Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.3.16

ΓΙΟΧΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΧ ο κορυφαίος μουσουργός. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο κορυφαίος μουσουργός Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ Ο «ποιητής των ήχων», ο σπουδαιότερος συνθέτης του μπαρόκ! https://www.youtube.com/watch?v=6JQm5aSjX6g

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι πέραν αμφιβολίας από τις χαρακτηριστικότερες φυσιογνωμίες της μουσικής ιστορίας: όχι μόνο μας χάρισε ανεπανάληπτα αριστουργήματα, αλλά αποτέλεσε ταυτοχρόνως την πηγή απ' όπου ξεπήδησε η κλασική εποχή των μεγάλων μουσικών συνθέσεων.

Τι να πρωτοπεί άλλωστε κανείς για τον άνθρωπο που πίστευε ότι η μουσική υπάρχει μόνο για να υμνεί τον Θεό και να αγαλλιάζει την ψυχή;
Τον έχουν χαρακτηρίσει «ποιητή των ήχων», «παμμέγιστο», «ασυμβίβαστο», «μυστηριώδη», αυτός ήταν ο κορυφαίος συνθέτης που ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη θρησκευτική αποστολή της μουσικής, ένας άνθρωπος που ευγνωμονούσε διαρκώς τον Θεό παρά τις δοκιμασίες στις οποίες θα υποβαλλόταν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η θρησκευτικότητα, η μουσική και ο θάνατος σημαδεύουν τον Μπαχ από την αρχή ως το τέλος της ζωής και του έργου του, με τη δύναμη της ψυχής, το σθένος και τη δημιουργικότητά του να μην κάμπτονται από τις δυσκολίες, αλλά να χαλυβδώνουν πεισμώνοντας την ψυχή του και να συνεχίζει να παράγει έργο, ευχαριστώντας τον Θεό και συγχωρώντας τους ανθρώπους.
Ο σεβασμός που έτρεφε εξάλλου ο Μπετόβεν προς τον άνθρωπο που μας χάρισε τα «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» συνοψίζεται στο αγαπημένο του λογοπαίγνιο: «Δεν έπρεπε να ονομάζεται Μπαχ («ρυάκι» στα γερμανικά), αλλά Ποταμός!».
Κι αυτό ακριβώς το σχόλιο περιγράφει ιδανικά τόσο τον ήρεμο, ευσεβή και δυναμικό χαρακτήρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ όσο και την ταπεινοφροσύνη του μεγαλοφυούς αυτού συνθέτη, που συνήθιζε να υποσημειώνει σε κάθε έργο του «Soli Deo Gloria» (Μόνο στον Θεό η Δόξα)...
Πρώτα χρόνια

Γεννημένος στο Άιζεναχ της Γερμανίας την 21η Μαρτίου 1685, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μεγαλώνει μέσα σε πολυπληθή οικογένεια (8 παιδιά) με μακρά μουσική παράδοση, που πήγαινε μάλιστα πολλές γενιές πίσω στον χρόνο: ο πατέρας του ήταν διευθυντής στην τοπική ορχήστρα και είναι αυτός που θα μυήσει τον μικρό στο βιολί από πολύ τρυφερή ηλικία.
Όταν έκλεισε τα 7 του χρόνια, ο Μπαχ φοίτησε στα προπαρασκευαστικά σχολεία της εποχής, λαμβάνοντας θρησκευτική εκπαίδευση και μαθαίνοντας λατινικά, κατά τα παιδαγωγικά πρότυπα της εποχής. Η λουθηρανική πίστη της οικογένειας επηρέασε τόσο τη ζωή όσο και το κατοπινό έργο του μεγάλου συνθέτη.
Σε ηλικία 10 ετών, θα γνωρίσει από πρώτο χέρι την τραγικότητα της απώλειας: ο Μπαχ μένει ορφανός και από τους δύο γονείς του (χάνει και τρία ακόμα από τα αδέλφια του), από την επιδημία πανώλης που χτύπησε την Ευρώπη, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, εκκλησιαστικός οργανοπαίκτης, τον παίρνει μαζί του. Αφού τον γράψει στο νέο του σχολείο, του παρέχει ακόμα περισσότερη μουσική εκπαίδευση. Ο Μπαχ θα μείνει στο πλευρό της οικογένειας του αδελφού του μέχρι την ηλικία των 15.
Ο ίδιος διέθετε ταυτοχρόνως καταπληκτική φωνή και λάμβανε μέρος στις σχολικές χορωδίες. Κι όταν μεγάλωσε και η χαρακτηριστική υψίφωνη χροιά του τον εγκατέλειψε, ο Μπαχ θα έπαιρνε πλέον μέρος στις ορχήστρες ως σολίστ μουσικών οργάνων!
Κι έτσι, το νέο φυντάνι της μεγάλης μουσικής οικογένειας των Μπαχ εξασφαλίζει το 1703 την πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική: προσλαμβάνεται ως δόκιμος οργανοπαίκτης στην αυλή του δούκα της Βαϊμάρης, Johann Ernst. Εκεί είναι που θα επιδείξει το τρομακτικό του ταλέντο λειτουργώντας ταυτοχρόνως ως άνθρωπος-ορχήστρα για όλες τις μουσικές δουλειές, αντικαθιστώντας επάξια όποιον από τους επαγγελματίες βιολιστές έλειπε...
Πρώιμη καριέρα
Σύντομα η φήμη του ως σολίστ γιγαντώθηκε και ήταν χάρη στην ασύλληπτη δεξιοτεχνία του που θα εξασφάλιζε θέση στη Νέα Εκκλησία του Άρνσταντ. Επιφορτισμένος πια με το έργο της μουσικής επένδυσης των εκκλησιαστικών λειτουργιών, υπηρετεί ταυτοχρόνως και ως δάσκαλος μουσικής, αν και αποδεικνύεται πλημμελής στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα, κάνοντας τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους να κατσαδιάζουν συχνά τον 18χρονο νεαρό για το γεγονός ότι δεν έκανε συχνές πρόβες με την παιδική χορωδία του.
Ο Μπαχ δεν βελτίωσε την επαγγελματική του κατάσταση όταν εξαφανίστηκε για αρκετούς μήνες το 1705: έχοντας πάρει άδεια λίγων εβδομάδων, ταξιδεύει σε γειτονική πόλη για να απολαύσει τον φημισμένο μουσικό της εποχής Dietrich Buxtehude και παρατείνει τις διακοπές του χωρίς να ενημερώσει κανέναν για να μαθητεύσει δίπλα του! Κι έτσι το 1707 αναλαμβάνει ανακουφισμένος τη νέα του θέση στην εκκλησία του Μιλχάουζεν, αφήνοντας πίσω του τις περιπέτειες του Άρμσταντ. Την ίδια εποχή αρχίζει να γράφει δικές του συνθέσεις, όπως το πρώιμο αριστούργημά του «Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα» (BWV 565)...
Σύντομα όμως και η νέα του θέση θα διακυβευόταν: το μουσικό στιλ του Μπαχ δεν συμβάδιζε με τις επιλογές του πάστορα και η ρήξη εγκαθιδρύθηκε στις σχέσεις τους. Ο συνθέτης δημιουργούσε περίπλοκες μελωδίες μπλέκοντας διαφορετικά στιλ και μελωδικές γραμμές, την ίδια ώρα που ο πάστορας ήθελε την εκκλησιαστική μουσική απλούστερη.
Παρά τις αψιμαχίες, ο Μπαχ δουλεύει ακούραστα τα δικά του πονήματα, παράγοντας έργο σημαντικό. Από τις συνθέσεις της περιόδου ξεχωρίζει η περίφημη καντάτα του «Gott ist mein König» (BWV 71), ένα πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα μουσικό υπερθέαμα, για το οποίο ο Μπαχ έκανε το αδιανόητο μουσικά: χώρισε τα όργανα και τις φωνές σε ομάδες, δημιουργώντας διακριτά σύνολα εντός της σύνθεσης. Η στιγμή είναι καθοριστική για την εξέλιξη της δυτικής μουσικής!
Και βέβαια της ίδιας εποχής είναι και η άλλη αριστουργηματική καντάτα του «Actus Tragicus» (BWV 106)...
Δουλεύοντας στη βασιλική αυλή
Έπειτα από μόλις έναν χρόνο στο Μιλχάουζεν, με τη φήμη του πια σε νέα δυσθεώρητα επίπεδα, ο Μπαχ εξασφαλίζει θέση τακτικού πια οργανοπαίκτη στην αυλή του δούκα Wilhelm Ernst της Βαϊμάρης. Εκεί θα συγγράψει πολλές εκκλησιαστικές καντάτες και μια σειρά από τις καλύτερες συνθέσεις του για εκκλησιαστικό όργανο.
Κι αν πρέπει να μνημονεύσουμε μία και μόνο μία, αυτή θα ήταν η καντάτα «Herz und Mund und Tat» (BWV 147), που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής ήδη από τον καιρό της...
Πέρα βέβαια από τις μνημειώδεις καντάτες του, ο Μπαχ φιλοτεχνεί τις πρώτες φούγκες και πρελούδια, ενώ ταυτοχρόνως συγγράφει και εκπαιδευτικό βοήθημα εισαγωγής στο εκκλησιαστικό όργανο: το «Μικρό Βιβλίο Για Εκκλησιαστικό Όργανο» αφιερώνεται στον γιο του και γίνεται ανάρπαστο, λόγω του πρωτοποριακού διδακτικού του χαρακτήρα.
Το 1717, ο Μπαχ αποδέχθηκε νέα θέση, αυτή τη φορά κοντά στον πρίγκιπα Λεοπόλδο, ο δούκας όμως δεν το πήρε καθόλου καλά και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για να κρατήσει τον νεαρό μουσικό στη χορωδία του. Ακόμα και αν έπρεπε να τον φυλακίσει για να μη φύγει! Πράγμα που συνέβη φυσικά κι έτσι ο Μπαχ θα πέρασε αρκετές εβδομάδες στα μπουντρούμια του δούκα όταν προσπάθησε να το σκάσει από την πνιγερή αγκαλιά του.
Στις αρχές Δεκεμβρίου ωστόσο ο μουσουργός αποφυλακίζεται και του δίνεται η δυνατότητα να μετακομίσει στην αυλή του πρίγκιπα στο Κέτεν, ο οποίος ήταν μεγάλος λάτρης της μουσικής. Εκεί θα αναλάβει τη θέση του διευθυντή ορχήστρας, όντας πια στο ψηλότερο σκαλί της μουσικής του καριέρας.
Στο Κέτεν (1717-1723) θα γράψει μερικά από τα πλέον μνημειώδη έργα του, που θα θέσουν τις βάσεις της μπαρόκ μουσικής. Εδώ γεννιούνται πλήθος από σονάτες και σουίτες, εδώ οι εκκλησιαστικές καντάτες του αποκτούν κοσμικό χαρακτήρα, εδώ ολοκληρώνει τα αριστουργηματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» (BWV 1046, 1047, 1048, 1049, 1050 και 1051), αφιερωμένα στον δούκα του Βραδεμβούργου (1721).
Ταυτοχρόνως, εξελίσσει το διδακτικό του έργο, αφήνοντας παρακαταθήκη άλλα δύο εγχειρίδια μουσικής εκπαίδευσης, όντας πια στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας. Παρά την «εκκοσμίκευση» των συνθέσεών του, ο Μπαχ δεν παραλείπει να δηλώνει συνεχώς τη βαθιά προσήλωσή του στη θρησκεία και τον Θεό, υπογράφοντας τις παρτιτούρες του με το περίφημο λατινικό «I.N.J.» («Εις το Όνομα του Χριστού»).
Τη χρονιά ωστόσο που ο Μπαχ ολοκλήρωνε τα εμβληματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα», ο καλός του φίλος πια πρίγκιπας Λεοπόλδος παντρεύτηκε και η νέα του σύζυγος δεν εκτιμούσε καθόλου τη μουσική, απομακρύνοντας τον ευγενή τόσο από το πάθος του όσο και τον στενό του φίλο. Σύντομα ο πάλαι ποτέ φιλόμουσος πρίγκιπας θα διαλύσει την ορχήστρα του (1723) και ο Μπαχ θα αναγκαστεί έτσι να αναζητήσει αλλού δουλειά, χτυπημένος μάλιστα και από την απώλεια της πρώτης του συζύγου.
Πριν εγκαταλείψει βέβαια το Κέτεν, θα ολοκληρώσει τον πρώτο τόμο (από τους δύο) του περίφημου διδακτικού εγχειριδίου του «Το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο», μια τομή για την εκμάθηση των πληκτροφόρων οργάνων...
Η εποχή της Λειψίας
Με τη φήμη του πλέον να προηγείται, ο Μπαχ υπογράφει συμβόλαιο με εκκλησία της Λειψίας ως ο νέος οργανοπαίκτης και δάσκαλος της χορωδίας. Για τις ανάγκες της νέας του θέσης, ρίχνεται για άλλη μια φορά με τα μούτρα στη δουλειά, παράγοντας μια εκκλησιαστική καντάτα κάθε βδομάδα! Το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» (BWV 248), για παράδειγμα, είναι έργο της εποχής που αντικατοπτρίζει το μουσικό όραμα του συνθέτη για τη γέννηση του Χριστού.
Ταυτοχρόνως, δημιουργεί μουσικές μεταφράσεις της Βίβλου, τα περίφημα «Πάθη» του, που αντικατοπτρίζουν αποσπάσματα από τα ευαγγέλια και θεωρούνται κορυφαία στο είδος τους. Πολλά μάλιστα έχουν ενσωματωθεί στη λειτουργία της λουθηρανικής και καθολικής εκκλησίας, όπως τα «Πάθη του Ματθαίου» (BWV 244) που περιλαμβάνονται στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής...
Κατοπινά χρόνια
Μέχρι το 1740, ο Μπαχ πάλευε πια αμετάκλητα με τα προβλήματα όρασής του. Έχοντας ιστορικό μυωπίας, ο μουσουργός παρουσίασε σημαντική έκπτωση της όρασης (πιθανότατα από γλαύκωμα). Παρά την ταλαιπωρία και τη μάχη με την πάθηση, συνέχισε αγόγγυστα το έργο του, τόσο το συνθετικό όσο και το εκτελεστικό/διδακτικό, ενώ δεν ματαίωσε κανένα από τα ταξίδια του, ένα εκ των οποίων θα τον φέρει στην αυλή του βασιλιά της Πρωσίας το 1747.
Για τη βασιλική αυτή συναυλία, ο Μπαχ σκαρώνει μια νέα σύνθεση επιτόπου, εκτοξεύοντας τη φήμη του σε νέο ιστορικό ρεκόρ! Επιστρέφοντας στη Λειψία, τελειοποιεί τις βασιλικές αυτές φούγκες και τις αποστέλλει με πάσα επισημότητα στην Πολωνία (Musikalisches Opfer - BWV 1079).
Το 1748-1749, με την όρασή του σοβαρά υπονομευμένη, ο Μπαχ αρχίζει να φιλοτεχνεί το σπουδαίο αριστούργημά του «Η Τέχνη της Φούγκας» (BWV 1080), το οποίο θα παραμείνει όμως ημιτελές: η όρασή του έχει επιδεινωθεί τόσο που υποβάλλεται σε διπλή -και ανεπιτυχή- εγχείριση την επόμενη χρονιά, από τις περιπλοκές της οποίας ωστόσο θα παραμείνει τυφλός.
Το 1750 θα ταλαιπωρηθεί και από εγκεφαλικό επεισόδιο, με την επιδεινωμένη υγεία του να τον προδίδει τελικά λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1750. Όπως παραθέτει ένας από τους γιους του, ο κορυφαίος συνθέτης το μόνο που ήθελε ήταν «να απαλλαγεί από την τύφλωση για να εξακολουθεί να υπηρετεί τον Θεό με όλες του τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις».
Παρά τη θέση που καταλαμβάνει σήμερα στο πάνθεο των μεγαλύτερων ευρωπαίων συνθετών, στην εποχή του ο Μπαχ ήταν γνωστότερος ως οργανοπαίκτης και μουσικοδιδάσκαλος παρά ως μουσουργός. Ελάχιστα έργα του μάλιστα είχαν κυκλοφορήσει στη διάρκεια της καριέρας του και ήταν δυο κατοπινοί μουσικοί -που θα ακολουθούσαν τα χνάρια του- που θα τον εγκαθίδρυαν στις μουσικές συνειδήσεις του ευρωπαϊκού κοινού: ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν!
Κι έτσι ο μεγάλος αυτός μαέστρος των μουσικών αισθημάτων, με τις συνθέσεις που προκαλούν αβίαστα διαφορετικά συναισθήματα, ο μουσικός αυτός «παραμυθάς» που χρησιμοποίησε τις μελωδίες για να αφηγηθεί και να υπαινιχθεί γεγονότα και πράξεις, αποκαταστάθηκε στο βάθρο των κορυφαίων συνθετών της ανθρωπότητας.
Η πνευματικότητα και η εσωτερικότητα του έργου του μαρτυρούν τον τρόπο που αντιμετώπιζε τις φοβερές δοκιμασίες που του έθεσε η ζωή, την αφοσίωσή του στον Θεό, την ασταμάτητη εργασία, τη συνεχή διάθεση προσφοράς και την ακούραστη μελέτη, με μοναδικό πάντα στόχο την εξέλιξη της τέχνης του...
Προσωπική ζωή
Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που έχουν σωθεί από την προσωπική αλληλογραφία του Μπαχ σκιαγραφείται η προσωπικότητά του και η εκτός μουσικής ζωή του. Ταγμένος οικογενειάρχης και πράος άνθρωπος, ο Μπαχ παντρεύτηκε το 1706 την ξαδέρφη του Maria Barbara, με την οποία απέκτησε εφτά παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν ωστόσο μόνο τα τέσσερα.
Η πρώτη του σύζυγος πέθανε το 1720, όταν ο Μπαχ ταξίδευε στο πλευρό του πρίγκιπα Λεοπόλδου, αφήνοντάς τον σε κατάσταση απελπισίας. Την επόμενη ωστόσο χρονιά θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την αοιδό Anna Magdalena Wülcken, με την οποία θα αποκτήσει άλλα 13 παιδιά.
Παρά το γεγονός ότι έμελλε να χάσει και πάλι τα μισά του τέκνα από τις αρρώστιες που θέριζαν την Ευρώπη (από τα δεκατρία επιβίωσαν μόνο τα εφτά), η περίοδος αυτή θεωρείται η πλέον ευτυχισμένη της ζωής του. Ο συνθέτης μοιράστηκε ξεκάθαρα με τα παιδιά του την αγάπη του για τη μουσική, καθώς δύο από τον πρώτο του γάμο και δύο από τον δεύτερο ακολούθησαν τα βήματά του ως συνθέτες και σολίστ. Ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ μάλιστα έκανε ανεξάρτητη και μεγάλη καριέρα...
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr 

ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

0 Λούντβιχ βαν Μπετόβεν 13 ετών (Ludwig van Beethoven) Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ
https://www.youtube.com/watch?v=_mdyCDpdec4


https://www.youtube.com/watch?v=k_UOuSklNL4


https://www.youtube.com/watch?v=6_y5Q6PDqeI


https://www.youtube.com/watch?v=TVDREzBijRI


https://www.youtube.com/watch?v=tpGSzH0Wlls


https://www.youtube.com/watch?v=jgpJVI3tDbY
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών στη Βόννη της Γερμανίας. Ο πατέρας του ο Γιόχαν, τενόρος στην τοπική Αυλή και ελαφρώς αλκοολικός, αδιαφόρησε για τη γέννηση του γιου του το 1770 και δεν του έδωσε καμία σημασία, μέχρι που ανακάλυψε ότι το αγοράκι είχε ενστικτώδες μουσικό χάρισμα. Ο Γιόχαν θυμόταν το παράδειγμα της πρώιμης επιτυχίας του Μότσαρτ κι έτσι αποφάσισε ότι και η δική του φήμη μπορούσε να στηριχθεί στους εύθραυστους ώμους του γιου του. Ενώ όμως ο μικρός Λέοπολντ Μότσαρτ ήταν ένας εύθυμος εκμεταλλευτής, ο πιτσιρικάς Γιόχαν Μπετόβεν ήταν ένας σκληρός και βίαιος νταής. Οι γείτονές δεν ξέχασαν ποτέ την εικόνα του μικρού Λούντβιχ να κλαίει πάνω από το πιάνο. Κι όταν δεν έπαιζε πιάνο, μελετούσε Ιστορία της Μουσικής ή μάθαινε βιολί. Λίγες ήταν οι μέρες που ο Λούντβιχ δεν κατέληγε κλειδωμένος στο υπόγειο ή δαρμένος με βούρδουλα. Οι μέθοδοι του πατέρα του Γιόχαν ήταν κτηνώδεις αλλά αποτελεσματικές: από την ηλικία των 10 ετών, ο Λούντβιχ κατείχε εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής θεωρίας και εξαίρετες ικανότητες στον πιάνο. Επειδή όμως δεν είχε πολύ χρόνο για το σχολείο, ήταν φριχτός στην ορθογραφία και κακός στην αριθμητική. Όταν έγινε 11 ετών,

 εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο. Μεγάλοι δάσκαλοι, μικρά μαθήματα Ludwig_van_Beethoven_l Ο Γιόχαν δεν κατάφερε να κάνει το γιο του διάσημο παιδί-θαύμα, αλλά το ταλέντο του Λούντβιχ κέρδισε την προσοχή αριστοκρατών της περιοχής και το 1787 κάποιοι προστάτες των τεχνών τον έστειλαν στη Βιέννη για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Ο ντροπαλός 17χρονος γνώρισε τον δάσκαλο, αλλά πριν αρχίσουν τα μαθήματα, έφτασε στη Βιέννη το νέο ότι η μητέρα του Μπετόβεν ήταν βαριά άρρωστη. Ο νεαρός μουσικός έφτασε στο σπίτι του εγκαίρως για να δει τη μητέρα του να πεθαίνει. Δεν επέστρεψε στη Βιέννη: οι δύο νεότεροι αδελφοί του χρειάζονταν φροντίδα κι ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος γι’ αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Γιόχαν Μπετόβεν είχε καταλήξει τόσο αναξιόπιστος στη δουλειά του, που οδηγήθηκε σε πρόωρη σύνταξη και λάμβανε το μισό ποσό, ενώ το άλλο μισό πήγαινε στον Λούντβιχ για να φροντίζει τα αδέλφια του. Μόλις το 1792 κατάφερε ο Μπετόβεν να επιστρέψει στη Βιέννη, όπου, με τη βοήθεια ενός πλούσιου σπόνσορα, έκανε μαθήματα με τον Γιόζεφ Χάιντν. Εδώ όμως απογοητεύτηκε: θεώρησε ότι ο Χάιντν δεν τον εκπαίδευε με τη δέουσα πυγμή, ενώ ο Χάιντν ενοχλήθηκε από την έπαρση του 22χρονου. Όχι ότι ο Μπετόβεν χρειαζόταν πολλή εκπαίδευση. Το 1795 έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ το 1800 παίχτηκε η Πρώτη Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο 30χρονο αστέρι. Εξαίσιες συνθέσεις, απαίσιες συνθέσεις Τότε ήταν που οι φίλοι του Μπετόβεν παρατήρησαν ότι απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ο Χάιντν σχολίασε ότι δεν τον επισκεπτόταν καθόλου κι ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του Μπετόβεν παραξενεύτηκε που βρήκε το πιάνο ξεκούρδιστο. Ο Μπετόβεν ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε: είχε χάσει σταδιακά την ακοή του και δεν άκουγε τίποτε απολύτως. Επίσης είχε κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως κοιλιακές κράμπες, περιοδική διάρροια και συχνούς πονοκέφαλους. Ήταν τόσο δυστυχισμένος που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το μόνο που τον εμπόδισε ήταν η ένθερμη πίστη στην τέχνη του. Το φθινόπωρο του 1802, ενώ έμενε στην κωμόπολη Χάλιγκενσταντ, περιέγραψε τι τον κράτησε ζωντανό: “Μου φαινόταν αδύνατο να αφήσω τον κόσμο μέχρι να προσφέρω όλα όσα ένιωθα ότι βρίσκονταν μέσα μου”, έγραψε στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, όπως είναι γνωστό το κείμενο, που γράφτηκε ως επιστολή στους αδελφούς του αλλά παρέμεινε κλεισμένο στο γραφείο του για το υπόλοιπο της ζωής του. Ludwig-van-Beethoven-dirigiendo Μετά τη νέα απόφαση, ο Μπετόβεν έσφυζε από ενέργεια και ιδέες. Η Τρίτη, ή “Ηρωική” Συμφωνία ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να εισβάλει στην Αυστρία. Ήταν τόσο επαναστατική που η ορχήστρα συχνά διέκοπτε τις πρόβες από τη σύγχυση, ενώ οι κριτικοί έβρισκαν το έργο “παραξένο”. Το κοινό επίσης διαμαρτυρόταν για τη διάρκεια του έργου. Η “παραξενιά” του Μπετόβεν δεν περιοριζόταν στις μουσικές του εκκεντρικότητες. Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν. Ποτέ δεν έμεινε πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σε σαράντα διαμερίσματα και κάποτε συντηρούσε ταυτόχρονα τέσσερα σπίτια. Ήταν και ακατάστατος: ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του το 1809 τον βρήκε να ζει στο “πιο βρόμικο, πιο ακατάστατο μέρος που μπορεί να φανταστεί κανείς”. Πάνω στις καρέκλες βρίσκονταν πιάτα με αποφάγια και πεταμένα ρούχα. Το πιάνο και το γραφείο δίπλα του ήταν γεμάτα με μισοτελειωμένες παρτιτούρες. Και κάτω από το πιάνο βρισκόταν ένα γεμάτο δοχείο νυχτός. Ούτε εμφανισιακά ήταν ελκυστικός. Τα ρούχα του ήταν τόσο σχισμένα και βρόμικα που οι φίλοι του, αηδιασμένοι, πότε πότε του αγόραζαν καινούρια. Μελαχρινός στα νιάτα του, τώρα είχε γίνει κάτωχρος απ’ την αρρώστια. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυριά και τα γκρίζα μαλλιά του όρθια. Αντονί Μπρεντάνο Αντονί Μπρεντάνο Δεν είναι καθόλου απορίας άξιο που τα μέλη του ωραίου φύλου δεν ανταπέδιδαν το ένθερμο ενδιαφέρον του. Ο Μπετόβεν είχε την κακή συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες, συνήθως ανώτερης τάξης και κατά κανόνα παντρεμένες. Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, αφού τον γνωρίζουμε χάρη σ’ ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε, απευθυνόμενο στην “Αθάνατη αγαπημένη”. Η ταυτότητά της αμφισβητείται, αλλά σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. Ντελικάτη και κομψή, η Αντολί λάτρευε τον Μπετόβεν. “Περπατά σαν θεός εν μέσω θνητούς,” έγραφε. Αλλά παρέμενε πιστή στον άντρα της. Η όποια οδύνη του Μπετόβεν μετριαζόταν ίσως από τη σκέψη ότι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο ρομαντικό από μία σύζυγο που τον υποχρέωνε να βάζει τα άπλυτα στο καλάθι. Τελευταίες συμφωνίες και ασυμφωνίες Όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Κασπάρ, έπαθε φυματίωση, ο συνθέτης αποφάσισε να πάρει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος έφτασε στην ενηλικίωση με συναισθηματικά τραύματα. Ο Μπετόβεν δεν τον άφηνε στιγμή και, όταν ο Καρλ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν στρατιωτικός, ο κηδεμόνας του ξέσπασε σε τέτοιες άγριες κρίσεις που ο σπιτονοικοκύρης του αναγκάστηκε να τους διώξει. Ο συνθέτης τον ήθελε μουσικό. Το 1826, ο Καρλ δεν άντεξε κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Κι όμως γλίτωσε. Η μία σφαίρα αστόχησε και η άλλη μπήκε στο κρανίο χωρίς να πειράξει τον εγκέφαλο. Ο Καρλ βγήκε από το νοσοκομείο αποφασισμένος να τραβήξει το δρόμο του και μπήκε αμέσως στο στρατό. Οι φίλοι του Μπετόβεν τον έβλεπαν να καταρρέει. Υπήρξε μια ανακωχή, όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Γιόχαν, τους κάλεσε να μείνουν στο εξοχικό του μέχρι να αρχίσει η υπηρεσία του καρλ. Όταν μπήκε το φθινόπωρο, ο Γιόχαν ζήτησε από τον αδελφό και τον ανιψιό του να φύγουν από το σπίτι. Οι δύο άνδρες ταξίδεψαν σε ανοιχτή άμαξα και κοιμήθηκαν σ’ ένα πανδοχείο χωρίς θέρμανση, παρ’ όλο το δριμύ κρύο. beethoven460x276 Όταν πια ο Μπετόβεν έφτασε στη Βιέννη, ψηνόταν απ’ τον πυρετό και είχε πνευμονία. Ποτέ δεν ανάρρωσε, απλώς συνέχισε να μαραίνεται για σχεδόν τρεις μήνες. Το τι συνέβη κατόπιν είναι ασαφές. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο συνθέτης βρισκόταν σε κώμα για 48 ώρες όταν, στις 26 Μαρτίου 1827, εν μέσω άγριας καταιγίδας, ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, ενώ μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο. Ύψωσε το δεξί χέρι, έκανε γροθιά και έπεσε νεκρός. Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρό του. Ο Μπετόβεν έγινε είδωλο για την επόμενη γενιά ρομαντικών συνθετών, που επικροτούσαν, όχι μόνο την έντονη κι εκφραστική μουσική του, αλλά και την άρνηση του να συμμορφωθεί με τις τάσεις της εποχής. Σήμερα τα θέματα και τα μοτίβα του αναγνωρίζονται αμέσως. ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ»....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/

