά την διάρκεια της καταιγίδας, χωρίς να το αντιληφθεί το πλήρωμα, αποκολλήθηκε και το πλοίο άρχισε να βάζει νερά σε τεράστιες ποσότητες. Επτά λεπτά αργότερα στάλθηκε SOS και στη 1:50 το MS Estonia χάθηκε από τα ραντάρ! Είκοσι λεπτά αργότερα έφθασε στον τόπο του συμβάντος το πρώτο πλοίο που έλαβε το SOS, αλλά κατάφερε να περισυλλέξει μόνο 137 ανθρώπους. Οι υπόλοιποι 852 πιάστηκαν στον ύπνο και βούλιαξαν μαζί με το φέρι.8. MS Al-Salam Boccacio 98, Ερυθρά Θάλασσα, 2006: 1.000 νεκροί


Στις 3 Φεβρουαρίου του 2006 το φέρι μποτ ξεκίνησε από την Σαουηδική Αραβία για να περάσει απέναντι στην Αίγυπτο, μεταφέροντας περίπου 1400 άτομα. Λίγο μετά την αναχώρησή του ξέσπασε φωτιά και οι αντλίες που χρησιμοποιήθηκαν για να την σβήσουν όχι μόνο δεν βοήθησαν, αλλά προκάλεσαν μεγαλύτερο πρόβλημα: Ήταν χαλασμένες, με αποτέλεσμα το νερό που τραβούσαν από τη θάλασσα να γεμίζει το αμπάρι του πλοίου. Όταν άρχισε να παίρνει κλίση, ο καπετάνιος επιχείρησε να επιστρέψει στην Σαουηδική Αραβία, αλλά η απόσταση ήταν περίπου 62 ναυτικά μίλια. Δεν είναι γνωστό γιατί δεν εξέπεμψε SOS, πάντως περαστικά πλοία ειδοποίησαν τις αρχές. Ωστόσο η Αίγυπτος αρνήθηκε να λάβει βοήθεια από τα ισραηλινά πολεμικά πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή και απευθύνθηκε μόνο στα αμερικανικά, τα οποία ήταν αρκετά μακριά και δεν πρόλαβαν να σώσουν παρά μόνο 400 επιβάτες.
7. RMS Εmpress of Ireland, Κεμπέκ, 1914: 1.012 νεκροί


Ο ποταμός Σεντ Λόρενς εκβάλει στον Ατλαντικό Ωκεανό στα βόρεια του Κεμπέκ και τον ενώνει με τη Λίμνη Οντάριο των καναδοαμερικανικών συνόρων (βρίσκεται στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης). Το υπερωκεάνειο RMS Empress of Ireland ξεκίνησε στις 28 Μαΐου του 1914 από την καναδική πόλη με 1.477 επιβάτες και προορισμό το Λίβερπουλ για να συναντήσει το απόγευμα βαριά ομίχλη όσο ακόμη βρισκόταν στα νερά του ποταμού. Ένα μικρό νορβηγικό ανθρακοφόρο πλοίο, το Storstad, έπεσε με ορμή επάνω του και τού άνοιξε μια τρύπα διαμέτρου περίπου 5 μέτρων στη μία πλευρά. Το υπερωκεάνιο βούλιαξε σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, παρασύροντας στον πάτο του ποταμού 1.012 ψυχές.
6. The General Slocum, Νέα Υόρκη, 1904: 1.021 νεκροί


Επρόκειτο για ένα μεγάλο ατμόπλοιο που εκτελούσε εκδρομές στις παραλίες γύρω από τη Νέα Υόρκη. Στις 15 Ιουνίου του 1904, μισθωμένη από την Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία του Αγίου Μάρκου, φόρτωσε 1.300 γυναίκες και παιδιά και ξεκίνησε για το Λονγκ Άιλαντ. Τα ανθρώπινα λάθη ήταν εγκληματικά. Το πλοίο βρισκόταν σε φάση ανακαίνισης, υπήρχαν επάνω του εύφλεκτα υλικά βαφής και οι σωστικές λέμβοι είχαν μόλις περαστεί μπογιά και βρίσκονταν δεμένες σε σημεία όπου δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, για να στεγνώσουν. Επίσης, ποτέ δεν είχαν ελεγχθεί τα σωσίβια, στα 13 χρόνια που χρησιμοποιούσαν το πλοίο, τα οποία αποδείχθηκε ότι ήταν προβληματικά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όταν ξέσπασε φωτιά, ο καπετάνιος αρνήθηκε να γυρίσει στη Νέα Υόρκη, θεωρώντας ότι θα το πλήρωμα θα την έσβηνε γρήγορα, συνέχισε προς το Λονγκ Άιλαντ όπου ισχυροί άνεμοι την αναζωπύρωσαν. Κολύμπι δεν ήξεραν ούτε 300 από τους επιβάτες. Οι μητέρες άρχισαν να φορούν τα σωσίβια στα παιδιά τους, μήπως καταφέρουν τουλάχιστον να τα σώσουν από τη φωτιά, τα πετούσαν στην θάλασσα και τα έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους να βουλιάζουν, ανήμπορες να αντιδράσουν.
5. RMS Titanic, Βόρειος Ατλαντικός, 1912: 1.517 νεκροί