Αν και η μουσική του βιρτουόζου της κλασσικής μουσικής είναι γνωστή στους περισσότερους από εμάς, υπάρχουν πράγματα σχετικά με τη ζωή του που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό
Με αφορμή την επέτειο συμπλήρωσης 245 ετών από την βάπτιση του Λούντιχ βαν Μπετόβεν, η Google τίμησε τον σπουδαίο συνθέτη με ένα έξυπνο doodle, που προσκαλεί τους χρήστες να συναρμολογήσουν ένα... μουσικό παζλ ώστε να ακούσουν τις πρώτες νότες από τη μεγαλειώδη 9η Συμφωνία του.
Αν και η μουσική του βιρτουόζου της κλασσικής μουσικής είναι γνωστή στους περισσότερους από εμάς, υπάρχουν πράγματα σχετικά με τη ζωή του που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό. Δείτε παρακάτω μερικά από αυτά, που ίσως σας εκπλήξουν.
1. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πότε είναι τα γενέθλιά του
Δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή της γέννησης του Μπετόβεν στην ενορία όπου άνηκε. Η 17η Δεκεμβρίου 1770 είναι η μέρα που βαπτίστηκε, η οποία έχει καθιερωθεί να γιορτάζεται ως επέτειος της γέννησής του ανά τον κόσμο, ωστόσο οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ήρθε στον κόσμο αρκετές μέρες νωρίτερα.
2. Ποτέ δεν έγινε γνωστός ο λόγος που έχασε την ακοή του
Ο Μπετόβεν άρχισε να χάνει την ακοή του από τα 26 του χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του είχε γίνει πλέον τελείως κουφός. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά ποια πάθηση οδήγησε τον συνθέτη στην κώφωση, όμως έχει γίνει γνωστό ότι υπέφερε από σοβαρής μορφής εμβοές, δηλαδή «κουδούνισμα» στα αφτιά.
3. Ήταν ήδη κωφός όταν συνέθεσε μερικά από τα πιο γνωστά του έργα
Το 1811, αποφάσισε να σταματήσει να διευθύνει ορχήστρες και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σύνθεση. Παρόλο που ένιωθε αποκομμένος από την κοινωνία εξαιτίας της κώφωσής του, η οποία όπως έλεγε «τον στοίχειωνε παντού σαν φάντασμα», έγραψε μερικές από τις πιο γνωστές του συμφωνίες χωρίς να έχει την ακοή του.
4. Συνέθεσε τον ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η μελωδία που χρησιμοποιείται για να συμβολίζει την ΕΕ προέρχεται από την Ενάτη Συμφωνία που συνέθεσε ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν το 1823, όταν μελοποίησε τους στίχους του Φρίντριχ Σίλερ «Ωδή στη Χαρά», που είχαν εκδοθεί το 1785.
Το 1972, η Ωδή στη Χαρά του Μπετόβεν έγινε ο ύμνος του Συμβουλίου της Ευρώπης, και το 1985 αναγνωρίστηκε από τους ηγέτες της ΕΕ ως ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Ήταν άτυχος στον έρωτα
Η προσωπική ζωή του Μπετόβεν ήταν γεμάτη απογοητεύσεις. Ο πρώτος έρωτας του συνθέτη ήταν μια νεαρή Κόμισσα με την οποία γνωρίστηκε το 1801. Ωστόσο, δεν στάθηκε δυνατό να την παντρευτεί επειδή δεν άνηκε στην τάξη των ευγενών.
Λίγα χρόνια αργότερα, γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ζοζεφίν Μπρούνσγουικ, στην οποία παρέδιδε μαθήματα πιάνου το 1799. Αργότερα, εκείνη παντρεύτηκε έναν Κόμη, ο οποίος πέθανε το 1804. Ωστόσο, ούτε και τότε μπορούσε να παντρευτεί τον καταξιωμένο συνθέτη, αφού θα κινδύνευε να χάσει την κηδεμονία των παιδιών της, που άνηκαν στην αριστοκρατία.
Αυτή η γυναίκα πιστεύεται ότι ήταν και η παραλήπτρια των 15 φλογερών ερωτικών γραμμάτων που έγραψε ο Μπετόβεν κατά τη διάρκεια της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης επιστολής στην «Αθάνατη Αγαπημένη» του, την οποία έγραψε το 1812.

ΡΙΧΑΡΝΤ ΒΑΓΚΝΕΡ ο κορυφαίος των κορυφαίων. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Πολιτισμός: Ρίχαρντ Βάγκνερ: Ο συνθέτης που άλλαξε την πορεία της όπερας.

«Εγώ είμαι μία μεγαλοφυΐα! Για μένα μετράνε άλλες αξίες!». Με τη φράση αυτή αντέδρασε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στον αποκλεισμό του από τη φοιτητική ένωση της Λειψίας, στην οποία ήταν μέλος από το 1831, λόγω του ότι είχε καταχραστεί επανειλημμένως τη σύνταξη της μητέρας του προκειμένου να αντεπεξέλθει στις οικονομικές δυσχέρειές του. Η σχέση με το χρήμα έμελλε να παραμείνει δύσκολη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συνθέτη και δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ένα μέρος προκειμένου να ξεφύγει από τους δανειστές του, ενώ όχι σπάνια έπαιρνε χρήματα από τις συζύγους των φίλων του, θεωρώντας το μάλιστα ως αυτονόητο τίμημα το οποίο έπρεπε να καταβάλουν στο μεγαλείο του πνεύματός του. Οι θυελλώδεις έρωτες και η εξορία για πολιτικούς λόγους ήταν επίσης στοιχεία τα οποία σφράγισαν τη ζωή του Βάγκνερ. Ο ίδιος αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική υποστηρίζοντας την ιδέα για μια ανεξάρτητη και φιλελεύθερη Σαξονία. Στην εξέγερση του 1849 τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών κι όταν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του κατέφυγε στο σπίτι τού φίλου του Λιστ στη Βαϊμάρη, προτού εγκατασταθεί στη Ζυρίχη, μία μόνο στάση των πολλών του περιπλανήσεων, αφού η επιστροφή του στη Γερμανία τού επετράπη πολύ αργότερα.
Για την πολυσχιδή προσωπικότητα του Βάγκνερ, ο οποίος εκτός από συνθέτης ήταν παράλληλα και δοκιμιογράφος, ποιητής και διευθυντής ορχήστρας, έχουν χυθεί τόνοι μελανιού. Η επίδρασή του υπερέβη κατά πολύ τον κόσμο της μουσικής και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι εξαπλώθηκε σε σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της τέχνης και του πνεύματος του 20ού αιώνα: τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες, το θέατρο... Οι απόψεις του τόσο για τη μουσική όσο και για την πολιτική και την κοινωνία τον ανήγαγαν σε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα κι ωστόσο όσοι υποστηρίζουν ότι έπειτα απ' αυτόν η όπερα δεν ήταν ποτέ πλέον η ίδια προφανώς έχουν δίκιο. Το περίφημο «Τριστάνος και Ιζόλδη» - εμπνευσμένο από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ τον οποίο γνώρισε προσωπικά το 1854 και το θεωρούσε το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής του - θεωρείται από αρκετούς η απαρχή της σύγχρονης μουσικής.
Γεννημένος στις 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία, ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν το ένατο παιδί ενός αστυνομικού υπαλλήλου και μιας θυγατέρας αρτοποιού. Οταν ήταν έξι μηνών, ο πατέρας του πέθανε από τύφο και τον Αύγουστο του 1814 η μητέρα του παντρεύτηκε τον ηθοποιό, ζωγράφο και ποιητή Λούντβιχ Γκάιερ, ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα παιδιά της. Ορισμένες φήμες, ανεπιβεβαίωτες, θέλουν να είναι αυτός ο φυσικός πατέρας του Βάγκνερ. Το σίγουρο είναι πως για κάποιο διάστημα, στην παιδική του ηλικία, χρησιμοποίησε το επώνυμό του. Η αγάπη του πατριού του για το θέατρο επηρέασε τον μικρό Ρίχαρντ ο οποίος λάμβανε μέρος σε παραστάσεις του. Στην αυτοβιογραφία του μάλιστα αναφέρει ότι κάποτε ερμήνευσε τον ρόλο ενός αγγέλου.
Την απόφαση να γίνει μουσικός την πήρε όταν στα 16 του χρόνια, το 1829, έτυχε να παρακολουθήσει τη σοπράνο Βιλελμίνη Σρέντερ-Ντεβριέντ σε μια παράσταση του «Φιντέλιο» του Μπετόβεν. Η εμφάνισή της επί σκηνής του χάρισε την πρώτη ιδέα περί της λειτουργίας της μουσικής και του δράματος στην όπερα. «Οταν ανακαλώ τα γεγονότα της ζωής μου», έγραφε αργότερα ο συνθέτης στην αυτοβιογραφία του, «δύσκολα βρίσκω κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με την εντύπωση που μου προκάλεσε». Η «βαθιά ανθρώπινη και εκστατική παράσταση αυτής της ασύγκριτης καλλιτέχνιδος» προκάλεσε στον Βάγκνερ μια σχεδόν «δαιμονική φωτιά»...
Αρχικά απέκτησε τη φήμη του συνθέτη έργων τα οποία ήταν επηρεασμένα από το ρομαντικό ιδίωμα του Βέμπερ και του Μέγιερμπεερ. Ωστόσο, διαφοροποίησε την ίδια την οπερατική σκέψη μέσα από τη φιλοσοφία του περί «ολικού έργου τέχνης» (Gesamtkunstwerk) την οποία ανέπτυξε σε μια σειρά δοκιμίων μεταξύ 1842-1852. Γι' αυτόν «η μουσική είναι μία τέχνη ομιλούσα και δρώσα, ενώ η μουσική μορφή είναι μια μορφή έκφρασης, μια διατύπωση. Μια διατύπωση όμως είναι ολοκληρωμένη όταν είναι σε τέτοιο βαθμό προσφυής ως προς το περιεχόμενο που εκφράζει, ώστε η ίδια να παραμένει απαρατήρητη. Η μουσική μορφή είναι ένα μέσο που αφομοιώνεται στη λειτουργία την οποία εκτελεί χωρίς να αποκτά αυτόνομη ύπαρξη και σημασία».
Ιδιαίτερη θέση στην εν λόγω σύλληψη ενός ανάλογου συνδυασμού μουσικής και δραματουργίας έχει το λεγόμενο «καθοδηγητικό μοτίβο» (Leitmotiv). Η χρήση του - που έφτασε στο απόγειο στη μνημειώδη Τετραλογία «Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ» - συνίσταται στην αξιοποίηση ενός μοτίβου ή θέματος ως αντιπροσωπευτικού για κάθε ήρωα ή κατάσταση μέσα στο έργο το οποίο επιδέχεται αλλαγές, ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους συνθέτες όπερας, ο Βάγκνερ έγραφε ο ίδιος (και) τα λιμπρέτα των έργων του. Κατάφερε να αποκτήσει το δικό του θέατρο στο Μπαϊρόιτ - το διάσημο Φεστιβάλ το οποίο αποτελεί μία από τις λαμπρότερες πολιτιστικές διοργανώσεις του καλοκαιριού και εξακολουθούν να διευθύνουν οι φυσικοί του απόγονοι -, όπου έκαναν πρεμιέρα το «Δαχτυλίδι» και η τελευταία του όπερα, ο «Πάρσιφαλ».
Ο Βάγκνερ παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη με τη Μίνα Πλάνερ, και τη δεύτερη με την Κόζιμα, κόρη του Λιστ, η οποία εγκατέλειψε για χάρη του τον πρώτο της σύζυγο, τον πιανίστα Χανς φον Μπίλοφ, ένθερμο υποστηρικτή του. Πολλά έχουν γραφεί για τον αντισημιτισμό του συνθέτη και για τη σχέση της μουσικής του με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, γεγονός το οποίο συντηρεί ακόμα την άτυπη απαγόρευση της ερμηνείας των έργων του στο Ισραήλ. Οι απόψεις του Βάγκνερ περί της φύσης της φυλής και εναντίον των εβραίων αντανακλούσαν ορισμένες τάσεις της γερμανικής σκέψης του 19ου αιώνα. Ο Χίτλερ αγαπούσε τη μουσική του Βάγκνερ και θεωρούσε τις όπερές του επιτομή του οράματός του για το γερμανικό έθνος. Σήμερα ωστόσο οι όπερές του - ειδικά αυτές της τελευταίας περιόδου - θεωρούνται πραγματικά αριστουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΧΑΛΝΤΟΡ ΛΑΞΝΕΣ ΙΣΛΑΝΔΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ του ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΛΑ.

Ο Ισλανδός Λάξνες

Η Ισλανδία βρίσκεται ως γνωστόν στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό, ανάμεσα στη Νορβηγία και στη Γροιλανδία, με πλησιέστερη ευρωπαϊκή ακτή αυτή της Σκωτίας, 800 χιλιόμετρα προς τα νοτιοανατολικά. Ο πληθυσμός της σήμερα δεν ξεπερνά τις 280.000, δηλαδή ούτε το ένα δέκατο του πληθυσμού της Αθήνας. Από αυτόν τον πληθυσμό αναδείχθηκε νομπελίστας ο μυθιστοριογράφος Χάλντορ Λάξνες το 1955, έναν χρόνο μετά τον Αμερικανό Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ.
Ο Λάξνες, ένας συγγραφέας που εξέφρασε τα πάθη και τα όνειρα της Ευρώπης ξεκινώντας από ένα νησί στην άκρη του κόσμου, έγινε γνωστός στην Ελλάδα κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του '50, μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ, όταν μεταφράστηκαν στα ελληνικά τα βιβλία του Σάλκα Βάλκα, Το φως του κόσμου και Η καμπάνα της Ισλανδίας. Τη δεκαετία του '70 κυκλοφορούσαν ακόμη ο Ατομικός σταθμός (εκδόσεις Γραμμή, 1974, μετάφραση Μαρία Κωνσταντινίδου), όπου εκφράζει την αγανάκτησή του για την παραχώρηση στους Αμερικανούς αεροπορικών βάσεων στην Ισλανδία, και Το φως του κόσμου (εκδόσεις Δωδώνη, 1978), σε μετάφραση του ποιητή Αρη Δικταίου. Εκτοτε ο νομπελίστας ξεχάστηκε. Η επίσκεψη τώρα του προέδρου Γκρίμσον μάς θύμισε κατ' αρχάς ότι η Ισλανδία έχει μια γραμματεία αιώνων, έργα εξαιρετικής λογοτεχνικής ομορφιάς, με χρήση παλαιών μορφών γραφής που εξελίχθηκε στη σύγχρονη ισλανδική. Οπως πριν από επτά αιώνες οι σάγκες, τα μεσαιωνικά ισλανδικά πεζά έπη, απηχούσαν την ταυτότητα και την ψυχή του ισλανδικού λαού, έτσι και το έργο του Λάξνες τον 20ό αιώνα πρόσφερε νέες προοπτικές για να συναισθανθεί το έθνος του την αξία και τη θέση του στον κόσμο. Ο Λάξνες πέθανε το 1998 σε ηλικία 96 ετών, έχοντας ζήσει όλα τα τραντάγματα της ιστορίας του 20ού αιώνα. Η απήχηση που είχε το έργο του σε Ευρώπη και Αμερική είναι ένα καλό δείγμα τού πώς μπορεί μια περιφερειακή λογοτεχνία να σπάσει τα δεσμά που την απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ομοιότητες με το ελληνικό παράδειγμα βρίσκουμε πολλές, σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που παρουσιάζονται στην έκθεση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Οταν γεννήθηκε ο Χάλντορ Γκουογιόνσον στο Ρέικγιαβικ, το 1902, η πόλη είχε 6.000 κατοίκους και όλη η χώρα γύρω στους 79.000. Πανεπιστήμιο δεν υπήρχε, ούτε αυτοκίνητα, ούτε σιδηρόδρομος, ούτε βιομηχανική επανάσταση. Ο ηλεκτρισμός και το τηλέφωνο ήταν άγνωστα. Δεν πέρασαν τρία χρόνια και η οικογένεια του μικρού Χάλντορ μετακόμισε στο κτήμα Λάξνες, 15 χιλιόμετρα έξω και από αυτή την ήσυχη πρωτεύουσα, για να επιδοθεί σε αγροτικές εργασίες. Ο Χάλντορ έγραφε από παιδί. Δεν τελείωσε το σχολείο γιατί ήταν απασχολημένος με το πρώτο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1919, όταν ο συγγραφέας ήταν 17 χρόνων.
Δεν έμεινε στο Λάξνες. Πήρε το όνομα του τόπου και κίνησε να ανακαλύψει τον κόσμο. Αφού μπήκε σε μοναστήρι, ασπάστηκε τον καθολικισμό, έκανε παιδιά από τρεις διαφορετικές γυναίκες, πήγε στην Αμερική, πούλησε εκεί μισό εκατομμύριο αντίτυπα του μυθιστορήματός του Ελεύθεροι άνθρωποι το 1946, τιμήθηκε με το Νομπέλ το 1955, δοκίμασε την τύχη του στο Χόλιγουντ, πήγε στη Βόρεια Αφρική, συγκλονίστηκε από τα φαινόμενα φτώχειας και καταπίεσης, έγινε υποστηρικτής του κομμουνιστικού κόμματος και θιασώτης των ριζικών μεταρρυθμίσεων, συχνός επισκέπτης στη Σοβιετική Ενωση, ακούραστος συγγραφέας μυθιστορημάτων που έδιναν νέα υπόσταση στο ισλανδικό έθνος μέσα σε έναν κόσμο υπό συνεχή αλλαγή. Ο Λάξνες ύμνησε τα αγροκτήματα και τα ψαροχώρια της Ισλανδίας, παρ' ότι ήταν ο πιο κοσμοπολίτης συγγραφέας της χώρας. Εγραψε θεατρικά έργα, συνέθεσε ποιήματα, σχολίασε τα μεγάλα ζητήματα του καιρού του. Ηταν ένας πολίτης του κόσμου με βαθιές ρίζες στον τόπο του και διακρίθηκε για την τελειότητα της μορφής και του ύφους του, τη λεπτή ειρωνεία, τη συμπάθεια για τους αδύνατους και αδικημένους.

Πηγή: Eφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ

Το τραγούδι ενός κόσμου

  ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
 ΧΑΛΝΤΟΡ ΛΑΞΝΕΣ
Και τα ψάρια τραγουδούν
μετ.: Μιχάλης Μακρόπουλος
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 294 Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, εγκώμιο των λαϊκών αφηγητών της Ισλανδίας, μπαλάντα για έναν κόσμο διά παντός χαμένο είναι το μυθιστόρημα «Και τα ψάρια τραγουδούν». Υποβλητικό σαν παραμύθι και παρηγορητικό σαν μια βραδιά πλάι στο τζάκι σ’ ένα σπιτάκι με αχυροσκεπή, όταν οι ψαλμοί, οι γλωσσοδέτες, οι λαϊκές μπαλάντες, οι θρύλοι, οι προσευχές περνούν από στόμα σε στόμα για να υφάνουν εκείνο τον ακατάλυτο ιστό που συνδέει τις κοινότητες – έναν ιστό απλό και συνάμα πολυσύνθετο, καμωμένο από το νήμα της προφορικότητας που πλέκει, με υλικό τη ντοπιολαλιά, μια κρουστή λογοτεχνική γλώσσα από τις πιο όμορφες και λεπταίσθητες που υπάρχουν. Συνεχιστής αυτού του περίκλειστου κι όμως τόσο ανοιχτού ηθικά και πνευματικά σύμπαντος, ο Χάλντορ Λάξνες αφηγείται την ιστορία του μικρού ορφανού Αουλβγκριμερ, που μεγαλώνει πλάι στους θετούς παππούδες του, μαθαίνει τη ζωή από τις αφηγήσεις των επισκεπτών και των ενοίκων του μεγάλου τους σπιτιού και, σχεδόν δίχως να το καταλάβει, βρίσκει νόημα και προορισμό στη μουσική, χάρη στην αινιγματική, σχεδόν φασματική ύπαρξη του καλλιτέχνη της όπερας Γκάρδαρ Χόουλμ, που λατρεύεται από την κοινότητα ως άξιο τέκνο της Ισλανδίας, είναι ωστόσο αμφίβολο αν έχει τραγουδήσει ποτέ στη ζωή του.
Χορδή παιδικότητας
Ο Χάλντορ Λάξνες αγγίζει μια χορδή παιδικότητας, όχι με την έννοια της αφέλειας, αλλά της αγνότητας και της καθαρότητας. Στην ομιλία του στην τελετή απονομής του Νομπέλ (με το οποίο τιμήθηκε το 1955, έκπληκτος που ένας «φτωχός περιπλανώμενος» όπως εκείνος έλκυσε την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας), θα μνημονεύσει τη γιαγιά του -την ίδια ίσως γιαγιά που στο βιβλίο του περιγράφει ως «τρομερά λεπτή και μ’ εύθραυστη όψη, κυρτή και φαφούτα, με λίγο βήχα και με μάτια κόκκινα γύρω γύρω»- και τις ηθικές αρχές που του ενστάλαξε: «να αγαπά και να σέβεται τους άλλους», να αντιμετωπίζει «με σεμνότητα την καθημερινή ζωή και τα πλάσματά της», να νιώθει «ότι ανήκει στη μεριά των ταπεινών της γης».
Ο Λάξνες αγαπάει το καθημερινό, το τετριμμένο, και το καθαγιάζει με την υπέροχη πρόζα του. «Από τη σκοπιά μου, άνθρωποι και συμβάντα, ήρωες και ανθρωπάκια, σπουδαία και ασήμαντα περιστατικά έχουν όλοι και όλα το ίδιο μέγεθος πάνω-κάτω», λέει ο εμβληματικός (και μυστηριώδης) επιστάτης, ένας δευτερεύων αλλά καθοριστικός ήρωας του μυθιστορήματος. Ισόρροπα και ισότιμα θα ζωγραφίσει ο Λάξνες τα πρόσωπα, τα τοπία, τις πράξεις – παρ’ ότι με υπόρρητη ειρωνεία θα αντιπαραθέσει το σύστημα αξιών των απλών ψαράδων του και του άχρονου κόσμου τους με την αστάθεια του έξω κόσμου που αλλάζει, εμπορευματοποιείται, ψυχραίνει. Χιούμορ και μελαγχολία, στοχασμός και ενσυναίσθηση συνεργάζονται στην αποτύπωση ενός κόσμου «που είναι τραγούδι», καθώς λέει ο Λάξνες, «αλλά δεν ξέρουμε αν είναι καλό τραγούδι, γιατί δεν έχουμε με τι να το συγκρίνουμε». Τη μουσική των σφαιρών δεν την ακροώνται πια τα αυτιά του ανθρώπου.
Ομως ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος προσέρχεται στη μουσική χάρη σε μια φράση του πάστορα του χωριού: «Ξέρω ότι υπάρχει μία νότα και ότι είναι αγνή». Αυτή τη φράση ζητάει να του επιβεβαιώσει ο φημισμένος καλλιτέχνης της όπερας, κι αυτή τη νότα πασχίζει να αδράξει στα χρόνια της μαθητείας του στην τέχνη των ήχων, λες και επιζητεί την επικύρωση του περίφημου αποφθέγματος του Γουόλτερ Πέιτερ, «όλη η τέχνη αδιάκοπα αποβλέπει στη συνθήκη της μουσικής». Συμφιλιωμένος με τις λέξεις ή μάλλον αποσπώντας απ’ αυτές τον πολύτιμο πυρήνα τους, εκείνη τη «σημασία» που δεν πρέπει να προδίδεται, ο Λάξνες ξαναδίνει στον κόσμο νόημα, τον αναμαγεύει, τον καθιστά και πάλι άξιο να τον ζήσεις.
Πηγή: KAΘΗΜΕΡΙΝΗ 
 Ξαφνικά πριν δυό μερες άρχισα να διαβάζω Χαλντορ Λάξνες. Μόλις τελειωσα το πρωτο βιβλίο αυτού του μεγάλου αφηγητή και στοχαστή. Φαντάζομαι το όνομά του στους περισσότερους από σας δεν λέει τίποτα. Μετά τον Ντοστογιέφσκι όταν μιλάς γιά τον Λάξνες είναι σαν να αναφέρεσαι σε ένα Γιάννη από τα Τρίκαλα. Κι όμως σε αυτά που δεν γνωρίζουμε, ενίοτε βρίσκονται κρυμμένα μυστικά διαμάντια και ντοκουμέντα ευφυίας...
Ούτε κι εγώ ειχα ακουστά αυτό το όνομα... Είναι το συγγραφικό ψευδώνυμο ένος Ισλανδικής καταγωγής συγγραφέα που έζησε από το 1902 μέχρι το 1998. Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1955 αλλά συνέχισε να γράφει αριστουργήματα.
Αν είχα αξιωθεί να τον γνωρίζω, να τον θαυμάζω, να τον είχω διαβάσει με άλλα λόγια, είμαι σίγουρος ότι πριν πεθάνει θα είχα προσπαθήσει να τον συναντήσω και να μιλήσω μαζί του.