Το πιο πολυμνημονευμένο ναυάγιο όλων των εποχών συνέβη στις 14 Απριλίου του 1912, όταν το υπερωκεάνιο, στο παρθενικό του ταξίδι από του Σαουθάμπτον στη Νέα Υόρκη, προσέκρουσε σε ένα παγόβουνο και βυθίστηκε μέσα σε ελάχιστες ώρες. 1.517 από τους 2.223 επιβάτες και πλήρωμα χάθηκαν στα βάθη του ωκεανού ή ξεψύχησαν στα παγωμένα νερά μέχρι να τους βρουν τα πλοία που έσπευσαν σε βοήθεια.
4. Tek Sing, Θάλασσα της Νότιας Κίνας, 1822: 1.600 νεκροί

Ένα μεγάλο κινεζικό ιστοπλοϊκό, περίπου σαν αυτό της φωτογραφίας, υπερφορτωμένο από κόσμο, ταξίδευε τον Φεβρουάριο του 1822 νοτιοανατολικά της κορεατικής χερσονήσου. Ο καπετάνιος προσπάθησε να κόψει δρόμο, περνώντας από αχαρτογράφητα νερά κοντά στο Βόρνεο, κτύπησε έναν ύφαλο και το πλοίο βούλιαξε. Οι επιβάτες βούτηξαν στο νερό, αλλά εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε SOS και η περιοχή δεν ήταν πολυσύχναστη. Το πρώτο πλοίο που πέρασε ήταν ένα αγγλικό, μόλις την επόμενη ημέρα, και κατάφερε να περισυλλέξει 400 ναυαγούς. Οι υπόλοιποι πνίγηκαν, πέθαναν από υποθερμία ή κατασπαράχτηκαν από τους καρχαρίες.

3. Sultana, Μισισιπής, 1865: 1.800 νεκροί


Το ναυάγιο του ποταμόπλοιου Sultana συνέβη μεν κατά την διάρκεια πολέμου (του αμερικανικού εμφυλίου), με θύματα στρατιώτες, ωστόσο δεν ήταν ένα πολεμικό συμβάν. Το αντίθετο, μάλιστα: Ο πόλεμος βρισκόταν στα τελειώματά του και οι Νότιοι είχαν απελευθερώσει τους περισσότερους από τους αιχμαλώτους και τους έστελναν πίσω στο Βορρά. Η κυβέρνηση των Βορείων μίσθωσε το Sultana για να μεταφέρει κάποιους από αυτούς μέσω του ποταμού Μισισιπή στην πολιτεία του Οχάιο. Αλλά η μοίρα τα έφερε να μην προλάβουν να γιορτάσουν τη νίκη τους. Αυτό που γλίτωσαν στις μάχες, τουύς βρήκε από την έκρηξη της μιας από τις ατμομηχανές του πλοίου. Από τους 2.400 επιβάτες, οι 1.800 σκοτώθηκαν είτε επιτόπου, από την ισχυρή έκρηξη, είτε πνίγηκαν όταν βυθίστηκε το πλοίο, στα ανοικτά του Μέμφις.
2. MV Le Joola, Σενεγάλη, 2002: 1.863 νεκροί