Θανάσης Λάλας

 

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ Αρχικό από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Tο Έπος του Γκιλγκαμές είναι ένα επικό ποίημα από την περιοχή της Βαβυλωνίας και αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό λογοτεχνικό έργο. Πρόκειται για τη συλλογή θρύλων και ποιημάτων των Σουμερίων για τον Γκιλγκαμές, μυθικό ή και ιστορικό πρόσωπο Βασιλιά ήρωα της πόλης Ουρούκ που θεωρείται ότι έζησε την 3η χιλιετία π.Χ.
Το έπος αυτό περιλαμβάνει και τον περίφημο μύθο του Κατακλυσμού των Σουμερίων. Η βασική ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη σχέση φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βασιλιά Γκιλγκαμές και τον Ενκιντού έναν ημιάγριο άνθρωπο που γίνεται φίλος του βασιλιά και μαζί αναλαμβάνουν ριψοκίνδυνες αποστολές. Σε αυτό το έπος πρέπει να έχουμε και την παλαιότερη περιγραφή πάλης στην ιστορία της λογοτεχνίας. Υπάρχει μια μερίδα επιστημόνων που θεωρούν τον Ηρακλή και τους άθλους του, ιδέα εμπνευσμένη από τον Γκιλγκαμές και τις περιπέτειές του.
Όταν οι θεοί δημιούργησαν τον Γκιλγκαμές, του έδωσαν τέλειο σώμα. Ο θεός Ήλιος, τον προίκισε με ομορφιά και ο θεός της θύελλας, τον προίκισε με θάρρος. Οι μεγάλοι θεοί έκαναν τόσο τέλεια την ομορφιά του, που όμοιά της άλλη να μην υπάρχει. Τον έκαναν κατά τα δύο τρίτα Θεό και κατά το ένα τρίτο άνθρωπο. Στην πόλη Ουρούκ έκτισε τείχη, ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο και διάφορους ναούς.
Περιηγήθηκε τον κόσμο, αλλά πουθενά δεν συνάντησε κανένα που να μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του, μέχρι που ξαναγύρισε στην Ουρούκ. Όμως ο πόθος του τον έκανε να μην αφήνει παρθένα στον εραστή της, ούτε την κόρη του πολεμιστή, ούτε και τη γυναίκα του αριστοκράτη. Οι άνδρες της πόλης παραπονέθηκαν και οι Θεοί των Ουρανών τους άκουσαν και φώναξαν στον Ανού, το θεό της Ουρούκ :
"Μια θεά τον έκανε δυνατό σαν τον άγριο ταύρο και κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του".
Όταν ο Ανού άκουσε τους θρήνους των θεών, φώναξε την Αρουρού, τη θεά της δημιουργίας:
"Εσύ που τον δημιούργησες Αρουρού , βρες τώρα και τον δεύτερό του, μια θυελλώδη καρδιά για μια άλλη θυελλώδη καρδιά. Και βάλε τους να παλεύουν μεταξύ τους για να ησυχάσει η Ουρούκ".
Και η θεά βούτηξε τα χέρια της μέσα στα νερά και ανέσυρε από μέσα λάσπη. Και άφησε τη λάσπη αυτή να πέσει μες στην ερημιά. Και έτσι δημιουργήθηκε ο έξοχος ο Ενκιντού. Και είχε μέσα του τις αρετές του θεού του πολέμου ήταν όμορφος και αμόλυντος από την κοινωνία. Έτρωγε χλόη στους λόφους και στις νεροσυρμές συναγωνιζόταν αντάμα με τα άγρια θηρία. Μα ένας κυνηγός που έστηνε παγίδες βρέθηκε κάποια μέρα μπροστά του, στο πηγάδι που έπινε νερό και πάγωσε από το φόβο του. Γύρισε στο σπίτι του βουβός από το φόβο και είπε στον πατέρα του:
"Υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν μοιάζει με τους άλλους. Τον είδα που κατέβαινε από τα βουνά. Είναι ο πιο δυνατός στον κόσμο φαίνεται να' ναι αθάνατος από τους ουρανούς". Κι ο πατέρας του είπε:
"Παιδί μου, στην Ουρούκ ζει ο Γκιλγκαμές. Κανένας μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Είναι δυνατός σαν άστρο του ουρανού. Πήγαινε βρες τον και παίνεψε τη δύναμη αυτού του αγριανθρώπου. Ζήτησε του να σου δώσει μια κόρη της απόλαυσης από το ναό του Έρωτα. Γύρνα μαζί της κι άφησε την με τη γυναικεία δύναμη να αποδυναμώσει αυτόν τον άνθρωπο".
Κι έτσι ο κυνηγός ταξίδεψε στην Ουρούκ και παρουσιάστηκε στον Γκιλγκαμές ο οποίος του έδωσε αυτή τη γυναίκα. Ύστερα από ταξίδι εφτά ήμερων έφτασαν στην πηγή όπου ανταμώθηκαν με τον Ενκιντού και αυτή του δίδαξε την τέχνη του έρωτα. Αλλά όταν χόρτασε, ξαναγύρισε στα άγρια θηρία. Και τότε, μόλις τον είδαν τα άγρια ζώα, έφυγαν μακριά. Δεν μπορούσε να τα ακολουθήσει, το σώμα του έμοιαζε να' ναι δεμένο και έτσι ξαναγύρισε και κάθισε στα πόδια της γυναίκας και άκουγε υπάκουα ότι του έλεγε:
"Είσαι σοφός, Ενκιντού, και τώρα έγινες σχεδόν Θεός. Γιατί θέλεις να τρέχεις στα βουνά με τα αγρίμια; Έλα μαζί μου. Θα σε πάω στην Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη, στον ευλογημένο ναό της Ιστάρ και του Ανού, του έρωτα και των ουρανών. Εκεί ζει ο Γκιλγκαμές που είναι δυνατός σαν άγριος ταύρος και κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους".
Όταν του είπε όλα αυτά, ο Ενκιντού ευχαριστήθηκε. Ποθούσε να βρει ένα σύντροφο, που θα μπορούσε να καταλάβει την καρδιά του:
"Έλα γυναίκα, πήγαινε με σ' αυτόν τον ιερό ναό, στον τόπο που κυριαρχεί πάνω στο λαό ο Γκιλγκαμές. Θα τον προκαλέσω σε πάλη και θα φωνάξω δυνατά σ' όλη την Ουρούκ: Είμαι ο πιο δυνατός εδώ και ήρθα για να αλλάξω την παλιά την τάξη. Είμαι αυτός που γεννήθηκε στα βουνά, είμαι ο πιο δυνατός απ' όλους".
Και κείνη του είπε:
"Ας πάμε λοιπόν και κείνος ας δει το πρόσωπο σου. Είναι άνθρωπος ευτυχισμένος, θα δεις πάνω του να ακτινοβολεί ο ανδρισμός του. Το σώμα του είναι τέλειο σε δύναμη και ωριμότητα. Ποτέ δεν αναπαύεται, ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα. Είναι πιο δυνατός και από σένα και γι' αυτό μην καυχιέσαι. Ο Σαμάς, ο ένδοξος ήλιος, του έδωσε χάρες και ο Ανού, ο θεός των ουρανών και ο Ενλίλ και ο Εά, ο σοφός, του έδωσαν βαθειά γνώση. Και σου λέω από τώρα πως πριν αφήσεις τον άγριο τόπο θα γνωρίζει από το όνειρο του τον ερχομό σου".
Πράγματι ο Γκιλγαμές τον είδε στο όνειρό του που πήγε να το διηγηθεί στην μάνα του τη Νινσούν, που ήταν κι αυτή από τους σοφούς θεούς.
-"Μάνα, την περασμένη νύχτα είδα ένα όνειρο. Ήμουνα πλημμυρισμένος χαρά. Γύρω μου είχαν συγκεντρωθεί οι νέοι ήρωες και περπατούσα μέσα στη νύχτα κάτω από τα άστρα του στερεώματος. Και τότε κάποιος, ένα μετέωρο από την ουσία του Ανού, έπεσε από τον ουρανό. Προσπάθησα να το σηκώσω αλλά ήταν πολύ βαρύ. Όλοι οι άνθρωποι της Ουρούκ μαζεύτηκαν γύρω για να το δουν. Οι απλοί άνθρωποι χοροπηδούσαν και οι αριστοκράτες σπρώχνονταν ποιος να του πρωτοφιλήσει τα πόδια. Κι εγώ ένιωσα γι' αυτό το πράγμα έρωτα σαν αυτόν που νιώθει κανένας για γυναίκα. Με βοήθησαν, δυνάμωσα το μέτωπό μου, τον σήκωσα με τα λουριά και τον έφερα σε σένα. Και συ τον αποκάλεσες αδερφό μου".
Και τότε η Νινσούν, που είναι προικισμένη με μεγάλη σοφία, είπε στο Γκιλγκαμές:
-"Αυτό που είδες, αυτό το αστέρι του ουρανού πάνω στο όποιο έσκυψες, αυτός ήταν ο δυνατός σύντροφος, εκείνος που δίνει βοήθεια στους φίλους του που έχουν ανάγκη. Είναι το πιο δυνατό από τα άγρια πλάσματα. Γεννήθηκε στα πράσινα λιβάδια και τον ανάθρεψαν τα άγρια βουνά. Όταν θα τον δεις θα ευχαριστηθείς. Η δύναμη του μοιάζει με τη δύναμη εκείνων που κατοικούν στον ουρανό. Αυτό είναι το νόημα του ονείρου σου".
Ο Γκιλγκαμές είπε:
"Μάνα, ονειρεύτηκα και ένα άλλο όνειρο. Στους δρόμους της Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη βρέθηκε ένα τσεκούρι. Έσκυψα κι ένιωσα βαθιά έλξη γι' αυτό. Το αγάπησα όπως αγαπάνε μια γυναίκα και το έσυρα προς το μέρος μου".
Και η Νινσούν του αποκρίθηκε:
"Το τσεκούρι που είδες και που σε τράβηξε τόσο δυνατά όσο κι ο έρωτας της γυναίκας, είναι ο σύντροφος που σου δίνω. Και θα έρθει μια δύναμη παρόμοια με κείνη που έχουν όσοι κατοικούν στον ουρανό. Είναι ο γενναίος σύντροφος που σώζει το φίλο του αν παραστεί ανάγκη".
Κι ο Γκιλγκαμές είπε στη μάνα του:
"Τον κλήρο μου τον έριξες θα γίνει δικός μου σύντροφος".
Η ιερόδουλη οδήγησε τον Ενκιντού στην εξοχή. Εκεί πήρε όπλα και έπιανε λύκους και λιοντάρια και ζούσε ευχαριστημένος ανάμεσα στους βοσκούς μέχρι την ημέρα που κάποιος ταξιδιώτης του είπε για το πώς στέναζε η Ουρούκ από την συμπεριφορά του Γκιλγκαμές:
"Ότι μπήκε στον οίκο της Συνέλευσης που δικαιωματικά ανήκει στο λαό και όλοι μαζεύτηκαν εκεί προειδοποιημένοι από τους ήχους των τυμπάνων για να εκλέξουν τη νύφη, αλλά αυτός τους χλευάζει και κάνει παράξενα πράγματα Γυρεύει αυτός να πάει πρώτος με τη νύφη, ο βασιλιάς να πηγαίνει πρώτος κι ύστερα να ακολουθεί ο σύζυγος αλλά τώρα τα τύμπανα ηχούν, για την εκλογή της νύφης και η πόλη στενάζει βαθειά".
Στα λόγια αυτά ο Ενκιντού γύρισε με κάτασπρο το πρόσωπο:
"Θα πάω στο μέρος απ' όπου ο Γκιλγκαμές κυριαρχεί πάνω στο λαό, θα τον προσκαλέσω σε πάλη και θα βροντοφωνήσω σ' όλη την Ουρούκ: Ηρθα ν' αλλάξω την παλιά τάξη γιατί είμαι ο πιο δυνατός εδώ".
Και τώρα ο Ενκιντού προχώρησε μπροστά και η γυναίκα ακολουθούσε από πίσω. Και μπήκε στην Ουρούκ, σε κείνη τη μεγάλη αγορά. Και όλο το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από το σημείο που στάθηκε μέσα στο δρόμο. Οι άνθρωποι σπρώχνονταν και όπως μιλούσαν γι' αυτόν, έλεγαν:
"Είναι φτυστός ο Γκιλγκαμές". "Είναι κοντότερος". "Είναι αυτός που μεγάλωσε πίνοντας γάλα από άγρια θηρία. Είναι η πιο μεγάλη δύναμη".
Οι άνθρωποι χάρηκαν:
"Τώρα ο Γκιλγκαμές θα βρει τον δάσκαλό του». «Τούτος ο μεγάλος, τούτος ο ήρωας, που η ομορφιά του είναι σαν των θεών, θα γίνει δάσκαλος ακόμα και στο Γκιλγκαμές".
Η πάλη του Γκιλγκαμές με τον Ενικντού
Στην Ουρούκ το νυφικό κρεβάτι ήταν έτοιμο έτσι που ταίριαζε στη θεά του έρωτα. Η νύφη περίμενε το γαμπρό, αλλά τη νύχτα ο Γκιλγκαμές την άρπαξε και την πήγε στο σπίτι.
Και τότε ο Εντκιντού προχώρησε μπροστά και ανταμώθηκαν με τον Γκιλγκαμές, έξω από την εξώπορτα. Ο Εντκιντού άπλωσε τα πόδια του και τον εμπόδισε να περάσει στο σπίτι. Κι έτσι αρπάχτηκαν στα χέρια και πάλευαν σαν ταύροι. Έσπασαν τους παραστάτες της πόρτας κι ο τοίχος σείστηκε. Ρουθούνιζαν και κοιτάζονταν σαν ταύροι. Κομμάτιασαν τα πορτόξυλα κι ο τοίχος ξανασείστηκε. Ο Γκιλγκαμές λύγισε το γόνατο, στηρίχτηκε καλά στη γη και με μια στροφή έριξε κάτω τον Ενκιντού. Και τότε η μανία του κόπασε ξαφνικά. Κι όταν ο Ενκιντού έπεσε του είπε: "Άλλος όμοιος στον κόσμο δεν υπάρχει. Η Νινσούν που είναι δυνατή σαν άγριο βόδι στο βουστάσιο, είναι ή μάνα που σε γέννησε και υψώθηκες έτσι πάνω από τους ανθρώπους και ο Ενλίλ σου έδωσε τη βασιλεία, γιατί η δύναμη σου ξεπερνάει τη δύναμη των ανθρώπων". Και τότε ο Ενκιντού και ο Γκιλγκαμές αγκαλιάστηκαν. Έτσι σφραγίστηκε η φιλία τους.
Οι περιπέτειες και το τέλος
Στην συνέχεια πηγαίνουν μαζί για διάφορες περιπέτειες αρχίζοντας από ένα δαίμονα που φρουρεί το Δάσος των Κέδρων τον οποίο σκοτώνουν με την υποστήριξη του θεού Ήλιου. Η θεά Αστάρτη ζητά από τον Γκιλγκαμές να την παντρευτεί αλλά αυτός απορρίπτει την πρόταση της και αυτή για εκδίκηση ζητά από τους θεούς να της δώσουν τον ταύρο του Ουρανού που τον στέλνει εναντίον των δυο ηρώων. Αυτοί τον σκοτώνουν και οι θεοί για τιμωρία καταδικάζουν τον Ενικντού σε θάνατο. Ο Γκιλγκαμές τον θρηνεί και φεύγει για να συναντήσει τους μόνους ανθρώπους που γλύτωσαν από τον Κατακλυσμό και τους δόθηκε η αθανασία από τους θεούς, ελπίζοντας ότι κι ο ίδιος θα μπορέσει να αποκτήσει την αθανασία. Ο πρώτος άνθρωπος ο Ουνταπιστίμ του λέει πως θα αποκτήσει την αθανασία αν καταφέρει να μείνει ξάγρυπνος έξι ημέρες κι εφτά νύχτες, όμως ο Γκιλγκαμές αποτυγχάνει και αποκοιμάται. Έπειτα, του λέει ότι υπάρχει ένα φυτό που μπορεί να του χαρίσει την αιώνια νεότητα που θα πρέπει να το αναζητήσει στα βάθη της θάλασσας και να το φάει. Ο Γκιλγκαμές βρίσκει το φυτό, αλλά δεν το τρώει αμέσως, γιατί θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους γηραιούς της Ουρούκ. Όμως δίπλα σε μια λίμνη, ένα φίδι του το κλέβει και έτσι γυρίζει πίσω στην Ουρούκ άπραγος. Στην είσοδο της πόλης, βλέπει τα τεράστια τείχη και υμνεί τον αδιάκοπο μόχθο των ανθρώπων. Τελικά όμως καταλαβαίνει ότι οι άνθρωποι αποκτούν την αθανασία με τον πολιτισμό τους και με δημιουργήματα που μένουν για πάντα στον κόσμο και στις μνήμες των ανθρώπων.
Για τις ανάγκες του κειμένου πάρθηκαν τμήματα αλλά και έγιναν περιλήψεις που αντλήθηκαν από την μετάφραση του έπους στην νεοελληνική


Πηγή: Ερρίκος Π. Σκουλούδης
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ 

ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ 12-13ος αι. μ.Χ.

      ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
  • Τον 12ο μ.Χ αιώνα, η Ιερουσαλήμ αποτελεί πόλο έλξης για τρεις θρησκευτικές ομάδες: Εβραίους, χριστιανούς και

    ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ-ΠΙΝΑΚΑΣ Gustave dore
    μουσουλμάνους. Οι τελευταίοι την κατείχαν από το 638 μ.Χ, χωρίς να απαγορέψουν στους υπόλοιπους την επίσκεψη στους άγιους τόπους.
  • Με μία έννοια οι σταυροφορίες αποτέλεσαν τη φυσική συνέχεια των προσκυνημάτων.
  • Το 1.099 μ.Χ, οι καθολικοί χριστιανοί καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ και μια ζώνη 1.000 Km της παραλιακής Συρίας, χωρίς όμως να έχουν επαρκή δύναμη αποίκων για να διατηρήσουν τις κτήσεις.
  • Ωστόσο, το 1.144 μ.Χ οι μουσουλμάνοι ανακαταλαμβάνουν την Έδεσσα χωρίς η Β' σταυροφορία να καταφέρει να αποκαταστήσει την απώλεια.
  • Το 1.187 μ.Χ, οι μουσουλμάνοι ξαναπαίρνουν την Ιερουσαλήμ χωρίς η Γ' σταυροφορία να την ανακτήσει.
  • Το 1.204 μ.Χ, η Δ' σταυροφορία αν και είχε στόχο την Ιερουσαλήμ, επιδόθηκε στη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης.
  • Οι σταυροφορίες ήταν οι πρώτες μεγάλες επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν μαζικά τα έθνη της Ευρώπης. Εξάλλου, ευνόησαν τους ηγέτες του Ισλάμ, να επιβάλουν την ενότητα και τη θρησκευτική ορθοδοξία σε μια περιοχή διαιρεμένη. Οι πόλεις που πραγματικά ωφελήθηκαν από τις σταυροφορίες ήταν οι εμπορικές πόλεις της βόρειας Ιταλίας και κυρίως η Βενετία. Τα λιμάνια του Βυζαντίου και της Ανατολής ήταν σταθμοί στο εμπόριο που ευνοήθηκε σημαντικά από τη χριστιανική παρουσία στην Ανατολή.
  • Τον 10ο μ.Χ αιώνα, το Ισλάμ εκτείνεται από την Ισπανία ως τον Ινδό και από την Κασπία ως την Αίγυπτο. Την διαδοχή διεκδικούσαν δύο αντίπαλες δυναστείες: Οι Αβασσίδες της Βαγδάτης που αντιπροσώπευαν τη σουνίτικη πλειοψηφία και κατάγονταν από τον Αμπού Μπακρ και οι Φατιμίδες του Καΐρου, που ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από την κόρη του προφήτη Φατιμά. Ήταν ηγέτες της Σια, δηλαδή μερίδας που επί αιώνες είχαν αφομοιώσει στοιχεία κι από άλλες εκτός Ισλάμ λατρείες, κυρίως από το χριστιανισμό και από το ζωροαστρισμό. Για τους σιίτες, η γραμμή της διαδοχής περνούσε από το σύζυγο της Φατιμά Αλή και μερικοί πρέσβευαν ότι ο φόνος των απίστων αποτελούσε θρησκευτικό καθήκον.
  • Οι Αβασσίδες φτάνουν στο απόγειό τους τον 9ο μ.Χ αιώνα και οι Φατιμίδες τον 10ο μ.Χ αιώνα. Ωστόσο, κατά τον 12ο μ.Χ αιώνα, καμιά από τις 2 δυναστείες δεν ασκεί πραγματική εξουσία. Οι Αβασσίδες θεωρητικά κυβερνούσαν από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου ως τις Ινδίες, αλλά είχαν υποσκελιστεί από τους Σελτζούκους. Οι Φατιμίδες μετά τον εμφύλιο που άρχισε το 1060 μ.Χ απ' τους κύκλους του στρατού, κυβερνιόνταν από δυναστεία Αρμενίων μουσουλμάνων που κατάγονταν από δούλους. Η Συρία (Συρία, Ιορδανία, Λίβανος, Ισραήλ), που περιλάμβανε ισχυρά εμπορικά κέντρα, ήταν πότε στα χέρια των Αβασσιδών και πότε στων Φατιμίδων. Η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν αραβόφωνοι μιγάδες, απόγονοι Αράβων αλλά και Εβραίοι και χριστιανοί, ενώ στις ερήμους της Συρίας ζούσαν Άραβες νομάδες. Με τον εμφύλιο στην Αίγυπτο, η Συρία περιπίπτει στο χάος και η Ιερουσαλήμ αφού άλλαξε τρεις φορές χέρια κατέληξε στους Σελτζούκους, χωρίς όλον αυτόν τον καιρό να διακοπούν τα προσκυνήματα.
  • Βυζάντιο: Η δύναμή του φθίνει μετά το Ματζικέρτ και ο στρατός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μισθοφόρους. Τα εδάφη του αποτελούσαν η Ελλάδα, τμήμα των Βαλκανίων και κατάλοιπα της Μικράς Ασίας.
  • Το 1.054 μ.Χ, η διαμάχη για τη σωστή διατύπωση του Πιστεύω οδηγεί την ορθόδοξη και την καθολική εκκλησία σε αμοιβαίο αναθεματισμό κι αργότερα σε σχίσμα.
  • Το 1.095 μ.Χ, ο Αλέξιος Κομνηνός στέλνει φιλική επιστολή στον πάπα Ουρβανό Β' ζητώντας βοήθεια για την ανάκτηση των χαμένων βυζαντινών εδαφών.. Ο Ουρβανός πιστεύει πως αν οι ιππότες εκστρατεύσουν στην Ανατολή θα ανακουφιστούν οι Γάλλοι συμπατριώτες του από τις εσωτερικές διαμάχες, και καθώς το Βυζάντιο θα εξαρτηθεί από τα όπλα της δύσης θα επέλθει θρησκευτική ενότητα.
  • Την εποχή εκείνη, κύριο θέρετρο αντιπαράθεσης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων αποτελούσε η Ισπανία, στην οποία οι Άραβες από τον 8ο μ.Χ αιώνα που εισέβαλαν, ποτέ δεν κατέκτησαν πλήρως, καθώς παρέμειναν χριστιανικά βασίλεια στο βορρά. Έτσι το 1.085 μ.Χ, η πρωτεύουσα του κέντρου του ισπανικού οροπεδίου Τολέδο καταλαμβάνεται από τους χριστιανούς.
  • Το 1.095 μ.Χ, ο Ουρβανός Β', συγκροτεί σύνοδο επισκόπων στη Γαλλία, στο Κλερμόν, όπου
    ΠΑΠΑΣ ΟΥΡΒΑΝΟΣ Β'
    απεύθυνε (κρινόμενη εκ των αποτελεσμάτων) μία από τις μεγαλύτερες ομιλίες της ιστορίας. Έτσι ξεκίνησε η 1η σταυροφορία. Ήταν ο 1ος από τους πολυάριθμους πολέμους που εξαπέλυσαν οι πάπες στους επόμενους 5 αιώνες (βασισμένοι στη δύναμη που τους έδινε το προνόμιο της άφεσης αμαρτιών).
  • Η σύνοδος του Κλερμόν εξέλεξε επικεφαλής της αποστολής τον Αντεμάρ, επίσκοπο του Πυύ, που είχε την εμπιστοσύνη του πάπα αλλά μπορούσε και να ιππεύει σαν ιππότης. Οι ιππότες με εντολή του πάπα έραψαν σταυρούς στα ρούχα τους και από κει αργότερα προήλθε ο όρος σταυροφορία. Ωστόσο, τα πρώτα θύματα των ιπποτών, υπήρξαν Εβραίοι που αρνήθηκαν να βαφτιστούν χριστιανοί. Το πρώτο κύμα σταυροφόρων, αφού είχε σκορπίσει πίσω του το θάνατο, καταστρέφεται από τους Τούρκους του Κιζίζ Αρσλάν. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος ανακοινώνει πως το Βυζάντιο δε θα συμμετέχει στη σταυροφορία, με αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σταυροφόροι. Το δεύτερο κύμα σταυροφόρων, καταλαμβάνει τη Νίκαια, κατόπιν νικά και τρέπει σε φυγή τους Τούρκους του Κιζίζ Αρσλάν, κατακτώντας πλούσια λάφυρα.
  • Το 1.098 μ.Χ, καταλαμβάνεται η Αντιόχεια και ακολουθεί σφαγή μουσουλμάνων, αλλά ο Βοημούνδος παρά τις αρχικές υποσχέσεις δεν επιστρέφει τα εδάφη στους βυζαντινούς και δεν παραχωρεί τη θέση του. Εν τω μεταξύ οι σιίτες καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ από τους σουνίτες.
  • Το 1.099 μ.Χ, με τη βοήθεια Γενουατών που προσφέρουν υλικά για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, οι σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ και ακολουθεί τρομερή σφαγή μουσουλμάνων και Εβραίων.
  • Συνολικά συστάθηκαν 4 σταυροφορικά κράτη που επιβίωσαν όχι λόγω της δύναμής τους, αλλά κυρίως λόγω της διχόνοιας των αντιπάλων τους. Τα 4 σταυροφορικά κράτη έγιναν γνωστά ως υπερπόντια εδάφη και ήταν: η Ιερουσαλήμ, η Τρίπολη, η Αντιόχεια και η Έδεσσα. Αποτέλεσαν μια εύθραυστη λωρίδα χριστιανικής εξουσίας, που εκτείνονταν από την Ερυθρά θάλασσα έως τις πηγές του Ευφράτη. Τα υπερπόντια εδάφη έγιναν ένα παράδοξο μίγμα ανατολής και δύσης, με φεουδαρχικό σύστημα και 140.000 κατοίκους από την Γαλλία και από τις γαλλόφωνες περιοχές της Λορένης, της Φλάνδρας και της Σικελίας, αλλά και από τις υπόλοιπες καθολικές χώρες. Στις παραλιακές πόλεις οι διάφορες εθνότητες ήταν ανάμικτες, αλλά κυριαρχούσαν οι Ιταλοί έμποροι. Μερικές από τις γνώσεις της ανατολής άρχισαν να φτάνουν στη δύση, όπως τα μαθηματικά, οι επιστήμες και η φιλοσοφία, αλλά οι άποικοι ελάχιστα υιοθέτησαν τον πολιτισμό της Ανατολής από τους Άραβες και προτιμούσαν τις επαφές με τους Τούρκους που ενδιαφέρονταν για αθλήματα και για τον πόλεμο.