Ένα μικρό φέρι μποτ, σχεδιασμένο για να μεταφέρει 580 επιβάτες και πλήρωμα, ξεκίνησε στις 26 Σεπτεμβρίου του 2002 από το Ζιγκανσώ με κατεύθυνση το Ντακάρ, με 2.000 ανθρώπους επάνω του! Δεν έφθανε όμως ότι ήταν τρεις φορές υπερφορτωμένο, αλλά ο καπετάνιος προτίμησε να ακολουθήσει την πιο σύντομη διαδρομή, την απόλυτη ευθεία ανάμεσα στις δύο σενεγαλικές πόλεις, βγαίνοντας στα ανοικτά, αντί να κινηθεί κοντά στην ακτογραμμή. Εκεί πέτυχε φουρτούνα, με αποτέλεσμα το πλοίο να αναποδογυρίσει, μέσα σε πέντε μόλις λεπτά. Ήταν μετά τα μεσάνυκτα και οι ελάχιστοι τυχεροί που βρίσκονταν στο κατάστρωμα έπεσαν στην θάλασσα και στη συνέχεια σκαρφάλωσαν στην κοιλιά του πλοίου, ακούγοντας τους συνανθρώπους τους να πνίγονται από κάτω τους. Το Le Joola έμεινε έτσι για 12 ώρες, ωστόσο σωστικά πλοία κατέφθασαν μόλις το πρωί, λίγο πριν βουλιάξει τελικά. Και δεν μπόρεσαν να διασώσουν κανέναν απ’ όσους βρίσκονταν μέσα του...
1. MV Dona Paz, Φιλιππίνες, 1987: 4.375 νεκροί


Για να συμβεί το τραγικότερο δυστύχημα όλων των εποχών, έπρεπε να ισχύσει ο νόμος του Μέρφι σε όλο του το μεγαλείο. Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε στην περίπτωση του φέρι μποτ Dona Paz, στις 20 Δεκεμβρίου του 1987. Ο αριθμός των νεκρών είναι πραγματικά εξωπραγματικός, κάνοντας την τραγωδία αυτή όχι μόνο το μεγαλύτερο ναυτικό δυστύχημα στην Ιστορία, αλλά ένα από τα μεγαλύτερα γενικώς. Μόνο σεισμοί και τσουνάμι το έχουν ξεπεράσει. Κι όμως, παρά το απίστευτο αυτό γεγονός, συνέβησαν κι άλλα μεγάλα δυστυχήματα στην θάλασσα μετά από αυτό, αποδεικνύοντας ότι ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από τα λάθη του. Παίζει, βέβαια, ρόλο πως το συμβάν δεν πήρε ποτέ την δημοσιότητα του ναυαγίου του Τιτανικού –είναι άλλο να πεθαίνουν πλούσιοι Βρετανοί και Αμερικανοί και άλλο φτωχοί Φιλιππινέζοι. Ας δούμε όμως τα τραγικά λάθη που οδήγησαν στην συγκλονιστική αυτή τραγωδία:

Κατ’ αρχάς οι επιβάτες, όπως καταλαβαίνει κανείς από τον αριθμό των νεκρών, ήταν υπεράριθμοι σε τεράστιο βαθμό. Το πλοίο μπορουσε να μεταφέρει 1.424 ανθρώπους και πλήρωμα, αλλά εκείνη την ημέρα είχε πάνω του περισσότερους από 4.400! Δεν έφθανε αυτό, αλλά το πλοίο συγκρούσθηκε κιόλας, στην διαδρομή από το Τακλομπάν στη Μανίλα, με ένα μικρό τάνκερ, στο οποίο ξέσπασε αμέσως φωτιά που σύντομα μεταδόθηκε και στο φέρι. Ήταν νύχτα, οπότε οι περισσότεροι επιβάτες κοιμόντουσαν. Ακόμη όμως κι αυτοί που ήταν ξύπνιοι, δεν είχαν περισσότερες ελπίδες. Το πλοίο βυθίστηκε σε δύο ώρες από τη ώρα που ξέσπασε η φωτιά και οι περισσότεροι βούτηξαν στο νερό.

Η θάλασσα μπορεί να μην ήταν πολύ κρύα παρ’ ότι βρισκόμασταν στην καρδιά του Δεκέμβρη, λόγω του γεωγραφικού πλάτους της, αλλά φιλοξενούσε έναν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο: τους καρχαρίες. Οι φιλιππινέζικες αρχές έμαθαν για το συμβάν οκτώ ολόκληρες ώρες μετά και... άργησαν άλλες οκτώ ώρες μέχρι να οργανώσουν μια σωστική αποστολή! Τελικά σώθηκαν μόλις 21 επιβάτες του Dona Paz και οι 13 που αποτελούσαν το προσωπικό του Vector. Από τα πτώματα που περισυνελέγησαν, μόνο 21 μπόρεσαν να ταυτοποιηθούν και από αυτά μόνο ο ένας είχε εισιτήριο για το πλοίο, κάνοντας τις αρχές να πιστεύουν ότι είναι πιθανόν το πραγματικό νούμερο των υπεράριθμων επιβατών και άρα και των νεκρών να είναι ακόμη μεγαλύτερο!