  • Με το πέρασμα των αιώνων, δημιουργήθηκαν στρατιωτικά τάγματα όπως οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτεςιππότες της Ρόδου, που αναδείχθηκαν στον πιο ισχυρό στρατό της χριστιανοσύνης. Από την πλευρά των σιιτών, υπήρχαν οι ασσασίνοι, που κατείχαν την τέχνη της κατασκευής δηλητηρίων και ναρκωτικών και συνήθως επιδίδονταν σε δολοφονίες ηγετών.
  • Η στάση των μουσουλμάνων απέναντι στους χριστιανούς, άρχισε βαθμιαία να αλλάζει και να σκέφτονται τη τζιχάντ, που από τον 7ο αιώνα είχε περιπέσει σε αχρηστία.
    ΣΑΛΑΝΤΙΝ
    Το 1.144 μ.Χ, ο μουσουλμάνος ηγέτης της Μοσούλης Ζενγί, καταλαμβάνει την Έδεσσα. Όταν αυτός δολοφονείται, τον διαδέχονται οι γιοί του, Σαλαντίν στη Μοσούλη και Νουρεντίν στο Χαλέπι.
  • Η Β' σταυροφορία, αποτυγχάνει παταγωδώς να ανακαταλάβει την Έδεσσα και την πλουσιότερη Δαμασκό. Η μόνη της θετική συνέπεια υπήρξε το 1.147 μ.Χ, όταν Άγγλοι και Ολλανδοί σταυροφόροι βοήθησαν το βασιλιά της Πορτογαλίας να καταλάβει τη Λισσαβώνα.
  • Το 1.154 μ.Χ, ο Νουρεντίν καταλαμβάνει τη Δαμασκό. Κάνει δωρεές σε τεμένη, ιδρύει δικαστήρια, ιδρύει σχολεία του κορανίου.
  • Το 1.168 μ.Χ, ο Σαλαντίν γίνεται αντιβασιλιάς της Αιγύπτου των Φατιμιδών και κυβερνά ως αντιπρόσωπος του Νουρεντίν, έτσι οι Φατιμίδες της Αιγύπτου πέφτουν και η Αίγυπτος έχουν σουνίτικη διοίκηση. Ενώ το 1.171 μ.Χ καταλαμβάνεται και η Υεμένη.
  • Το 1.174 μ.Χ, ο Νουρντίν πεθαίνει, το γεγονός εκμεταλλεύεται ο Σαλαντίν που καταλαμβάνει όλη τη Συρία, εκτός από το Χαλέπι, το οποίο κατακτά το 1.183 μ.Χ.
  • Το 1.187 μ.Χ, ο Σαλαντίν εκμηδενίζει τον στρατό των Φράγκων. Συλλαμβάνει και φονεύει τον Ρεϋνάλδο του Σαντιγιόν, ενώ αιχμαλωτίζει τον Γκυ του Λουζινιάν που ήταν βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Ο Ραϊμόνδος της Τρίπολης διαφεύγει αλλά λίγο αργότερα πεθαίνει. Στην συνέχεια ο Σαλαντίν καταλαμβάνει την Ιερουσαλήμ και το βασίλειό της.
  • Το 1.188 μ.Χ με κάλεσμα του πάπα Γρηγόριου Η', ξεκινά η 3η σταυροφορία, με ηγέτες το Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα της Γερμανίας, το Ριχάρδο της Αγγλίας και το Φίλιππο της Γαλλίας.
  • Το 1.190 μ.Χ ο Βαρβαρόσσα πεθαίνει στην Ανατολία και οι Γερμανοί διαλύονται.
  • Το 1.191 μ.Χ οι Σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Άκρα, αλλά ο Φίλιππος επιστρέφει στην Γαλλία και επιτίθεται στα εδάφη του Ριχάρδου.
  • Το 1.192 μ.Χ, Ο Ριχάρδος και ο Σαλαντίν υπογράφουν συνθήκη ειρήνης. Μετά λίγους μήνες οΣαλαντίν πεθαίνει και γίνεται θρύλος ανάμεσα στους χριστιανούς.
  • Το 1.197 μ.Χ, ο γιος του Βαρβαρόσσα, Ερρίκος πεθαίνει αλλά οι Γερμανοί ανακαταλαμβάνουν τη Βυρηττό.
  • Το 1.198 μ.Χ, η Δ' σταυροφορία εκτρέπεται από το στόχο της που ήταν η Αίγυπτος.
  • Το 1.204 μ.Χ, οι Βενετοί σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και τη λεηλατούν για τρεις μέρες. Έτσι δημιουργούν μιαν αυτοκρατορία με καθολική θρησκεία, γαλλική γλώσσα και ιταλική πολιτική. Κατόπιν μοιράζουν την Ελλάδα.
  • Το 1.061 μ.Χ, η Κωνσταντινούπολη περνά πάλι στα χέρια των βυζαντινών, αλλά η Ελλάδα διοικούνταν από Φράγκους ως τον 15ο αιώνα. Όμως οι σταυροφόροι αδυνάτισαν τον ανατολικό προμαχώνα της χριστιανοσύνης κι επέτρεψαν 2 αιώνες αργότερα την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους. Τα πλούσια λάφυρα της Κωνσταντινούπολης και το ρεύμα Βυζαντινών τεχνιτών προς τα δυτικά, επηρέασαν σημαντικά τις τέχνες της δύσης.
  • Στην Ανατολή, ο μακροχρόνιος πόλεμος ενίσχυσε τελικά το Ισλάμ.
  • Στο τέλος του 13ου αιώνα, οι χώρες που βρίσκονταν υπό την εύθραυστη κυριαρχία του Σαλαντίν, πέρασαν τελικά υπό το συγκεντρωτικό έλεγχο των Μαμελούκων της Αιγύπτου.       
Συμπεράσματα:
  1. Ο 12ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας των σταυροφοριών. Η πρώτη ξεκίνησε με προτροπή του πάπα Ουρβανού Β' και είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία των υπερπόντιων κτήσεων στα εδάφη της Συρίας. Συνολικά δημιουργήθηκαν 4 κράτη: της Αντιόχειας, της Ιερουσαλήμ, της Έδεσσας και της Τρίπολης με φεουδαλικό σύστημα οργάνωσης, που επιβίωσαν κυρίως λόγω της διαίρεσης των μουσουλμάνων, παρά λόγω της δύναμής τους.
  2. Οι επιπτώσεις που είχαν οι 4 σταυροφορίες ήταν: 1ον η ωφέλεια λόγω του εμπορίου των βόρειων ιταλικών πόλεων, ειδικά της Βενετίας. 2ον την μαζική συνεργασία, για πρώτη φορά των κρατών της δυτικής Ευρώπης. 3ον Τη συσπείρωση τελικά του διαιρεμένου ισλαμικού κόσμου. Ενώ στο εσωτερικό του έχουμε την κατάλυση των Φατιμιδών και την αντικατάστασή τους από τους Μαμελούκους. 4ον Την αποδυνάμωση του Βυζαντίου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και της Ελλάδας από τους σταυροφόρους. Η Ελλάδα ειδικά κυβερνιόνταν από Φράγκους μέχρι τον 15ο αιώνα.
  3. Μεγάλη υπήρξε η βαρβαρότητα που επέδειξαν οι σταυροφόροι στις καταλήψεις της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, με την εξόντωση μουσουλμάνων και Εβραίων. Πολιτιστικά, στη δύση έφτασαν ορισμένα επιτεύγματα του αραβικού πολιτισμού (μαθηματικά, επιστήμες, φιλοσοφία), αλλά στα υπερπόντια εδάφη οι άποικοι δεν κατάφεραν να έλθουν σε ουσιαστική επαφή με τον αραβικό πολιτισμό και προτιμούσαν τις επαφές με τους Τούρκους.
  4. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, κερδίζονται εδάφη από τους Άραβες. Επίσης έχουμε την εμφάνιση των ταγμάτων των Ναϊτών και των Ιωαννιτών ιπποτών που θα αποτελέσουν στο μέλλον το πιο ισχυρό στρατό της δύσης. Εξάλλου ανάμεσα στους χριστιανούς γίνεται θρύλος ο μουσουλμάνος ηγέτης Σαλαντίν.
      ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΗΓΗ; TIME LIFE BOOKS/ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ANIXNEYTHS ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Οι θεοί έπλασαν τον Γιλγαμές, τον άρχοντα της Ουρούκ, για να βασιλέψει στους ανθρώπους. Μια που κατά τα δύο τρίτα ήταν θεϊκός, είχε απαράμιλλη ομορφιά, γενναιότητα και σοφία. Ήταν περήφανος σαν νεαρός ταύρος.

Ο Γιλγαμές διέσχισε τον ωκεανό κι έφτασε στα πέρατα της ανατολής. Ταξίδεψε μακριά για να βρει τα μυστικά του κόσμου και να φέρει πίσω την ιστορία της εποχής πριν από τον Κατακλυσμό. Έχτισε την πόλη Ουρούκ όπου η ιστορία του Γιλγαμές είναι χαραγμένη σε πέτρινες πινακίδες.

Τόσο λαμπρή ήταν η δόξα του Γιλγαμές που κανένας άντρας δεν μπορούσε να παραβγεί μαζί του και καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να του αντισταθεί.

Η Αρούρου, η θεά της δημιουργίας, αποφάσισε να φτιάξει ένα σύντροφο για τον Γιλγαμές. Έφτυσε στις παλάμες της, πήρε λίγο πηλό και τον έριξε στην ερημιά. Έτσι δημιούργησε τον Ενκιντού, τον πολεμιστή, το γιο της σιωπής, το ρωμαλέο. Το σώμα του ήταν τριχωτό σαν ζώου και ο Ενκιντού δεν ήξερε τίποτε για το ανθρώπινο γένος.

Μια γυναίκα από το ναό της Ιστάρ, της θεάς του έρωτα, τον δάμασε, ξετρελαμένη με αυτό τον άντρα που γεννήθηκε στα βουνά σαν πεφταστέρι. Αυτή αφύπνισε τον ανδρισμό του. Τον πήρε μαζί της στην Ουρούκ, για να προκαλέσει το μεγάλο Γιλγαμές. «Εγώ είμαι ο πιο δυνατός», κραύγασε ο Ενκιντού. Πάλεψαν σαν ταύροι, αλλά τελικά ο Γιλγαμές τον νίκησε. Μέσα από την πάλη τους γεννήθηκε μια φιλία, πιο δυνατή από τον έρωτα.

Ο Γιλγαμές και ο Ενκιντού περιπλανήθηκαν μαζί στον κόσμο, επειδή ο Γιλγαμές ήταν ανήσυχο πνεύμα. Η Ιστάρ ποθούσε τον Γιλγαμές. «Γίνε άντρας μου», του είπε, «και θα έχεις όλο τον κόσμο στα πόδια σου». Όμως ο ήρωας αρνήθηκε λέγοντας της: «Πότε ήσουν πιστή σε κάποιον εραστή;»

Ο πόθος της Ιστάρ μετατράπηκε σε μίσος. Πήγε στον Άνου, τον πατέρα της, και στην Άντουμ, τη μητέρα της. «Ο Γιλγαμές με περιφρόνησε», τους είπε. «Πατέρα, φτιάξε μου έναν Ταύρο του Ουρανού να αφανίσω τον Γιλγαμές. Αν δεν το κάνεις, θα ανοίξω τις πύλες της κόλασης και θα αφήσω τους νεκρούς να φάνε μαζί με τους ζωντανούς».

«Αν κάνω έναν Ταύρο, θα έχουμε εφτά χρόνια ξηρασία».

«Κάνε τον!» αποκρίθηκε η Ιστάρ.

Η Ιστάρ πήρε στα χέρια της τα χαλινάρια του Ταύρου του Ουρανού και τον οδήγησε στην Ουρούκ. Ο Ταύρος προσγειώθηκε πλάι στο ποτάμι. Μούγκρισε κι άνοιξε ένα χάσμα στο οποίο έπεσαν εκατό νέοι. Μούγκρισε ξανά κι άλλοι εκατό νέοι χάθηκαν στο νέο χάσμα. Μούγκρισε τρίτη φορά και άνοιξε κι άλλο χάσμα. Εκατό, διακόσιοι, τριακόσιοι νέοι της Ουρούκ γκρεμίστηκαν στο βάραθρο. Ο Ενκιντού άρπαξε τον Ταύρο από τα κέρατα. Καθώς το ζώο τού έφτυνε αφρούς κατάμουτρα, φώναξε: «Γιλγαμές, αδελφέ μου, χτύπα με το ξίφος σου!» Ο Γιλγαμές βύθισε το ξίφος του στο λαιμό του Ταύρου, τον έσφαξε και πρόσφερε την καρδιά του στον Σάμας, το θεό ήλιο.

Καθώς πέθαινε ο Ταύρος, η Ιστάρ έμπηξε μια κραυγή πόνου και καταράστηκε τον Ενκιντού και τον Γιλγαμές. Κάλεσε όλες τις ιέρειες του ναού της να πενθήσουν τον Ταύρο του Ουρανού. Την άλλη μέρα ο Ενκιντού είπε στον Γιλγαμές- «Αδελφέ μου, είδα ένα όνειρο. Είδα τους θεούς να συσκέπτονται. Εκεί ήταν ο Άνου και ο Σάμας, μαζί με τον Ενλίλ, το θεό της γης και του αέρα, και τον Εα, το θεό του νερού. Ο Άνου είπε πως, επειδή σκοτώσαμε τον Ταύρο του Ουρανού, ένας από μας πρέπει να πεθάνει. Ο Άνου, ο Ενλίλ και ο Έα υποστήριξαν ότι πρέπει να πληρώσω με τη ζωή μου. Ο Σάμας προσπάθησε να με σώσει, αλλά ήταν ένας εναντίον τριών. Επομένως πρέπει να πεθάνω». Την ίδια , μέρα ο Ενκιντού έπεσε άρρωστος βαριά.

Ο Ενκιντού χαροπάλευε πολύ καιρό και ο Γιλγαμές ήταν συνέχεια στο πλευρό του. Μια μέρα ο Ενκιντού είπε στον Γιλγαμές: «Ονειρεύτηκα το θάνατο μου. Το Μαύρο Πουλί του θανάτου με άρπαξε με τα νύχια του και με μετέφερε στο Σπίτι της Σκόνης, στο παλάτι της Ερκάλας, της Βασίλισσας του Σκότους». Με αυτά τα λόγια, ο Ενκιντού ξεψύχησε.

Πάντα θρηνώντας για τον Ενκιντού, ο Γιλγαμές περιπλανήθηκε μακριά. «Γιατί να πεθαίνουμε;» αναρωτιόταν. «Οι θεοί ζουν για πάντα, αλλά η ζωή των θνητών κρατά όσο μια ανάσα. Θα ρωτήσω τον προγονό μου, τον Ουτναπίστιμ, που οι θεοί έσωσαν από τον Κατακλυσμό και του χάρισαν ζωή αιώνια».

Ο Γιλγαμές πέρασε από πεδιάδες και Βουνά ώσπου έφτασε στις δίδυμες κορφές του Μάσου, που φυλάνε τον ήλιο στην ανατολή και τη δύση του. Στην πύλη του Μάσου στέκονταν οι τρομεροί Σκορπιοί, μισοί άνθρωποι και μισοί δράκοι, που η ματιά τους σκοτώνει. Όμως ο Γιλγαμές ήταν κατά τα δύο τρίτα θεός.

«Γιατί ήρθες σε αυτό το απαγορευμένο μέρος;» τον ρώτησαν. «Γυρεύω τον προγονό μου, τον Ουτναπίστιμ», τους αποκρίθηκε. «Θέλω να τον ρωτήσω μερικά πράγματα για τη ζωή και το θάνατο».

«Κανένας άνθρωπος, κανένα θνητό πλάσμα δεν έχει διαβεί αυτό το δρόμο», του είπαν. «Είναι ο δρόμος του απόλυτου σκοταδιού. Δε φοβάσαι;» «Πρέπει να μπω μέσα κι ας φοβάμαι», απάντησε ο Γιλγαμές. Και οι Σκορπιοί άνοιξαν την πύλη. Ο Γιλγαμές βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι. Το σκοτάδι πλημμύρισε το στόμα και τα μάτια του. Άπλωσε το χέρι του να γραπώσει το σκοτάδι, αλλά αυτό γλιστρούσε ανάμεσα στα δάχτυλα του. Συνέχισε να βαδίζει, ενώ έξω ο ήλιος ανέτειλλε και έδυε. Ώσπου επιτέλους ο Γιλγαμές βγήκε στο φως, στον κήπο του ήλιου. Εκεί, στην άκρη μιας πικρής θάλασσας, βρήκε τη θεά της σοφίας, τη Σιντούρι, και η Σιντούρι του είπε: «Είσαι κουρασμένος και στην καρδιά σου έχεις την απόγνωση. Ποτέ δε θα βρεις την αιώνια ζωή». Όμως ο Γιλγαμές της απάντησε: «Θα μιλήσω με τον Ουτναπίστιμ κι ας είμαι κουρασμένος». «Κανείς θνητός δεν έχει διαβεί αυτή τη θάλασσα του θανάτου», είπε η Σιντούρι. «Μονάχα ο Σάμας, ο ήλιος, μπορεί να διαβεί τον ωκεανό. Μην προσπαθείς. Γύρισε σπίτι. Φάε, πιες, γλέντα. Ο άνθρωπος πεθαίνει, μα η ζωή είναι γλυκιά». «Πού είναι η γλύκα της ζωής, αφού ο Ενκιντού είναι νεκρός;» ρώτησε ο Γιλγαμές.

«Τράβα τότε στο δάσος», είπε η Σιντούρι, «και βρες τον Ουρσαναμπί, το βαρκάρη, που θα σε περάσει από την άλλη μεριά της θάλασσας, στον Ουτναπίστιμ. Αλλά μην αγγίξεις τα νερά του θανάτου».

Επιτέλους ο Γιλγαμές έφτασε στο σπίτι του Ουτναπίστιμ, του προγόνου του. «Είμαι ο Γιλγαμές, ο άρχοντας της Ουρούκ», του είπε. «Έρχομαι από μακριά, πέρασα από το άδειο σκοτάδι και διάβηκα το πικρό νερό για να σε ρωτήσω γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο Ενκιντού, ο φίλος μου, είναι νεκρός και μ' έχει καταλάβει ο φόβος του θανάτου. Μήπως πρέπει να τον ανταμώσω στο Σπίτι της Σκόνης; Κάποτε ήσουν κι εσύ άνθρωπος σαν κι εμένα. Πες μου την ιστορία σου, Προγονέ μου».

«Ό,τι αναπτύσσεται, σαπίζει», απάντησε ο Ουτναπίστιμ. «Όλοι πεθαίνουν, και ο σοφός και ο μωρός. Η λιβελούλα χαίρεται τη λιακάδα και μετά χάνεται Ο άνθρωπος μεγαλώνει σαν το καλάμι στην ακροποταμιά που κάποιος το κόβει. Ο θάνατος είναι σαν τον ύπνο, έρχεται σε όλους. Οι θεοί δίνουν τις μέρες της ζωής και τις μέρες του θανάτου. Όμως θα σου πω την ιστορία μου.

«Κάποτε ζούσα στην πόλη Σουρουπάκ, στις όχθες του Ευφράτη, και ήμουν πιστός υπηρέτης του σοφού θεού Έα.

»Η πόλη γέρασε και οι θεοί γέρασαν - ο Άνου ο πατέρας και τα παιδά του ο Ενλίλ, ο Εα, ο Νινούρτα, ο Ενουγγί, η Ιστάρ και τα υπόλοιπα.

»Η Ιστάρ προκαλούσε προβλήματα στους ανθρώπους, πολέμους και συμφορές. Τόσο μεγάλη ήταν η αναστάτωση που οι θεοί δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Ώσπου τελικά ο Ενλίλ, ο πολεμιστής, είπε στους θεούς: "Άς τρέξουν τα νερά του κόσμου κι ας πνίξουν αυτό το συρφετό που δε μας αφήνει να ησυχάσουμε". Και οι θεοί συμφώνησαν.

«Ακόμη και ο Έα δεσμεύτηκε από την απόφαση των θεών. Δεν μπορούσε να προειδοποιήσει τους ανθρώπους για τον κατακλυσμό, αλλά ψιθύρισε το μυστικό στο καλαμένιο σπίτι μου και ο άνεμος που φυσούσε στις καλαμιές μού το ψιθύρισε στον ύπνο μου: "Άνθρωπε της Σουρουπάκ, χάλασε το σπίτι σου και φτιάξε ένα καράβι".

«Υπακούοντας στο θεό, έφτιαξα ένα καράβι, μακρύ φαρδύ και σκεπαστό, κι έβαλα μέσα τα σπέρματα όλων των ζωντανών πραγμάτων. Πήρα την οικογένεια και τα υπάρχοντα μου, κι ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό από όλα τα πλάσματα στον κόσμο, ήμερα και άγρια.

«Έξι μέρες και έξι νύχτες λυσσομανούσε η καταιγίδα. Άγριος άνεμος και βροχή έπνιξαν τον κόσμο. Την έβδομη μέρα η καταιγίδα κόπασε. Από το καράβι κοίταξα έξω και είδα μόνο νερό. Τότε έκλαψα, μα τα δάκρυα μου δεν ήταν παρά νερό.

«Τελικά το καράβι οκάλωσε στην κορυφή του Βουνού Νισίρ. Για να δω αν χαμήλωσαν τα νερά, λευτέρωσα πρώτα ένα περιστέρι, μετά ένα χελιδόνι και μετά ένα κοράκι. Το περιστέρι και το χελιδόνι ξαναγύρισαν, όχι όμως και το κοράκι - σημάδι ότι κάπου είχε βρει στεριά. Γεμάτος χαρά, έκανα θυσία στους θεούς. Μόλις ο Ενλίλ μύρισε τον ευωδιαστό καπνό της θυσίας μου, θύμωσε πολύ. "Μήπως γλίτωσαν μερικοί από αυτούς τους ενοχλητικούς θνητούς; Έπρεπε να 'χαν πεθάνει όλοι. Κάποιος θα τους προειδοποίησε!"

«Όμως ο σοφός Έα απάντησε: Ή πλημμύρα ήταν μια πολύ σκληρή τιμωρία για όλο το ανθρώπινο γένος. Αυτός ο άνθρωπος, τουλάχιστον, δεν έπρεπε να πεθάνει. Όμως δεν τον προειδοποίησα εγώ. Το είδε στο όνειρο του".

»Με αυτά τα λόγια, η οργή του Ενλίλ καταλάγιασε. Μ' έπιασε από το χέρι κι έβαλε στο πλάι μου τη γυναίκα μου. Γονατίσαμε, κι αυτός μας άγγιξε στο μέτωπο. "Μέχρι τώρα ο Ουτναπίστιμ ήταν θνητός. Τώρα αυτός και η γυναίκα του θα είναι σαν τους θεούς"».

Ο Ουτναπίστιμ έριξε μια διαπεραστική ματιά στον Γιλγαμές. «Και τώρα, Γιλγαμές, πώς θα πείσεις τους θεούς να σου χαρίσουν την αιώνια ζωή;» «Δεν κάνω πίσω», είπε ο Γιλγαμές.

«Τότε, πρέπει να μείνεις ξάγρυπνος έξι μέρες κι εφτά νύχτες». Πριν ο Ουτναπίστιμ αποσώσει τα λόγια του, ο ύπνος τύλιξε τον Γιλγαμές σαν την ομίχλη. Κοιμήθηκε έξι μέρες κι εφτά νύχτες. Κάθε μέρα η γυναίκα του Ουτναπίστιμ ακουμπούσε ένα φρέσκο ψωμί στο πλευρό του. Τελικά ο Ουτναπίστιμ τον ξύπνησε. «Μόνο ένα λεπτό με πήρε ο ύπνος», διαμαρτυρήθηκε ο Γιλγαμές. «Ψεύτη», είπε ο Ουτναπίστιμ. «Κοίταξε αυτά τα ψωμιά πλάι σου. Το σημερινό είναι φρέσκο, αλλά τα άλλα είναι ξερά και μπαγιάτικα».

«Μα δεν μπορώ να κάνω κάτι για να γίνω αθάνατος;» φώναξε ο Γιλγαμές. «Ο θάνατος με παίρνει σαν τον ύπνο». «Δεν κέρδισες τίποτα με το ταξίδι σου ως εδώ», απάντησε ο Ουτναπίστιμ, «γι' αυτό και θα σου δώσω ένα δώρο να το πάρεις στην πατρίδα. Στην πέρα ακτή της θάλασσας του θανάτου φυτρώνει ένα φυτό με αγκάθια μυτερά σαν ρόδο. Όποιος το φάει, ξαναβρίσκει τη νιότη του».

Ο Γιλγαμές δεν άργησε να βρει το φυτό που το ονόμασε «Το Ξανάνιωμα του Γέροντα». Το πήρε μαζί του στην Ουρούκ, αποφασισμένος να το δοκιμάσει πρώτα στους γέροντες της πόλης και μετά στον εαυτό του. Όταν όμως κοντοστάθηκε σε μια λιμνούλα για να πλυθεί, ένα φίδι έφαγε το φυτό. Από τότε τα φίδια χάνουν το πουκάμισο τους και ξανανιώνουν. Αλλά η ανθρωπότητα δεν ξαναβρήκε ποτέ το φυτό της αιώνιας νιότης.

ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